Η σκέψη βάζει τη φαντασία και την πραγματικότητα να περπατήσουν μαζί στον ίδιο δρόμο. Καθώς προχωρούν, συνειδητοποιούν πως είναι δύο συνεργάτες, που άργησαν να γνωριστούν.
Ανακαλύπτουν πως έχουν πολλά κοινά: την ευκολία να δίνει η μία τη σκυτάλη της έκφρασης στην άλλη, αδιαφορώντας για το τέρμα και δίνοντας σημασία στη συνέχεια.
Την έλλειψη εγωισμού στη διεκδίκηση της τελευταίας φράσης, γιατί πιστεύουν ότι σε κάθε φράση πρέπει να δοθεί η ευκαιρία να δημιουργήσει τις δικές της συνθήκες· προϋπόθεση, για να βαδίσουν σε καινούργιους δρόμους.
Τον κύκλο, αγαπημένο τους σχήμα, όπου δεν υπάρχουν αριθμημένες θέσεις για την αρχή και το τέλος.
Τελικά πρόκειται για μια αναπόφευκτη γνωριμία, ικανή ν’ αφαιρέσει κάθε ενδοιασμό που ένιωθαν, όποτε υπήρχε ανάγκη ν’ ανταλλάξουν στοιχεία μεταξύ τους.
Άλλωστε, η δημιουργία δεν αποκλείει κανένα υλικό, όπως και η ζωή δεν αποκλείει κανένα πλάσμα.
Χρωματιστά ρούχα ενδύομαι,
φωτιά γίνομαι
από του πόνου την έλλειψη,
ακίνητος κινούμαι
στης ερήμου την όαση,
αντικατοπτρίζεται η μορφή σου στο Είναι μου.
Από του προσώπου σου
την ομορφιά ξεμακραίνω,
στο βυθό της θάλασσας των λέξεων
ποιήματα αγκιστρώνω
που πάνω τους χαραγμένη είσαι
Εσύ.
Σημείο ψυχικής φυγής φυγή από τη σκληρή πεζότητα προς τα ύψη της ποίησης, χωρίς κοπή του ομφάλιου λώρου με τη ζωή. Συμπυκνωμένη περιγραφή της ζωής μέσα στη φύση, άνετο τραγούδι για τον κόσμο που μας περιβάλλει, για τον κόσμο που είναι μέσα μ
…Μα έλα σιμά μου εσύ και πάρε με,
της Άνοιξης ήλιε μου, με άρμα φτερωτό
Γάλα να με ποτίσεις από λούλουδα,
να με ταΐσεις δηλητήριο σε μέλι ακριβό
Σώμα είμαι και στόμα ορθάνοιχτο,
θαλασσινή σπηλιά και αδειανό βουνό
Ω! για σε, εγώ ξεχνώ παράδεισο και κόλαση,
κάψε με, ήλιε μου, να ξαναγεννηθώ…
Δίπλα μας. Ένας τζίτζικας, ένα μυρμήγκι, μια μέλισσα. Όντα στην ουσία τους ακατανόητα για τον άνθρωπο
και απέναντι στην κυριαρχική λογική του, που, όμως, παράλληλα με αυτόν μοχθούν για την επιβίωσή τους, το καθένα με τον τρόπο του.
Μέσα από τη διαφορετική ανάγνωση συνήθων και μη πρακτικών διάφορων ζωντανών οργανισμών, επιχειρείται η προσέγγιση της ουσίας της ενστικτώδους φύσης, η ανάδειξη των φωτεινών αλλά και των σκοτεινών της τάσεων και τελικά η αποκάλυψη του πλούτου των απαντήσεων που κρύβονται στην αρχέγονη αγωνία ενός σπουργιτιού ή στο πηγαίο τέντωμα μιας γάτας.
(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Το άτομο μέσα στη μοντέρνα κοινωνία απομονώνεται γιατί προτιμά να είναι διασπασμένο παρά να μην είναι αυθεντικό. Εάν ο μεγαλύτερος ποιητής της γερμανικής γλώσσας του εικοστού αιώνα έχει την αίσθηση ότι εκφράζει την εποχή του, ότι την ενσαρκώνει αποδεχόμενος όλες τις πληγές της, είναι ακριβώς γιατί νιώθει ελεύθερος από κάθε δεσμό, νιώθει ξεριζωμένος από κάθε κοινωνικό πλαίσιο και ξένος μέσα στην ίδια του την κατοικία, μες στον τεχνολογικό πολιτισμό και μέσα στον κόσμο που τον περιβάλλει. Η καθολικότητα της ποίησής του οφείλεται στο ότι έχει βιώσει και καταγράψει το πεπρωμένο ενός πολιτισμού και μιας ιστορικής περιόδου, που έχει στερήσει από τον λαό γενικά και από το κάθε άτομο ξεχωριστά κάθε οικουμενική αξία, κάθε σχέση με το Όλον, του οποίου ο ποιητής θεωρείται εκπρόσωπος. Ο Κόσμος αποτελείται πλέον από θραύσματα που παρασύρονται στον γκρεμό, από διαλυμένες και εξαρθρωμένες ατομικότητες. Από το βάθος της δυστυχίας τους, αυτά τα μόρια δεν μπορούν να εκφράσουν παρά μόνο τη νοσταλγία τους για τη χαμένη ενότητα. Ο Τρακλ βιώνει σε βάθος αυτήν τη διάσπαση της εποχής του, προφητεύει και υφίσταται τις παγκόσμιες καταστροφές, την αγωνία ενός πολιτισμού που διαλύει όλα τα θεμέλια της ζωής και μέχρι τον Γολγοθά του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στον οποίον σιγοκαίγεται και τελικά πεθαίνει. Το απομονωμένο άτομο δεν μπορεί να γίνει συμμέτοχο, η μόνη του δυνατή αυθεντικότητα είναι να επιλέξει το περιθώριο. ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΜΑΓΚΡΙΣ
Η εν Θεσσαλονίκη γεννηθείσα και ποιητικώς διαμορφωθείσα κυρία, έπειτα από τριάντα χρόνια διαρκούς προσφοράς εις της ποιήσεως την περιοχή, απεφάσισε το δύσκολον της αυτοανθολογήσεως έργον. Δεν δύναμαι να γνωρίζω πώς αισθάνθηκε όταν ήγγικεν η ώρα. Γι αυτό που ημπορώ να μιλήσω είναι τι αίσθηση τα ποιήματά της μου αφήνουν. Η στόχευσή της είναι ευκρινής: η καθημερινότητα, έτσι όπως γλιστράει ανάμεσα στα χέρια της και καθώς χάνεται, αγωνίζεται να την ανασυστήσει. Εκείνη τη στιγμή έρχεται το ποίημα, που είναι σαν εις τη Μνήμη επίκληση να τη συντρέξει. Εξομολογητική τονικότητα στις minore κλίμακές της, minore, γιατί κλαυθμός ακούγεται βουβός, χωρίς να βλέπεις τα μάτια και τα ίδια τα δάκρυα. Κάτι υπόκωφο που το αφουγκράζεσαι, γιατί συμβαίνει τόσο κοντά σου, που δεν το βλέπεις. Η φωνή ανασύρεται από των ημερών την πηγάδα την άβαθη, διασώζοντας σ ένα κουβαδάκι το ύδωρ ως στοιχείο που δηλώνει ζωή είσαι παρούσα, δεν εξηντλήθης. (ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ,ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, 22/06/2001)
Σκέψεις και φωτογραφίες του Μάρκου Καραγιάννου από πόλεις της Ευρώπης συναντούν ποιήματα του Μάνου Νικολάου σε ένα ταξίδι που διαρκεί, σε μια εποχή που αναζητά νέους δρόμους: Αθήνα, Άμστερνταμ, Βαρκελώνη, Βαρσοβία, Βουδαπέστη, Ιστανμπούλ (Κωνσταντινούπολη), Κοπεγχάγη, Πράγα.