Ο Πύργος
Ήταν αργά το βράδυ όταν έφτασε ο Κ. Το χωριό το σκέπαζε βαθύ χιόνι. Από τον λόφο του Πύργου δεν φαινόταν τίποτε, τον κάλυπταν η καταχνιά και το σκοτάδι, κι ούτε ένα αμυδρό φωτάκι δεν έδειχνε ότι υπήρχε εκεί ο μεγάλος Πύργος. Ώρα πολλή στάθηκε ο Κ. στην ξύλινη γέφυρα που οδηγούσε από τον δημόσιο δρόμο στο χωριό και κοίταξε το φαινομενικό κενό από πάνω του.
Κίνησε έπειτα να βρει κατάλυμα για τη νύχτα. Στο πανδοχείο δεν είχαν ακόμη κοιμηθεί, ο ξενοδόχος δεν είχε βέβαια δωμάτιο να του δώσει, μα, εξαιρετικά ξαφνιασμένος κι αναστατωμένος από τον πελάτη που έφτασε τέτοια ώρα, προθυμοποιήθηκε ν’ αφήσει τον Κ. να κοιμηθεί σ’ ένα αχυρόστρωμα στην τραπεζαρία. Ο Κ. δέχθηκε. Λίγοι χωρικοί έπιναν ακόμη την μπίρα τους, αλλά δεν ήθελε να πιάσει κουβέντα με κανέναν, κουβάλησε μόνος του το αχυρόστρωμα από τη σοφίτα και πλάγιασε κοντά στη θερμάστρα. Ήταν ζεστά, οι χωρικοί ήταν ήσυχοι, τους περιεργάστηκε για λίγο με κουρασμένα μάτια κι ύστερα αποκοιμήθηκε.