Λαογραφία

“Παράνομος” Ταξιδιώτης – Μια αυτο-εθνογραφία των Συνόρων

Ο Σαχράμ Χοσραβί είναι καθηγητής Ανθρωπολογίας στη Στοκχόλμη, με καταγωγή από το Ιράν. Εχει μελετήσει τον εξαναγκαστικό εκτοπισμό, καθώς και τις έννοιες του χρόνου και της αναμονής (σε σχέση με το προσφυγικό και την εξαναγκασμένη μετανάστευση), του πρεκαριάτου, του ασύλου.

Πριν από λίγο καιρό, κυκλοφόρησε σε μετάφραση Κατερίνας Τομανά και με πρόλογο του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση (!), το βιβλίο του «“Παράνομος ταξιδιώτης” – Μια αυτοεθνογραφία των συνόρων». Στις 256 σελίδες του βιβλίου, ο Χοσραβί περιγράφει τις περιπλανήσεις του σε Ιράν, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ινδία έως να καταλήξει στη Σουηδία… Ενα εξαιρετικό ανάγνωσμα, τελείως επίκαιρο, για να καταλάβουμε (επιτέλους!) ότι δεν υπάρχουν «λαθρομετανάστες», αλλά άνθρωποι «αόρατοι» από το κράτος. Οχι γιατί δεν φαίνονται, αλλά γιατί κανείς δεν θέλει να τους δει. (Νόρα Ράλλη, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Ιούλιος 2022)

Gypsy Folktales From Greece

When we think of the arts in relation to Roma, we think of music and dance, performance arts that are easily accessible to the public at large. Storytelling is considered a significant art form among the Roma but it is a private one, reserved and intended for transmission strictly within their own community.

The book you hold in your hands, Gypsy Folktales from Greece, is a selection of 20 unique and vivid Romani tales, lovingly collected by sociologist-ethnologists Rita Spanouli and Giorgos Lepeniotis over the course of three decades of visits to Romani camps and settlements, and living and traveling with nomadic groups of Roma throughout mainland Greece.

Γαμήλιες Πρακτικές και Στρατηγικές Νεαρών Ελληνοποντίων Γυναικών από την Πρώην Σοβιετική Ένωση

Το βιβλίο  μελετά πτυχές των γαμήλιων πρακτικών και στρατηγικών των νεαρών Ελληνοπόντιων γυναικών από την πρώην Σοβιετική Ένωση και των οικογενειών τους, μετασχηματίζοντας τις κανονικότητες της ελληνοποντιακής κοινότητας περί γάμου και οικογένειας.

Γυναίκα – Ένα Όνειρο από την Αρχή

Ο Διονύσιος Βάγιας εξερευνά την terra incognita – τη γυναίκα, σε πολλές ουσιώδεις εκφάνσεις της: ως ωραίο φύλο, γυναίκα του πόθου, ερωμένη, σύντροφο, συνομιλήτρια ή κοινωνικά αδικημένη: ως φεμινίστρια, αλλά και ως συγγενή, μητέρα, κόρη, αδελφή ή εξαδέλφη. Συνυφαίνει μέσα σε αυτές τις εκφάνσεις του θηλυκού το αθόρυβο έργο του χρόνου: τη μοίρα της γήρανσης. Εστιάζει από την αρχή μέχρι το τέλος της εργασίας του στον ισόβιο κλυδωνισμό του άνδρα, στη δίνη που προκαλεί στη ζωή του το πέρασμά της. Η έρευνα αυτή καθοδηγείται από την φαινομενολογική ματιά, στην οποία εισρέουν ως ένα, τόσο οι φιλοσοφικές καταβολές του γράφοντος, όσο και η εντρύφησή του στο ψυχικό.

Δρόμοι και Γειτονιές της Θεσσαλονίκης (μέχρι το 1944)

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μέχρι τον θάνατό του, το 1993, ο Κ. Τομανάς, εκπαιδευτικός το επάγγελμα, στον τομέα των φυσικών και μαθηματικών επιστημών, συγκέντρωνε υλικό για τη ζωή στην παλιά Θεσσαλονίκη. Μετά θάνατον, ο γιός του, Β. Τ., ταξινομεί και εκδίδει κατά ενότητες αυτό το υλικό.
Ο πλέον ογκώδης τόμος αφορά τους δρόμους και τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τη διήγηση της ιστορίας των δρόμων, όπως την φτιάχνουν πρόσωπα και κτίρια, σε μια περίοδο ογδόντα χρόνων. Ένα βιβλίο που, κατά την εκτίμησή μας, διαβάζεται επιλεκτικά, ίσως και γιατί, για τον μη Θεσσαλονικιό, ο φόρτος των πληροφοριών είναι μεγάλος. – Σε μια τέτοια επιλεκτική ανάγνωση, λ.χ., η οδός Εγνατία ξετυλίγεται ως μυθιστόρημα: “Στη γωνία με την οδό Πρασακάκη ήταν, και εξακολουθεί να είναι, το μέγαρο του ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη, που στο ισόγειό του λειτουργούσε το περίφημο καφενείο Χρυσούν Απίδιον. Πριν από την πυρκαγιά του 1917, στη διασταύρωση των οδών Αγίας Σοφίας και Εγνατίας ήταν το σπίτι των πέντε Παπουλιάδων, του Γρηγόρη, του Αλέκου, του Αριστοτέλη (διάσημων χασομέρηδων της εποχής), του Φωκίωνα (που έπαιζε βιολί και διορίστηκε καθηγητής στο Κρατικό Ωδείο το 1916) και του Γιώργου (που ήταν ποιητής.). Θα αναφέρουμε μόνο δυο στίχους, που μας διάβασε με δόση ειρωνείας ο καθηγητής μας των Νέων Ελληνικών Πέτρος Σπανδωνίδης: Τικ-τακ το ωρολόγιον, τικ-τακ και ο σφυγμός μου / και όταν παύσει το τικ-τακ, απέρχομαι του κόσμου. Στη θέση του σπιτιού των Παπουλιάδων χτίστηκε ένα μέγαρο, που στο ισόγειό του εγκαταστάθηκε το φαρμακείο του κυρ Γαβριήλ Πεντζίκη”. (Μάρη Θεοδοσοπούλου, Η ΕΠΟΧΗ, 25/1/1998)

Εγώ, ο Αμάραντος

Σε όλες τις συλλογές των δημοτικών τραγουδιών ανθολογούνται τα βότανα. Τα συναντάμε στα κλέφτικα τραγούδια και στα νανουρίσματα, που πολλά είναι αρχαιότατα βυζαντινά, όπως και στα μοιρολόγια, τα ερωτικά τραγούδια και τις παραλογές, μ’ άλλα λόγια παντού, η παρουσία των βοτάνων, δηλαδή φυτών με φαρμακευτική χρήση, δεν συμβάλλει μόνο στη μουσικότητα και το νοηματικό πλούτο των δημοτικών τραγουδιών. Λέξεις σύνθετες με πρώτο ή δεύτερο συνθετικό κάποιο βότανο, όπως νερατζοφιλημένη και νερατζομάγουλη, πικραπήγανος, τριανταφυλλοκυπάρισσος και μοσκολίβανο, δεν αποτελούν μόνο καλολογικά στοιχεία δείχνουν τη διαχρονικότητα της ονοματοδοσίας των βοτάνων, αφού αποτελούν ένα κωδικοποιημένο αλλά κατανοητό σύστημα επικοινωνίας.

Ελένη, Ανέμιζε το Θειάφι

Πώς και πότε χρησιμοποιούσαν οι ομηρικοί ήρωες το καθαρτήριο θειάφι; Πότε και πώς παρασκεύαζαν και χρησιμοποιούσαν τα αιθέρια και αρωματικά έλαια; Πώς μεταμόρφωσε η Κίρκη τους συντρόφους του Οδυσσέα σε χοίρους; Τι ήταν ο «λωτός» των λωτοφάγων, που έκανε τους ανθρώπους να ξεχνούν τα πάντα για τον εαυτό τους και τη ζωή τους; Ποιος ήταν ο ρόλος των θεραπευτών στα ομηρικά έπη; Στα παραπάνω και σε άλλα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει η γλαφυρά γραμμένη μελέτη της Χριστίνας Φλόκα. Αποτελεί το τρίτο μέρος της τριλογίας που άρχισε να εκδίδεται το 1998, “Η φαρμακογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη”, και συνεχίστηκε το 2003, “Εγώ ο Αμάραντος – Τα βότανα στο δημοτικό τραγούδι”.

Η Καλλιτεχνική Κίνηση στη Θεσσαλονίκη 1885-1944

Από τις λιγοστές υπάρχουσες πηγές και από τις αναμνήσεις των καλλιτεχνών, που δεν είναι πάντα αξιόπιστες και πρέπει να διασταυρώνονται, θα προσπαθήσουμε ν’ ανασυστήσουμε την καλλιτεχνική ζωή της πόλης μας επί μιαν εξηκονταετία. Τα χρόνια που εξετάζουμε, τα Ωδεία δεν είχαν μόνιμη στέγη, τα δε σποραδικά φύλλα των εφημερίδων, που γλίτωσαν από την πυρκαγιά και την Κατοχή, δεν περιλαμβάνουν πάντα τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Φίλοι, κυρίως, και γνωστοί μας βοήθησαν με τις αναμνήσεις τους να καταγράψουμε τα στοιχεία που ακολουθούν. […] Ωδεία, χορωδίες, μουσικοί, τραγουδιστές, τραγούδια που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις: όλα αυτά καταγράφονται αναλυτικά για τα εξήντα χρόνια από το 1885 μέχρι το 1944.

Ο Αληθινός και Μοναδικός Παράδεισος – Η Πρόοδος και οι Επικριτές της

Η αργοπορημένη ανακάλυψη ότι η οικολογία της γης δεν θα υποστήριζε μία απεριόριστη επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων δίνει τη χαριστική βολή στην πίστη στην πρόοδο. Είναι τώρα σαφές ότι μία πιο ισότιμη διανομή του πλούτου απαιτεί συγχρόνως μία δραστική πτώση του βιοτικού επιπέδου που απολαμβάνουν τα πλούσια έθνη και οι προνομιούχες τάξεις. Τα Δυτικά έθνη δεν μπορούν πια να προβάλλουν ως παράδειγμα για τον υπόλοιπο κόσμο το βιοτικό τους επίπεδο και τη φωτισμένη, κριτική και προοδευτική κουλτούρα που συνδέεται στενά μ’ αυτό.

Οι Κάτοικοι της Παλιάς Θεσσαλονίκης

[…] μέσα από τις ζωές των ανθρώπων που έζησαν στην πολύπαθη και ιστορική αυτή πόλη και τις συγκυρίες που τους οδήγησαν σε συγκεκριμένες συνθήκες, ο αναγνώστης θα αντιληφθεί σε βάθος το σύμπλεγμα των ιστορικών εξελίξεων που καθόρισαν τη μορφή των Βαλκανίων ώς τις μέρες μας, πάντα υπό ένα ανθρωπιστικό πρίσμα το οποίο μας θυμίζει συνεχώς ότι οι λαοί δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν μεταξύ τους αν δεν αποφασίσουν για το αντίθετο κάποιοι άλλοι. Ένα γλαφυρό και γραμμένο με πολύ μεράκι βιβλίο, το συνιστώ ανεπιφύλακτα. (Μάριος Δαμουλιάνος, περ. Strange, 2008)

Οι Κινηματογράφοι της Παλιάς Θεσσαλονίκης (1895-1944)

Το βιβλίο μνημονεύει τη σκοτεινή αίθουσα ως ένα από τα τρία στοιχεία απόλαυσης του σινεμά. Αποτελεί φιλόπονο συλλεκτικό έργο ενός πιστού του κινηματογράφου ως λαϊκού θεάματος και ντοκουμέντο ιστορικής έρευνας. Έχει την ψυχή του ευαίσθητου και αλκοολικού θεατή μέσα του και τη σωστική φροντίδα του “ανώνυμου” χρονικογράφου μιας εποχής απ’ έξω του. Αρχίζει με τη γενεαλογία των ονομάτων των αιθουσών της Θεσσαλονίκης. […] Παρεκβαίνει μετά προς την περιοχή των επιγείων θεοτήτων που πέρασαν κι από τη Θεσσαλονίκη “ωραίες και μοιραίες” για την παρηγοριά του λαού και τις στιγμιαίες εξάψεις του. Ρίχνει μερικές σκέψεις του στο χαρτί υπερασπίζοντας την παντομίμα. Παρακολουθεί τα πρώτα βήματα του ελληνικού κινηματογράφου, συμπληρώνοντας τις πληροφορίες του με χαριτωμένα σχόλια, κρίσεις και αναφορές. Τέλος, καταγράφει τις ταινίες που προβλήθηκαν στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1944. Με στοιχεία ξεθαμμένα από βιβλία ξένων στρατιωτικών, λευκώματα κυριών και σκόρπια φύλλα εφημερίδων. Την “υπόθεση” μερικών ταινιών απ’ αυτές την ιστορεί σαν παραμύθι. Ωσότου φτάνει στον Επίλογο με μιαν αίσθηση, θα λέγαμε, πληρότητας και κορεσμού του αφηγητή που έκανε το παν για να τροφοδοτήσει τη ροή του λόγου του με οποιοδήποτε υλικό μπορούσε να παρασύρει προς την εκβολή του. Μιλώντας περισσότερο παρά γράφοντας, ο Κώστας Τομανάς μπορεί να ονομαστεί ο λαϊκός κι εμπειρικός κοινωνιολόγος του σινεμά και συγχρόνως ο γνήσιος υπερασπιστής της κινηματογραφικής αίθουσας. (Νίκος Κολοβός, περιοδικό Διαβάζω, 25/5/1994)

Οι Πλατείες της Θεσσαλονίκης (μέχρι το 1944)

Οι πλατείες της Θεσσαλονίκης ήταν οι τόποι συνάθροισης και συνάντησης των ανθρώπων, και όχι απλώς οι χώροι σύγκλισης των οδικών αρτηριών, όπως σήμερα. Με τα λίγα που γράφουμε περιγράφοντας τις πλατείες της πόλης μας μέχρι το 1944, προσπαθούμε να διατηρήσουμε ζωντανές τις αναμνήσεις στους παλιούς, αλλά και να δείξουμε στους νεότερους ότι η ζωή ήταν κάποτε διαφορετική.

Οι Ταβέρνες της Παλιάς Θεσσαλονίκης

Από τον Μεσαίωνα ακόμα, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, τα χάνια, τα χαμαιτυπεία και οι ταβέρνες βρίσκονταν έξω από τα τείχη των πόλεων, κοντά στις πύλες. Όταν εξέλιπε η ανάγκη της προστασίας των πόλεων με τείχη, τα ευαγή αυτά ιδρύματα μεταφέρθηκαν μέσα σης πόλεις και κατά προτίμηση στις αγορές, εκεί που κυκλοφορούσε πολύς κόσμος. Στην αρχή τα χάνια ήταν συνάμα και μπουρδέλα και ταβέρνες, αλλά με τον καιρό οι καινούριες συνθήκες ζωής επέφεραν το διαχωρισμό τους. Τα μπουρδέλα έμειναν έξω από τις πόλεις, τα χάνια άρχισαν να λειτουργούν στις ακραίες συνοικίες, πάντοτε όμως κοντά στις οδούς επικοινωνίας της πόλης με την ύπαιθρο, και οι ταβέρνες στα πιο πολυσύχναστα μέρη των αστικών κέντρων.

Εδώ στη Σαλονίκη οι πιο πολλές ταβέρνες βρίσκονταν στο Βαρδάρη και, όπως αναφέρει ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή που πέρασε από την πόλη μας στα 1668, υπήρχαν τότε στη Σαλονίκη τριακόσιες σαράντα οκτώ ταβέρνες και καπηλειά. Στις αρχές του 19ου αιώνα σ” όλο το μήκος της οδού που θα ονομαστεί αργότερα Εγνατία υπήρχαν υπόγειες ταβέρνες, που σ” αυτές έπιναν τα ρακιά τους οι Τούρκοι για να μη τους βλέπουν οι ραγιάδες. Για τις ταβέρνες που ήταν γύρω από την Καμάρα, η παράδοση αναφέρει ότι οι ιδιοκτήτες τους ξεμονάχιαζαν τους γενίτσαρους, τους μεθούσαν και τους έριχναν στους βόθρους. Θα πείτε: γιατί οι ταβερνιάρηδες, κατά κανόνα άνθρωποι αγαθοί, γίνονταν φονιάδες; Η αφόρητη τρομοκρατία που ασκούσαν οι γενίτσαροι και η εκμετάλλευση των χριστιανών είχε ξεπεράσει κάθε όριο και οι ραγιάδες, μη μπορώντας να τους πολεμήσουν τους Τούρκους μ” άλλο τρόπο, τους εξαφάνιζαν ρίχνοντάς τους στους βόθρους των μαγαζιών τους χωρίς ν” αφήνουν ίχνη.

Παραμύθια των Ρομά – Ε Πουρανε Μπροσα

«Είμαι Τσιγγάνος», της είπε ο βασιλιάς, «σ’ αυτόν τον τόπο έχω βαρεθεί τη ζωή μου. Εσύ που είσαι αγράμματη αλλά σοφή. Εσύ που είσαι πεντάφτωχη, αλλά έχεις ξάστερο και ακονισμένο μυαλό. Που δεν έχεις τίποτα, αλλά έχεις κέφι και καρδιά. Πες μου αν ξέρεις κάτι σημαντικό που να ξυπνήσει την ψυχή μου. Που να είναι στ’ αλήθεια όμορφο, χωρίς η ομορφιά του να σκανδαλίζει. Κάτι που να έχει το μυστικό άρωμα της αρετής, χωρίς τη συνηθισμένη βλακεία της διδασκαλίας. Κάτι που να είναι αληθινά σοφό και απλό, χωρίς ωστόσο τυλιγμένο στα φανταχτερά κουρέλια της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Κάτι που να είναι ευχάριστο σαν την καινούργια φιλενάδα αλλά όχι κουραστικό σαν τη σύζυγο. Ούτε βέβαια ανατριχιαστικό σαν την πεθερά. Κάτι που να σε μεθάει σαν το παλιό αγνό κρασί χωρίς να σου θολώνει το μυαλό. Κάτι που αρέσει στους πλούσιους όσο και στους φτωχούς, στους τίμιους όσο και στους κατεργάρηδες. Κάτι που να μη βάζει σε σκοτούρες τον βασιλιά και την κυβέρνηση. Ούτε και τον λαό σε αναταραχές. Κάτι που να γοητεύει. Ν’ αποκοιμίζει μωρά στα γόνατα της γιαγιάς τους. Ν’ αρέσει στ’ αγόρια όσο και στα κορίτσια. Να το ακούνε με την ίδια ευχαρίστηση οι άντρες όσο και οι γυναίκες, οι σπουδασμένοι, οι μυαλωμένοι όσο και οι ασπούδαστοι και οι αγράμματοι, οι ονειροπαρμένοι. Κάτι που για το χατίρι του να παρατάνε στη μέση τη δουλειά τους οι νοικοκυρές. Να αποξεχνάνε τα κορίτσια τη βαρέλα τους στη βρύση. Να λησμονούν το ψωμί τους στον φούρνο. Να αφήνουν να καίγεται το φαγητό τους στη φωτιά. Κάτι που να μαγεύει τις γριές και τους γερόντους. Να ακούγεται με την ίδια ξενοιασιά τόσο τη νύχτα όσο και τη μέρα.»
Τότε όλοι τριγύρω σώπασαν. Κρατάνε την αναπνοή τους. Θάμασαν τη σοφία του βασιλιά. Αλλά από μέσα τους σκέφθηκαν: «Ζητάει κάτι ο βασιλιάς, κάτι που δεν υπάρχει!»
Η γριά Τσιγγάνα Ταμάρα χαμογέλασε. «Κατάλαβα», είπε, «βασιλιά, τι ζητάς, ζητάς, πολυχρονεμένε μου αφέντη, να σου πω ωραία παραμύθια».

Στον Μικρόκοσμο του Mall

Τι είναι ένα shopping mall; Σύγχρονο εμπορικό και ψυχαγωγικό κέντρο; Ιδιωτικός χώρος μαζικής χρήσης; Νέου τύπου ημι-δημόσιος χώρος; Σκηνή του σύγχρονου καταναλωτή;
Το shopping mall είναι όλα αυτά και κάτι παραπάνω. Είναι ένας μικρόκοσμος. Είναι τόπος που πραγματώνει την ουτοπία του εμπορευματικού πολιτισμού. Είναι τόπος που “εδαφικοποιεί” την καταναλωτική τάξη ή αλλιώς την τάξη του κόσμου του εμπορεύματος. Το mall προτείνει μια εμπειρία του κοινωνικού χώρου καθαρή, αποκλειστικά εμπορευματική και θεαματική. Ως αύταρκες, μονωμένο, καθαρό περιβάλλον προτείνει την πόλη του εμπορευματικού πολιτισμού, όπως “θα έπρεπε να είναι”. Καθαρή, αφηρημένη, μυστικοποιημένη, όπως το εμπόρευμα. Αυτή τη μορφή σχέσης προωθεί το mall όσον αφορά την εμπειρία της περιπλάνησης, την καταναλωτική πρακτική και εμπειρία, καθώς και την εργασία εντός του.
Στη μελέτη μας, μέσα από την κοινωνικο-χωρική διαλεκτική προσέγγιση, επιχειρείται η διερεύνηση και η ανάλυση του τρόπου συγκρότησης της ταυτότητας του χώρου και της ταυτότητας των “κατοίκων – καταναλωτών”. Η ταυτότητα του χώρου και η ταυτότητα των καταναλωτών βρίσκονται σε μια διαρκή, διαλεκτική διαδικασία κατεργασίας και -από ό,τι φαίνεται- επιβεβαίωσης και αναπαραγωγής της καταναλωτικής κουλτούρας. Με άλλα λόγια, διαπιστώνεται ότι ο καταναλωτής στο mall, μέσω της επιτέλεσης του ρόλου του και μέσω του “καταναλωτικού βιώματος”, βρίσκει ένα (μικρο)κόσμο όπως “θα ήθελε να είναι”, καθαρό, εν τάξει, ασφαλή, ονειρικό, μαγικό. Μια εντοπισμένη “ουτοπία”, όπου το θέαμα, ως “κοινωνική σχέση ατόμων διαμεσολαβούμενη από τις εικόνες” (Γκυ Ντεμπόρ), αποκτά την πιο καθαρή μορφή του και συνιστά το πρότυπο της καταναλωτικής εμπειρίας και οργάνωσης της εργασίας σε αυτό τον μικρόκοσμο.

Σύμμεικτα Ιστορικά και Λαογραφικά για τη Γλώσσα της Σκοπέλου (17ος – 19ος αι.)

Η μελέτη αυτή είναι από τις μοναδικές που ασχολούνται αποκλειστικά με την ιστορία και τον λαϊκό πολιτισμό του χωριού Γλώσσα, ενός δηλαδή από τα τρία άλλα χωριά, τα οποία μαζί με τη Χώρα απαρτίζουν το νησί της Σκοπέλου. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσω πώς αυτά που αναγράφονται στην παρούσα δεν είναι η Ιστορία της Γλώσσας τη χρονική περίοδο που προσδιορίστηκε, αλλά κάποιες πτυχές της. Κι αυτό επειδή απαιτείται μεγάλη και πολυχρόνια έρευνα στις αδημοσίευτες κυρίως πηγές, κάτι που χρειάζεται τη συνδρομή πολλών ενδιαφερομένων για την ιστορία και τη λαογραφία του τόπου τους. Έτσι, η μελέτη αυτή είναι, θα μπορούσα να ισχυριστώ, κάτι σαν την πρώτη μαγιά, ώστε να υπάρξει στο μέλλον μια πιο εκτενής και ακριβής μελέτη, η οποία με προσοχή και σεβασμό στις πηγές θα κοιτάξει να παραδώσει στις γενιές του 21ου αι. την ιστορία του χωριού τους ή και όλης της περιοχής, η οποία σε πολλά σημεία έχει μιαν ιδιοπροσωπία ξεχωριστή από αυτήν της Χώρας, γι’ αυτό και απαιτείται να σημειωθούν οι διαφορές και οι αιτίες που τις προκάλεσαν ιδιαίτερα στον λαϊκό πολιτισμό.

1 2