Λαογραφία

Συναισθηματική Τοπογραφία

Ο ομότιμος καθηγητής της Αρχιτεκτονικής του Α.Π.Θ. Νικόλαος Μουτσόπουλος, ο σοφός δάσκαλος, με λόγο γλαφυρό και ουσιαστικό, που διανθίζεται από ιστορικά στοιχεία, μύθους και παραδόσεις, μας ταξιδεύει στον μυστικό κόσμο της Πρέσπας, στο λιμνογέννητο νησί του Αγίου Αχιλλείου, στους βυζαντινούς ναούς και στα ασκηταριά της λίμνης. Κι ακόμη, σε κάστρα και καταφύγια του ελληνισμού, στα Αμπελάκια των Τεμπών και στη Θράκη, στην αρχαία πόλη της Λήμνου Χρυσή, στα Δρακόσπιτα της Εύβοιας, στην Αγιά Σοφιά της Κωνσταντινούπολης, στα μοναστήρια του Άθω. (Γ.Ε.Β., ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 9/7/2002)

Ελένη, Ανέμιζε το Θειάφι

Πώς και πότε χρησιμοποιούσαν οι ομηρικοί ήρωες το καθαρτήριο θειάφι; Πότε και πώς παρασκεύαζαν και χρησιμοποιούσαν τα αιθέρια και αρωματικά έλαια; Πώς μεταμόρφωσε η Κίρκη τους συντρόφους του Οδυσσέα σε χοίρους; Τι ήταν ο «λωτός» των λωτοφάγων, που έκανε τους ανθρώπους να ξεχνούν τα πάντα για τον εαυτό τους και τη ζωή τους; Ποιος ήταν ο ρόλος των θεραπευτών στα ομηρικά έπη; Στα παραπάνω και σε άλλα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει η γλαφυρά γραμμένη μελέτη της Χριστίνας Φλόκα. Αποτελεί το τρίτο μέρος της τριλογίας που άρχισε να εκδίδεται το 1998, “Η φαρμακογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη”, και συνεχίστηκε το 2003, “Εγώ ο Αμάραντος – Τα βότανα στο δημοτικό τραγούδι”.

Εγώ, ο Αμάραντος

Σε όλες τις συλλογές των δημοτικών τραγουδιών ανθολογούνται τα βότανα. Τα συναντάμε στα κλέφτικα τραγούδια και στα νανουρίσματα, που πολλά είναι αρχαιότατα βυζαντινά, όπως και στα μοιρολόγια, τα ερωτικά τραγούδια και τις παραλογές, μ’ άλλα λόγια παντού, η παρουσία των βοτάνων, δηλαδή φυτών με φαρμακευτική χρήση, δεν συμβάλλει μόνο στη μουσικότητα και το νοηματικό πλούτο των δημοτικών τραγουδιών. Λέξεις σύνθετες με πρώτο ή δεύτερο συνθετικό κάποιο βότανο, όπως νερατζοφιλημένη και νερατζομάγουλη, πικραπήγανος, τριανταφυλλοκυπάρισσος και μοσκολίβανο, δεν αποτελούν μόνο καλολογικά στοιχεία δείχνουν τη διαχρονικότητα της ονοματοδοσίας των βοτάνων, αφού αποτελούν ένα κωδικοποιημένο αλλά κατανοητό σύστημα επικοινωνίας.

Γυναίκα – Ένα Όνειρο από την Αρχή

Ο Διονύσιος Βάγιας εξερευνά την terra incognita – τη γυναίκα, σε πολλές ουσιώδεις εκφάνσεις της: ως ωραίο φύλο, γυναίκα του πόθου, ερωμένη, σύντροφο, συνομιλήτρια ή κοινωνικά αδικημένη: ως φεμινίστρια, αλλά και ως συγγενή, μητέρα, κόρη, αδελφή ή εξαδέλφη. Συνυφαίνει μέσα σε αυτές τις εκφάνσεις του θηλυκού το αθόρυβο έργο του χρόνου: τη μοίρα της γήρανσης. Εστιάζει από την αρχή μέχρι το τέλος της εργασίας του στον ισόβιο κλυδωνισμό του άνδρα, στη δίνη που προκαλεί στη ζωή του το πέρασμά της. Η έρευνα αυτή καθοδηγείται από την φαινομενολογική ματιά, στην οποία εισρέουν ως ένα, τόσο οι φιλοσοφικές καταβολές του γράφοντος, όσο και η εντρύφησή του στο ψυχικό.

Οι Ταβέρνες της Παλιάς Θεσσαλονίκης

Από τον Μεσαίωνα ακόμα, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, τα χάνια, τα χαμαιτυπεία και οι ταβέρνες βρίσκονταν έξω από τα τείχη των πόλεων, κοντά στις πύλες. Όταν εξέλιπε η ανάγκη της προστασίας των πόλεων με τείχη, τα ευαγή αυτά ιδρύματα μεταφέρθηκαν μέσα σης πόλεις και κατά προτίμηση στις αγορές, εκεί που κυκλοφορούσε πολύς κόσμος. Στην αρχή τα χάνια ήταν συνάμα και μπουρδέλα και ταβέρνες, αλλά με τον καιρό οι καινούριες συνθήκες ζωής επέφεραν το διαχωρισμό τους. Τα μπουρδέλα έμειναν έξω από τις πόλεις, τα χάνια άρχισαν να λειτουργούν στις ακραίες συνοικίες, πάντοτε όμως κοντά στις οδούς επικοινωνίας της πόλης με την ύπαιθρο, και οι ταβέρνες στα πιο πολυσύχναστα μέρη των αστικών κέντρων.

Εδώ στη Σαλονίκη οι πιο πολλές ταβέρνες βρίσκονταν στο Βαρδάρη και, όπως αναφέρει ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή που πέρασε από την πόλη μας στα 1668, υπήρχαν τότε στη Σαλονίκη τριακόσιες σαράντα οκτώ ταβέρνες και καπηλειά. Στις αρχές του 19ου αιώνα σ” όλο το μήκος της οδού που θα ονομαστεί αργότερα Εγνατία υπήρχαν υπόγειες ταβέρνες, που σ” αυτές έπιναν τα ρακιά τους οι Τούρκοι για να μη τους βλέπουν οι ραγιάδες. Για τις ταβέρνες που ήταν γύρω από την Καμάρα, η παράδοση αναφέρει ότι οι ιδιοκτήτες τους ξεμονάχιαζαν τους γενίτσαρους, τους μεθούσαν και τους έριχναν στους βόθρους. Θα πείτε: γιατί οι ταβερνιάρηδες, κατά κανόνα άνθρωποι αγαθοί, γίνονταν φονιάδες; Η αφόρητη τρομοκρατία που ασκούσαν οι γενίτσαροι και η εκμετάλλευση των χριστιανών είχε ξεπεράσει κάθε όριο και οι ραγιάδες, μη μπορώντας να τους πολεμήσουν τους Τούρκους μ” άλλο τρόπο, τους εξαφάνιζαν ρίχνοντάς τους στους βόθρους των μαγαζιών τους χωρίς ν” αφήνουν ίχνη.

Τα Σχολεία της Θεσσαλονίκης (μέχρι το 1944)

Δημοτικά σχολεία, γυμνάσια, δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, ελληνικά και ξένα, τα πρώτα φροντιστήρια. Ιστορικά στοιχεία και αναμνήσεις του συγγραφέα, δίνουν μια εικόνα της παιδείας στην πόλη μας μέχρι το 1944.

Οι Πλατείες της Θεσσαλονίκης (μέχρι το 1944)

Οι πλατείες της Θεσσαλονίκης ήταν οι τόποι συνάθροισης και συνάντησης των ανθρώπων, και όχι απλώς οι χώροι σύγκλισης των οδικών αρτηριών, όπως σήμερα. Με τα λίγα που γράφουμε περιγράφοντας τις πλατείες της πόλης μας μέχρι το 1944, προσπαθούμε να διατηρήσουμε ζωντανές τις αναμνήσεις στους παλιούς, αλλά και να δείξουμε στους νεότερους ότι η ζωή ήταν κάποτε διαφορετική.

Οι Κινηματογράφοι της Παλιάς Θεσσαλονίκης (1895-1944)

Το βιβλίο μνημονεύει τη σκοτεινή αίθουσα ως ένα από τα τρία στοιχεία απόλαυσης του σινεμά. Αποτελεί φιλόπονο συλλεκτικό έργο ενός πιστού του κινηματογράφου ως λαϊκού θεάματος και ντοκουμέντο ιστορικής έρευνας. Έχει την ψυχή του ευαίσθητου και αλκοολικού θεατή μέσα του και τη σωστική φροντίδα του “ανώνυμου” χρονικογράφου μιας εποχής απ’ έξω του. Αρχίζει με τη γενεαλογία των ονομάτων των αιθουσών της Θεσσαλονίκης. […] Παρεκβαίνει μετά προς την περιοχή των επιγείων θεοτήτων που πέρασαν κι από τη Θεσσαλονίκη “ωραίες και μοιραίες” για την παρηγοριά του λαού και τις στιγμιαίες εξάψεις του. Ρίχνει μερικές σκέψεις του στο χαρτί υπερασπίζοντας την παντομίμα. Παρακολουθεί τα πρώτα βήματα του ελληνικού κινηματογράφου, συμπληρώνοντας τις πληροφορίες του με χαριτωμένα σχόλια, κρίσεις και αναφορές. Τέλος, καταγράφει τις ταινίες που προβλήθηκαν στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1944. Με στοιχεία ξεθαμμένα από βιβλία ξένων στρατιωτικών, λευκώματα κυριών και σκόρπια φύλλα εφημερίδων. Την “υπόθεση” μερικών ταινιών απ’ αυτές την ιστορεί σαν παραμύθι. Ωσότου φτάνει στον Επίλογο με μιαν αίσθηση, θα λέγαμε, πληρότητας και κορεσμού του αφηγητή που έκανε το παν για να τροφοδοτήσει τη ροή του λόγου του με οποιοδήποτε υλικό μπορούσε να παρασύρει προς την εκβολή του. Μιλώντας περισσότερο παρά γράφοντας, ο Κώστας Τομανάς μπορεί να ονομαστεί ο λαϊκός κι εμπειρικός κοινωνιολόγος του σινεμά και συγχρόνως ο γνήσιος υπερασπιστής της κινηματογραφικής αίθουσας. (Νίκος Κολοβός, περιοδικό Διαβάζω, 25/5/1994)

Τα Καφενεία της Παλιάς Θεσσαλονίκης

Η ζωή των Σαλονικιών, οι χαρές και οι λύπες τους, οι αγώνες και οι αγωνίες τους περιγράφονται χωρίς φιοριτούρες και ψευτοπατριωτικές εξάρσεις που είναι πάντα ύποπτες – κι από τον τρόπο της περιγραφής αποκαλύπτεται ο μικρός ή μεγάλος ρόλος που έπαιξαν τόσο οι επώνυμοι όσο και ο απλός κόσμος σε γεγονότα που σημάδεψαν την τύχη της πόλης, της Μακεδονίας και όλης της Ελλάδας.

Δρόμοι και Γειτονιές της Θεσσαλονίκης (μέχρι το 1944)

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μέχρι τον θάνατό του, το 1993, ο Κ. Τομανάς, εκπαιδευτικός το επάγγελμα, στον τομέα των φυσικών και μαθηματικών επιστημών, συγκέντρωνε υλικό για τη ζωή στην παλιά Θεσσαλονίκη. Μετά θάνατον, ο γιός του, Β. Τ., ταξινομεί και εκδίδει κατά ενότητες αυτό το υλικό.
Ο πλέον ογκώδης τόμος αφορά τους δρόμους και τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τη διήγηση της ιστορίας των δρόμων, όπως την φτιάχνουν πρόσωπα και κτίρια, σε μια περίοδο ογδόντα χρόνων. Ένα βιβλίο που, κατά την εκτίμησή μας, διαβάζεται επιλεκτικά, ίσως και γιατί, για τον μη Θεσσαλονικιό, ο φόρτος των πληροφοριών είναι μεγάλος. – Σε μια τέτοια επιλεκτική ανάγνωση, λ.χ., η οδός Εγνατία ξετυλίγεται ως μυθιστόρημα: “Στη γωνία με την οδό Πρασακάκη ήταν, και εξακολουθεί να είναι, το μέγαρο του ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη, που στο ισόγειό του λειτουργούσε το περίφημο καφενείο Χρυσούν Απίδιον. Πριν από την πυρκαγιά του 1917, στη διασταύρωση των οδών Αγίας Σοφίας και Εγνατίας ήταν το σπίτι των πέντε Παπουλιάδων, του Γρηγόρη, του Αλέκου, του Αριστοτέλη (διάσημων χασομέρηδων της εποχής), του Φωκίωνα (που έπαιζε βιολί και διορίστηκε καθηγητής στο Κρατικό Ωδείο το 1916) και του Γιώργου (που ήταν ποιητής.). Θα αναφέρουμε μόνο δυο στίχους, που μας διάβασε με δόση ειρωνείας ο καθηγητής μας των Νέων Ελληνικών Πέτρος Σπανδωνίδης: Τικ-τακ το ωρολόγιον, τικ-τακ και ο σφυγμός μου / και όταν παύσει το τικ-τακ, απέρχομαι του κόσμου. Στη θέση του σπιτιού των Παπουλιάδων χτίστηκε ένα μέγαρο, που στο ισόγειό του εγκαταστάθηκε το φαρμακείο του κυρ Γαβριήλ Πεντζίκη”. (Μάρη Θεοδοσοπούλου, Η ΕΠΟΧΗ, 25/1/1998)

Παραμύθια των Ρομά – Ε Πουρανε Μπροσα

«Είμαι Τσιγγάνος», της είπε ο βασιλιάς, «σ’ αυτόν τον τόπο έχω βαρεθεί τη ζωή μου. Εσύ που είσαι αγράμματη αλλά σοφή. Εσύ που είσαι πεντάφτωχη, αλλά έχεις ξάστερο και ακονισμένο μυαλό. Που δεν έχεις τίποτα, αλλά έχεις κέφι και καρδιά. Πες μου αν ξέρεις κάτι σημαντικό που να ξυπνήσει την ψυχή μου. Που να είναι στ’ αλήθεια όμορφο, χωρίς η ομορφιά του να σκανδαλίζει. Κάτι που να έχει το μυστικό άρωμα της αρετής, χωρίς τη συνηθισμένη βλακεία της διδασκαλίας. Κάτι που να είναι αληθινά σοφό και απλό, χωρίς ωστόσο τυλιγμένο στα φανταχτερά κουρέλια της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Κάτι που να είναι ευχάριστο σαν την καινούργια φιλενάδα αλλά όχι κουραστικό σαν τη σύζυγο. Ούτε βέβαια ανατριχιαστικό σαν την πεθερά. Κάτι που να σε μεθάει σαν το παλιό αγνό κρασί χωρίς να σου θολώνει το μυαλό. Κάτι που αρέσει στους πλούσιους όσο και στους φτωχούς, στους τίμιους όσο και στους κατεργάρηδες. Κάτι που να μη βάζει σε σκοτούρες τον βασιλιά και την κυβέρνηση. Ούτε και τον λαό σε αναταραχές. Κάτι που να γοητεύει. Ν’ αποκοιμίζει μωρά στα γόνατα της γιαγιάς τους. Ν’ αρέσει στ’ αγόρια όσο και στα κορίτσια. Να το ακούνε με την ίδια ευχαρίστηση οι άντρες όσο και οι γυναίκες, οι σπουδασμένοι, οι μυαλωμένοι όσο και οι ασπούδαστοι και οι αγράμματοι, οι ονειροπαρμένοι. Κάτι που για το χατίρι του να παρατάνε στη μέση τη δουλειά τους οι νοικοκυρές. Να αποξεχνάνε τα κορίτσια τη βαρέλα τους στη βρύση. Να λησμονούν το ψωμί τους στον φούρνο. Να αφήνουν να καίγεται το φαγητό τους στη φωτιά. Κάτι που να μαγεύει τις γριές και τους γερόντους. Να ακούγεται με την ίδια ξενοιασιά τόσο τη νύχτα όσο και τη μέρα.»
Τότε όλοι τριγύρω σώπασαν. Κρατάνε την αναπνοή τους. Θάμασαν τη σοφία του βασιλιά. Αλλά από μέσα τους σκέφθηκαν: «Ζητάει κάτι ο βασιλιάς, κάτι που δεν υπάρχει!»
Η γριά Τσιγγάνα Ταμάρα χαμογέλασε. «Κατάλαβα», είπε, «βασιλιά, τι ζητάς, ζητάς, πολυχρονεμένε μου αφέντη, να σου πω ωραία παραμύθια».

Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1921-1944)

Από δημοσιεύματα των εφημερίδων αλλά και από τις προσωπικές αναμνήσεις του συγγραφέα παρακολουθούμε και με τις πολλές φωτογραφίες της εποχής αποκτούμε μιαν εικόνα των μεγάλων και μικρών γεγονότων των χρόνων 1921-1944: ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης, εγκατάσταση των προσφύγων, στρατιωτικά κινήματα, εργατικοί και φοιτητικοί αγώνες, Τεταρταυγουστιανή δικτατορία, πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, εξόντωση των εβραίων συμπολιτών μας από τους χιτλερικούς, απελευθέρωση. Η Θεσσαλονίκη αλλάζει όψη, αλλά κι οι θεσσαλονικιοί ιδέες: φουντώνουν οι προοδευτικές οργανώσεις, αλλά και τα εθνικιστικά σωματεία, πράγμα που οδηγεί στα γεγονότα του Μάη του 1936, αλλά και στον εμπρησμό του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ. Παρενθετικά, ο συγγραφέας αναφέρεται αναλυτικά σε τρεις μεγάλους θεσμούς της πόλης μας, που δημιουργούνται τότε: Χ.Α.Ν.Θ., Δ.Ε.Θ., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.

Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920)

Το 1875 κυκλοφορεί στην πόλη μας η πρώτη ελληνική εφημερίδα, “η εμπορική γαζέτα Ερμής”. Από τις στήλες της παρακολουθούμε τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας. Μετά από το 1900, κυκλοφορούν και άλλες ελληνικές εφημερίδες, δυσεύρετες έως ανεύρετες σήμερα, που μας βοηθούν να συμπληρώσουμε την εικόνα της ζωής στην πόλη. Παρακολουθούμε και, με τις πάνω από εκατό φωτογραφίες, επεξηγούμε και συμπληρώνουμε όχι μόνο την εξιστόρηση γεγονότων όπως η σφαγή των προξένων, η επανάσταση του Λιτόχωρου, η πυρκαγιά του 1890, ο Μακεδονικός Αγώνας, η επανάσταση των Νεότουρκων, η επιδημία χολέρας, η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον τουρκικό ζυγό, η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου, η εγκατάσταση της Ανατολικής Στρατιάς, η αναγόρευση της πόλης μας σε πρωτεύουσα του δεύτερου ελληνικού κράτους, η μεγάλη πυρκαγιά του 1917, η απομάκρυνση του Βενιζέλου από την κυβέρνηση, οι απαρχές της Μικρασιατικής καταστροφής, αλλά παρουσιάζουμε και την καθημερινή ζωή και τις αλλαγές στις συνθήκες της (τραμ, ηλεκτροφωτισμός κλπ.).

“Παράνομος” Ταξιδιώτης – Μια αυτο-εθνογραφία των Συνόρων

Ο Σαχράμ Χοσραβί είναι καθηγητής Ανθρωπολογίας στη Στοκχόλμη, με καταγωγή από το Ιράν. Εχει μελετήσει τον εξαναγκαστικό εκτοπισμό, καθώς και τις έννοιες του χρόνου και της αναμονής (σε σχέση με το προσφυγικό και την εξαναγκασμένη μετανάστευση), του πρεκαριάτου, του ασύλου.

Πριν από λίγο καιρό, κυκλοφόρησε σε μετάφραση Κατερίνας Τομανά και με πρόλογο του συγγραφέα για την ελληνική έκδοση (!), το βιβλίο του «“Παράνομος ταξιδιώτης” – Μια αυτοεθνογραφία των συνόρων». Στις 256 σελίδες του βιβλίου, ο Χοσραβί περιγράφει τις περιπλανήσεις του σε Ιράν, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ινδία έως να καταλήξει στη Σουηδία… Ενα εξαιρετικό ανάγνωσμα, τελείως επίκαιρο, για να καταλάβουμε (επιτέλους!) ότι δεν υπάρχουν «λαθρομετανάστες», αλλά άνθρωποι «αόρατοι» από το κράτος. Οχι γιατί δεν φαίνονται, αλλά γιατί κανείς δεν θέλει να τους δει. (Νόρα Ράλλη, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Ιούλιος 2022)

Τελευταίοι Προλετάριοι

Τουλάχιστον για ένα πράγμα θα είμαστε περήφανοι και αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο στην ανθρωπότητα. Μεγαλώσαμε με τα δικά μας χέρια, με το δικό μας μυαλό, με τον δικό μας ιδρώτα και ποτέ, μα ποτέ, δεν εκμεταλλευτήκαμε κανέναν και καμία. Και όλα αυτά γιατί απλά αγαπήσαμε, πιστέψαμε και ποντάραμε στον άνθρωπο.

Σύμμεικτα Ιστορικά και Λαογραφικά για τη Γλώσσα της Σκοπέλου (17ος – 19ος αι.)

Η μελέτη αυτή είναι από τις μοναδικές που ασχολούνται αποκλειστικά με την ιστορία και τον λαϊκό πολιτισμό του χωριού Γλώσσα, ενός δηλαδή από τα τρία άλλα χωριά, τα οποία μαζί με τη Χώρα απαρτίζουν το νησί της Σκοπέλου. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσω πώς αυτά που αναγράφονται στην παρούσα δεν είναι η Ιστορία της Γλώσσας τη χρονική περίοδο που προσδιορίστηκε, αλλά κάποιες πτυχές της. Κι αυτό επειδή απαιτείται μεγάλη και πολυχρόνια έρευνα στις αδημοσίευτες κυρίως πηγές, κάτι που χρειάζεται τη συνδρομή πολλών ενδιαφερομένων για την ιστορία και τη λαογραφία του τόπου τους. Έτσι, η μελέτη αυτή είναι, θα μπορούσα να ισχυριστώ, κάτι σαν την πρώτη μαγιά, ώστε να υπάρξει στο μέλλον μια πιο εκτενής και ακριβής μελέτη, η οποία με προσοχή και σεβασμό στις πηγές θα κοιτάξει να παραδώσει στις γενιές του 21ου αι. την ιστορία του χωριού τους ή και όλης της περιοχής, η οποία σε πολλά σημεία έχει μιαν ιδιοπροσωπία ξεχωριστή από αυτήν της Χώρας, γι’ αυτό και απαιτείται να σημειωθούν οι διαφορές και οι αιτίες που τις προκάλεσαν ιδιαίτερα στον λαϊκό πολιτισμό.

1 2