Λαογραφία

Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1921-1944)

Από δημοσιεύματα των εφημερίδων αλλά και από τις προσωπικές αναμνήσεις του συγγραφέα παρακολουθούμε και με τις πολλές φωτογραφίες της εποχής αποκτούμε μιαν εικόνα των μεγάλων και μικρών γεγονότων των χρόνων 1921-1944: ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης, εγκατάσταση των προσφύγων, στρατιωτικά κινήματα, εργατικοί και φοιτητικοί αγώνες, Τεταρταυγουστιανή δικτατορία, πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, εξόντωση των εβραίων συμπολιτών μας από τους χιτλερικούς, απελευθέρωση. Η Θεσσαλονίκη αλλάζει όψη, αλλά κι οι θεσσαλονικιοί ιδέες: φουντώνουν οι προοδευτικές οργανώσεις, αλλά και τα εθνικιστικά σωματεία, πράγμα που οδηγεί στα γεγονότα του Μάη του 1936, αλλά και στον εμπρησμό του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ. Παρενθετικά, ο συγγραφέας αναφέρεται αναλυτικά σε τρεις μεγάλους θεσμούς της πόλης μας, που δημιουργούνται τότε: Χ.Α.Ν.Θ., Δ.Ε.Θ., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.

Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920)

Το 1875 κυκλοφορεί στην πόλη μας η πρώτη ελληνική εφημερίδα, “η εμπορική γαζέτα Ερμής”. Από τις στήλες της παρακολουθούμε τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας. Μετά από το 1900, κυκλοφορούν και άλλες ελληνικές εφημερίδες, δυσεύρετες έως ανεύρετες σήμερα, που μας βοηθούν να συμπληρώσουμε την εικόνα της ζωής στην πόλη. Παρακολουθούμε και, με τις πάνω από εκατό φωτογραφίες, επεξηγούμε και συμπληρώνουμε όχι μόνο την εξιστόρηση γεγονότων όπως η σφαγή των προξένων, η επανάσταση του Λιτόχωρου, η πυρκαγιά του 1890, ο Μακεδονικός Αγώνας, η επανάσταση των Νεότουρκων, η επιδημία χολέρας, η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον τουρκικό ζυγό, η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου, η εγκατάσταση της Ανατολικής Στρατιάς, η αναγόρευση της πόλης μας σε πρωτεύουσα του δεύτερου ελληνικού κράτους, η μεγάλη πυρκαγιά του 1917, η απομάκρυνση του Βενιζέλου από την κυβέρνηση, οι απαρχές της Μικρασιατικής καταστροφής, αλλά παρουσιάζουμε και την καθημερινή ζωή και τις αλλαγές στις συνθήκες της (τραμ, ηλεκτροφωτισμός κλπ.).

Το Θέατρο της Ιστορίας

Το βιβλίο αυτό, όπως κάθε βιβλίο, είναι προϊόν συνεργασίας. Τα κείμενα έγραψε η Άννα Βιδάλη και ο Θανάσης Παπιώτης έκανε τα σχέδια. Όμως συμμετείχαν κυρίως σ’ αυτό οι γυναίκες και οι άνδρες που κατέθεσαν τις ιστορίες τους.
Αποτελείται από τρία μέρη.
– Το πρώτο ασχολείται με το θέατρο και το τι σημαίνει για μια κοινότητα να διαλέγει και να ανεβάζει ένα θεατρικό έργο. Τη σχέση που έχουν μεταξύ τους οι ηθοποιοί και οι θεατές, οι διάφοροι άλλοι παράγοντες της θεατρικής παράστασης.
– Το δεύτερο μέρος αφορά τις γυναίκες και το πώς βιώνουν διάφορους σταθμούς στη ζωή τους: την παιδική ηλικία, την εφηβεία και το επάγγελμα.
– Το τρίτο μέρος αφορά την Ιστορία, ιδιαίτερα μια Ιστορία που έχει τραυματικές επιπτώσεις σ’ αυτούς που την βιώνουν. Το τραύμα και τις θλιβερές συνέπειές του στη μετέπειτα ζωή, το πετρωμένο πένθος και τη διεργασία του πένθους.

Το Θέατρο στην Παλιά Θεσσαλονίκη

Από το 1870 μέχρι το 1944, η θεατρική παιδεία και η θεατρική κίνηση στη Θεσσαλονίκη συμβαδίζει με τη γενική ιστορική πορεία της πόλης. Την ιστορία αυτών των εβδομήντα πέντε χρόνων αφηγείται το βιβλίο αυτό. Καταγράφει λεπτομερειακά τους θιάσους που πέρασαν από την πόλη, τους ηθοποιούς που τους απάρτιζαν, τα έργα που παρουσίασαν, καθώς και τις θεατρικές αίθουσες της πόλης, σε συνδυασμό με τα γενικότερα ιστορικά γεγονότα της περιόδου.

Τελευταίοι Προλετάριοι

Τουλάχιστον για ένα πράγμα θα είμαστε περήφανοι και αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο στην ανθρωπότητα. Μεγαλώσαμε με τα δικά μας χέρια, με το δικό μας μυαλό, με τον δικό μας ιδρώτα και ποτέ, μα ποτέ, δεν εκμεταλλευτήκαμε κανέναν και καμία. Και όλα αυτά γιατί απλά αγαπήσαμε, πιστέψαμε και ποντάραμε στον άνθρωπο.

Τα Σχολεία της Θεσσαλονίκης (μέχρι το 1944)

Δημοτικά σχολεία, γυμνάσια, δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, ελληνικά και ξένα, τα πρώτα φροντιστήρια. Ιστορικά στοιχεία και αναμνήσεις του συγγραφέα, δίνουν μια εικόνα της παιδείας στην πόλη μας μέχρι το 1944.

Τα Καφενεία της Παλιάς Θεσσαλονίκης

Η ζωή των Σαλονικιών, οι χαρές και οι λύπες τους, οι αγώνες και οι αγωνίες τους περιγράφονται χωρίς φιοριτούρες και ψευτοπατριωτικές εξάρσεις που είναι πάντα ύποπτες – κι από τον τρόπο της περιγραφής αποκαλύπτεται ο μικρός ή μεγάλος ρόλος που έπαιξαν τόσο οι επώνυμοι όσο και ο απλός κόσμος σε γεγονότα που σημάδεψαν την τύχη της πόλης, της Μακεδονίας και όλης της Ελλάδας.

Συναισθηματική Τοπογραφία

Ο ομότιμος καθηγητής της Αρχιτεκτονικής του Α.Π.Θ. Νικόλαος Μουτσόπουλος, ο σοφός δάσκαλος, με λόγο γλαφυρό και ουσιαστικό, που διανθίζεται από ιστορικά στοιχεία, μύθους και παραδόσεις, μας ταξιδεύει στον μυστικό κόσμο της Πρέσπας, στο λιμνογέννητο νησί του Αγίου Αχιλλείου, στους βυζαντινούς ναούς και στα ασκηταριά της λίμνης. Κι ακόμη, σε κάστρα και καταφύγια του ελληνισμού, στα Αμπελάκια των Τεμπών και στη Θράκη, στην αρχαία πόλη της Λήμνου Χρυσή, στα Δρακόσπιτα της Εύβοιας, στην Αγιά Σοφιά της Κωνσταντινούπολης, στα μοναστήρια του Άθω. (Γ.Ε.Β., ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 9/7/2002)

Σύμμεικτα Ιστορικά και Λαογραφικά για τη Γλώσσα της Σκοπέλου (17ος – 19ος αι.)

Η μελέτη αυτή είναι από τις μοναδικές που ασχολούνται αποκλειστικά με την ιστορία και τον λαϊκό πολιτισμό του χωριού Γλώσσα, ενός δηλαδή από τα τρία άλλα χωριά, τα οποία μαζί με τη Χώρα απαρτίζουν το νησί της Σκοπέλου. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσω πώς αυτά που αναγράφονται στην παρούσα δεν είναι η Ιστορία της Γλώσσας τη χρονική περίοδο που προσδιορίστηκε, αλλά κάποιες πτυχές της. Κι αυτό επειδή απαιτείται μεγάλη και πολυχρόνια έρευνα στις αδημοσίευτες κυρίως πηγές, κάτι που χρειάζεται τη συνδρομή πολλών ενδιαφερομένων για την ιστορία και τη λαογραφία του τόπου τους. Έτσι, η μελέτη αυτή είναι, θα μπορούσα να ισχυριστώ, κάτι σαν την πρώτη μαγιά, ώστε να υπάρξει στο μέλλον μια πιο εκτενής και ακριβής μελέτη, η οποία με προσοχή και σεβασμό στις πηγές θα κοιτάξει να παραδώσει στις γενιές του 21ου αι. την ιστορία του χωριού τους ή και όλης της περιοχής, η οποία σε πολλά σημεία έχει μιαν ιδιοπροσωπία ξεχωριστή από αυτήν της Χώρας, γι’ αυτό και απαιτείται να σημειωθούν οι διαφορές και οι αιτίες που τις προκάλεσαν ιδιαίτερα στον λαϊκό πολιτισμό.

Στον Μικρόκοσμο του Mall

Τι είναι ένα shopping mall; Σύγχρονο εμπορικό και ψυχαγωγικό κέντρο; Ιδιωτικός χώρος μαζικής χρήσης; Νέου τύπου ημι-δημόσιος χώρος; Σκηνή του σύγχρονου καταναλωτή;
Το shopping mall είναι όλα αυτά και κάτι παραπάνω. Είναι ένας μικρόκοσμος. Είναι τόπος που πραγματώνει την ουτοπία του εμπορευματικού πολιτισμού. Είναι τόπος που “εδαφικοποιεί” την καταναλωτική τάξη ή αλλιώς την τάξη του κόσμου του εμπορεύματος. Το mall προτείνει μια εμπειρία του κοινωνικού χώρου καθαρή, αποκλειστικά εμπορευματική και θεαματική. Ως αύταρκες, μονωμένο, καθαρό περιβάλλον προτείνει την πόλη του εμπορευματικού πολιτισμού, όπως “θα έπρεπε να είναι”. Καθαρή, αφηρημένη, μυστικοποιημένη, όπως το εμπόρευμα. Αυτή τη μορφή σχέσης προωθεί το mall όσον αφορά την εμπειρία της περιπλάνησης, την καταναλωτική πρακτική και εμπειρία, καθώς και την εργασία εντός του.
Στη μελέτη μας, μέσα από την κοινωνικο-χωρική διαλεκτική προσέγγιση, επιχειρείται η διερεύνηση και η ανάλυση του τρόπου συγκρότησης της ταυτότητας του χώρου και της ταυτότητας των “κατοίκων – καταναλωτών”. Η ταυτότητα του χώρου και η ταυτότητα των καταναλωτών βρίσκονται σε μια διαρκή, διαλεκτική διαδικασία κατεργασίας και -από ό,τι φαίνεται- επιβεβαίωσης και αναπαραγωγής της καταναλωτικής κουλτούρας. Με άλλα λόγια, διαπιστώνεται ότι ο καταναλωτής στο mall, μέσω της επιτέλεσης του ρόλου του και μέσω του “καταναλωτικού βιώματος”, βρίσκει ένα (μικρο)κόσμο όπως “θα ήθελε να είναι”, καθαρό, εν τάξει, ασφαλή, ονειρικό, μαγικό. Μια εντοπισμένη “ουτοπία”, όπου το θέαμα, ως “κοινωνική σχέση ατόμων διαμεσολαβούμενη από τις εικόνες” (Γκυ Ντεμπόρ), αποκτά την πιο καθαρή μορφή του και συνιστά το πρότυπο της καταναλωτικής εμπειρίας και οργάνωσης της εργασίας σε αυτό τον μικρόκοσμο.

Παραμύθια των Ρομά – Ε Πουρανε Μπροσα

«Είμαι Τσιγγάνος», της είπε ο βασιλιάς, «σ’ αυτόν τον τόπο έχω βαρεθεί τη ζωή μου. Εσύ που είσαι αγράμματη αλλά σοφή. Εσύ που είσαι πεντάφτωχη, αλλά έχεις ξάστερο και ακονισμένο μυαλό. Που δεν έχεις τίποτα, αλλά έχεις κέφι και καρδιά. Πες μου αν ξέρεις κάτι σημαντικό που να ξυπνήσει την ψυχή μου. Που να είναι στ’ αλήθεια όμορφο, χωρίς η ομορφιά του να σκανδαλίζει. Κάτι που να έχει το μυστικό άρωμα της αρετής, χωρίς τη συνηθισμένη βλακεία της διδασκαλίας. Κάτι που να είναι αληθινά σοφό και απλό, χωρίς ωστόσο τυλιγμένο στα φανταχτερά κουρέλια της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Κάτι που να είναι ευχάριστο σαν την καινούργια φιλενάδα αλλά όχι κουραστικό σαν τη σύζυγο. Ούτε βέβαια ανατριχιαστικό σαν την πεθερά. Κάτι που να σε μεθάει σαν το παλιό αγνό κρασί χωρίς να σου θολώνει το μυαλό. Κάτι που αρέσει στους πλούσιους όσο και στους φτωχούς, στους τίμιους όσο και στους κατεργάρηδες. Κάτι που να μη βάζει σε σκοτούρες τον βασιλιά και την κυβέρνηση. Ούτε και τον λαό σε αναταραχές. Κάτι που να γοητεύει. Ν’ αποκοιμίζει μωρά στα γόνατα της γιαγιάς τους. Ν’ αρέσει στ’ αγόρια όσο και στα κορίτσια. Να το ακούνε με την ίδια ευχαρίστηση οι άντρες όσο και οι γυναίκες, οι σπουδασμένοι, οι μυαλωμένοι όσο και οι ασπούδαστοι και οι αγράμματοι, οι ονειροπαρμένοι. Κάτι που για το χατίρι του να παρατάνε στη μέση τη δουλειά τους οι νοικοκυρές. Να αποξεχνάνε τα κορίτσια τη βαρέλα τους στη βρύση. Να λησμονούν το ψωμί τους στον φούρνο. Να αφήνουν να καίγεται το φαγητό τους στη φωτιά. Κάτι που να μαγεύει τις γριές και τους γερόντους. Να ακούγεται με την ίδια ξενοιασιά τόσο τη νύχτα όσο και τη μέρα.»
Τότε όλοι τριγύρω σώπασαν. Κρατάνε την αναπνοή τους. Θάμασαν τη σοφία του βασιλιά. Αλλά από μέσα τους σκέφθηκαν: «Ζητάει κάτι ο βασιλιάς, κάτι που δεν υπάρχει!»
Η γριά Τσιγγάνα Ταμάρα χαμογέλασε. «Κατάλαβα», είπε, «βασιλιά, τι ζητάς, ζητάς, πολυχρονεμένε μου αφέντη, να σου πω ωραία παραμύθια».

Οι Ταβέρνες της Παλιάς Θεσσαλονίκης

Από τον Μεσαίωνα ακόμα, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, τα χάνια, τα χαμαιτυπεία και οι ταβέρνες βρίσκονταν έξω από τα τείχη των πόλεων, κοντά στις πύλες. Όταν εξέλιπε η ανάγκη της προστασίας των πόλεων με τείχη, τα ευαγή αυτά ιδρύματα μεταφέρθηκαν μέσα σης πόλεις και κατά προτίμηση στις αγορές, εκεί που κυκλοφορούσε πολύς κόσμος. Στην αρχή τα χάνια ήταν συνάμα και μπουρδέλα και ταβέρνες, αλλά με τον καιρό οι καινούριες συνθήκες ζωής επέφεραν το διαχωρισμό τους. Τα μπουρδέλα έμειναν έξω από τις πόλεις, τα χάνια άρχισαν να λειτουργούν στις ακραίες συνοικίες, πάντοτε όμως κοντά στις οδούς επικοινωνίας της πόλης με την ύπαιθρο, και οι ταβέρνες στα πιο πολυσύχναστα μέρη των αστικών κέντρων.

Εδώ στη Σαλονίκη οι πιο πολλές ταβέρνες βρίσκονταν στο Βαρδάρη και, όπως αναφέρει ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή που πέρασε από την πόλη μας στα 1668, υπήρχαν τότε στη Σαλονίκη τριακόσιες σαράντα οκτώ ταβέρνες και καπηλειά. Στις αρχές του 19ου αιώνα σ” όλο το μήκος της οδού που θα ονομαστεί αργότερα Εγνατία υπήρχαν υπόγειες ταβέρνες, που σ” αυτές έπιναν τα ρακιά τους οι Τούρκοι για να μη τους βλέπουν οι ραγιάδες. Για τις ταβέρνες που ήταν γύρω από την Καμάρα, η παράδοση αναφέρει ότι οι ιδιοκτήτες τους ξεμονάχιαζαν τους γενίτσαρους, τους μεθούσαν και τους έριχναν στους βόθρους. Θα πείτε: γιατί οι ταβερνιάρηδες, κατά κανόνα άνθρωποι αγαθοί, γίνονταν φονιάδες; Η αφόρητη τρομοκρατία που ασκούσαν οι γενίτσαροι και η εκμετάλλευση των χριστιανών είχε ξεπεράσει κάθε όριο και οι ραγιάδες, μη μπορώντας να τους πολεμήσουν τους Τούρκους μ” άλλο τρόπο, τους εξαφάνιζαν ρίχνοντάς τους στους βόθρους των μαγαζιών τους χωρίς ν” αφήνουν ίχνη.

Οι Πλατείες της Θεσσαλονίκης (μέχρι το 1944)

Οι πλατείες της Θεσσαλονίκης ήταν οι τόποι συνάθροισης και συνάντησης των ανθρώπων, και όχι απλώς οι χώροι σύγκλισης των οδικών αρτηριών, όπως σήμερα. Με τα λίγα που γράφουμε περιγράφοντας τις πλατείες της πόλης μας μέχρι το 1944, προσπαθούμε να διατηρήσουμε ζωντανές τις αναμνήσεις στους παλιούς, αλλά και να δείξουμε στους νεότερους ότι η ζωή ήταν κάποτε διαφορετική.

Οι Κινηματογράφοι της Παλιάς Θεσσαλονίκης (1895-1944)

Το βιβλίο μνημονεύει τη σκοτεινή αίθουσα ως ένα από τα τρία στοιχεία απόλαυσης του σινεμά. Αποτελεί φιλόπονο συλλεκτικό έργο ενός πιστού του κινηματογράφου ως λαϊκού θεάματος και ντοκουμέντο ιστορικής έρευνας. Έχει την ψυχή του ευαίσθητου και αλκοολικού θεατή μέσα του και τη σωστική φροντίδα του “ανώνυμου” χρονικογράφου μιας εποχής απ’ έξω του. Αρχίζει με τη γενεαλογία των ονομάτων των αιθουσών της Θεσσαλονίκης. […] Παρεκβαίνει μετά προς την περιοχή των επιγείων θεοτήτων που πέρασαν κι από τη Θεσσαλονίκη “ωραίες και μοιραίες” για την παρηγοριά του λαού και τις στιγμιαίες εξάψεις του. Ρίχνει μερικές σκέψεις του στο χαρτί υπερασπίζοντας την παντομίμα. Παρακολουθεί τα πρώτα βήματα του ελληνικού κινηματογράφου, συμπληρώνοντας τις πληροφορίες του με χαριτωμένα σχόλια, κρίσεις και αναφορές. Τέλος, καταγράφει τις ταινίες που προβλήθηκαν στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1944. Με στοιχεία ξεθαμμένα από βιβλία ξένων στρατιωτικών, λευκώματα κυριών και σκόρπια φύλλα εφημερίδων. Την “υπόθεση” μερικών ταινιών απ’ αυτές την ιστορεί σαν παραμύθι. Ωσότου φτάνει στον Επίλογο με μιαν αίσθηση, θα λέγαμε, πληρότητας και κορεσμού του αφηγητή που έκανε το παν για να τροφοδοτήσει τη ροή του λόγου του με οποιοδήποτε υλικό μπορούσε να παρασύρει προς την εκβολή του. Μιλώντας περισσότερο παρά γράφοντας, ο Κώστας Τομανάς μπορεί να ονομαστεί ο λαϊκός κι εμπειρικός κοινωνιολόγος του σινεμά και συγχρόνως ο γνήσιος υπερασπιστής της κινηματογραφικής αίθουσας. (Νίκος Κολοβός, περιοδικό Διαβάζω, 25/5/1994)

Οι Κάτοικοι της Παλιάς Θεσσαλονίκης

[…] μέσα από τις ζωές των ανθρώπων που έζησαν στην πολύπαθη και ιστορική αυτή πόλη και τις συγκυρίες που τους οδήγησαν σε συγκεκριμένες συνθήκες, ο αναγνώστης θα αντιληφθεί σε βάθος το σύμπλεγμα των ιστορικών εξελίξεων που καθόρισαν τη μορφή των Βαλκανίων ώς τις μέρες μας, πάντα υπό ένα ανθρωπιστικό πρίσμα το οποίο μας θυμίζει συνεχώς ότι οι λαοί δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν μεταξύ τους αν δεν αποφασίσουν για το αντίθετο κάποιοι άλλοι. Ένα γλαφυρό και γραμμένο με πολύ μεράκι βιβλίο, το συνιστώ ανεπιφύλακτα. (Μάριος Δαμουλιάνος, περ. Strange, 2008)

Ο Αληθινός και Μοναδικός Παράδεισος – Η Πρόοδος και οι Επικριτές της

Η αργοπορημένη ανακάλυψη ότι η οικολογία της γης δεν θα υποστήριζε μία απεριόριστη επέκταση των παραγωγικών δυνάμεων δίνει τη χαριστική βολή στην πίστη στην πρόοδο. Είναι τώρα σαφές ότι μία πιο ισότιμη διανομή του πλούτου απαιτεί συγχρόνως μία δραστική πτώση του βιοτικού επιπέδου που απολαμβάνουν τα πλούσια έθνη και οι προνομιούχες τάξεις. Τα Δυτικά έθνη δεν μπορούν πια να προβάλλουν ως παράδειγμα για τον υπόλοιπο κόσμο το βιοτικό τους επίπεδο και τη φωτισμένη, κριτική και προοδευτική κουλτούρα που συνδέεται στενά μ’ αυτό.

1 2