Φόρος τιμής στον κορυφαίο Αυστριακό συγγραφέα
Γράφει ο Γιάννης Δρούγος
Horacio Castellanos Moya, «Αηδία. Ο Τόμας Μπέρνχαρντ στο Σαν Σαλβαδόρ», Μετάφραση: Λευτέρης Μακεδόνας Εκδόσεις Νησίδες
Αυτό το μικρής έκτασης αιρετικό, αυθάδες και εκρηκτικό μυθιστόρημα κυκλοφόρησε δύο χρόνια πριν από τις εκδόσεις Νησίδες, δεν ανήκει στην κατηγορία των ευπώλητων που ξεχνιούνται λίγο καιρό μετά το πέρας της ανάγνωσης, περιμένει την κατάλληλη χρονική στιγμή να διαβαστεί και να τρυπώσει για τα καλά στο μυαλό του αναγνώστη καθώς τον ωθεί να μπει αυτόματα σε συγκρίσεις εποχών, γεγονότων, τόπων, πολιτικής διαφθοράς και μονομαχίας με την κάθε μορφή αθεράπευτης ηλιθιότητας. Χωρίς παραγράφους, με ελάχιστη χρήση κεφαλαίων γραμμάτων, -άρα με ελάχιστη χρήση κανονικών κύριων προτάσεων- με χρήση μακροπερίοδου λόγου ασθματικού ρυθμού και επανάληψη φράσεων και λέξεων -που αποτυπώνουν επακριβώς την ψυχολογική κατάσταση και την διαταραγμένη ροή του λόγου και της ψυχής του ήρωα αφηγητή. Ένα κείμενο κοφτερό σαν τσεκούρι γραμμένο αλά Μπέρνχαρντ σε μορφή, δομή και τολμηρή γλώσσα.
Ο Οράσιο Καστεγιάνος Μόγια, ο βραβευμένος συγγραφέας της παρούσας νουβέλας, γεννημένος από Ονδουρέζα μητέρα και Σαλβαδοριανό πατέρα, εγκατέλειψε την πατρίδα του το 1979 (περίοδος που το Ελ Σαλβαδόρ βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο) και έφυγε για να κάνει τις σπουδές του στον Καναδά. Αργότερα, εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο Μεξικό και στην Κόστα Ρίκα και το 1991 επέστρεψε στη χώρα του για να συνεχίσει να ασκεί την δημοσιογραφική του ιδιότητα. Το 1997 δημοσίευσε την «Αηδία», βιβλίο που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και ο Μόγια, με τη ζωή του να απειλείται, εγκατέλειψε εκ νέου το Σαν Σαλβαδόρ για να διαφύγει τελικά στο Μεξικό.
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ παρουσίαζε στα έργα του την Αυστρία ως ένα αποτυχημένο κράτος, πολιτικά και πολιτισμικά, με τους πολίτες ανίκανους να παράγουν μια αξιοθαύμαστη συλλογική ψυχή και δημιούργησε αφηγητές – χαρακτήρες που ζουν στο εξωτερικό και για κάποιο λόγο επιστρέφουν για ένα διάστημα στην Αυστρία με τον εφιάλτη να ξυπνά και με το μίσος τους για την πατρίδα τους να τους πνίγει και να τους διαλύει. Κατά παρόμοιο -μπερνχαρντικό- τρόπο, ο Μόγια στην «Αηδία» ξεμπροστιάζει τη δική του πατρίδα, το Ελ Σαλβαδόρ, τον πολιτισμό, την πολιτική και τους πολίτες του, με ύφος παρανοϊκά καταγγελτικό.
Από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Κεντρικής Αμερικής, ο Μόγια, αν και το παρόν έργο του προκάλεσε τόση οργή στους πολίτες του Ελ Σαλβαδόρ, πλέον επανεκδίδεται και μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες. Εξίσου σημαντικά και άλλα έργα του με θέματα καυτά όπως ο εμφύλιος στη Γουατεμάλα και οι συγκρούσεις στις τάξεις της σαλβαδοριανής Αριστεράς. Εδώ, με την «Αηδία», ο Μόγια κατασκεύασε ένα πυκνό συγκλονιστικό κείμενο υψηλής έντασης και υψηλότατων θερμοκρασιών και παραληρηματικής αφήγησης για την πολιτική διαφθορά και τον -ηθικό και κοινωνικό- ξεπεσμό της χώρας του. Μακριά από την αύρα του μαγικού ρεαλισμού των ισπανόφωνων γραμμάτων, εδώ ο ρεαλισμός είναι τόσο ώμος σε σημείο που προκαλεί δυσφορία, εκνευρισμό ή και σφίξιμο στο στομάχι του αναγνώστη καθώς, διαβάζοντας αυτό το λογοτεχνικό ηφαίστειο, συνειδητοποιεί ότι οι κάτοικοι μιας χώρας έκαναν τη βία μέρος της καθημερινότητάς τους θεωρώντας την κανονικότητα. Η «Αηδία» είναι μια ιλιγγιώδης άσκηση ύφους πλασμένη στα πρότυπα του Τόμας Μπέρνχαρντ, αγαπημένου συγγραφέα του πρωταγωνιστή της «Αηδίας» , Εντγκάρδο Βέγκα, ο οποίος ουσιαστικά αποτελεί το λογοτεχνικό alter ego του ίδιου του Οράσιο Καστεγιάνος Μόγια.
Κεντρικός ήρωας, λοιπόν, είναι ο Εντγκάρδο Βέγκα που ζει στο Μόντρεαλ του Καναδά ως ευγνώμων ομογενής και εργάζεται στο Πανεπιστήμιο ως καθηγητής Ιστορίας Τέχνης. Επιστρέφει αναγκαστικά στο Σαν Σαλβαδόρ, μετά από πολυετή απουσία, προκειμένου να παρευρεθεί στην κηδεία της μητέρας του. Επιστρέφοντας στον τόπο του, οι μνήμες ξυπνούν κι έρχεται πάλι αντιμέτωπος με όσα πολύ μίσησε, με όσα τον αηδίασαν και τον ώθησαν να φύγει: τη βρωμιά (κυριολεκτικά και μεταφορικά), την ασυδοσία, την ακραία βία, τη φτώχεια, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, τον καθημερινό πόλεμο, την συγκάλυψη εγκλημάτων, τον γενικό παραλογισμό και τον μικροαστισμό. Όλα εδώ είναι ίδια κι απαράλλαχτα κι η χώρα ένα αποτυχημένο αντίγραφο του δυτικού πολιτισμού. Όλοι εδώ είναι ένοχοι, όλοι συμμετείχαν μ’ έναν τρόπο σε βασανισμούς και σφαγές αθώων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου. Ο Βέγκα, με την επιστροφή του στην πόλη, συναντά τον παιδικό του φίλο Μόγια σε ένα μπαρ και, εμμονικά, του εξιστορεί όσα είδε και βλέπει / ένιωσε και νιώθει γυρνώντας προσωρινά σε τούτο τον κολασμένο τόπο, με το μυαλό του να δέχεται ανελέητα χτυπήματα από φρικτές μνήμες απαγωγών και μαζικών εκτελέσεων πολιτών και των ταγμάτων θανάτου που δρούσαν ανεξέλεγκτα. Ο Βέγκα φιλοξενείται στο σπίτι του αδερφού του (που ζει με τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά) και καλείται να αντιμετωπίσει την καθημερινότητα της οικογένειας, τις διατροφικές συνήθειες, τις βλακώδεις συμπεριφορές, τις φωνές που υψώνονται περισσότερο για να ακουστούν, τις πολλές ανοιχτές τηλεοράσεις με τα τηλεοπτικά πρόσωπα και τους πολιτικούς να ακκίζονται μπροστά στην κάμερα και να εκτοξεύουν ορδές ανοησιών και ψεμάτων κρατώντας το -ανύπαρκτο- μέλλον της χώρας στα χέρια τους. Ο Βέγκα φυσικά απομακρύνεται από την τοξική οικογενειακή εστία (που κλώθει το αυγό του φιδιού), απ’ τις φωτιές της και την πλήρη υποταγή της στη βία και στο ψεύδος, και εγκαθίσταται σε ξενοδοχείο.
Στο αφηγηματικό κάδρο μπαίνουν τα πάντα: πολιτική, πολιτικοί, πολίτες, νόμοι άνομοι, αντιλήψεις, οδηγοί μέσων μεταφοράς, ανθρώπινα κτήνη, καλλιτέχνες του τίποτα, επιστήμονες, γυναίκες, η έλλειψη παιδείας (το τοπικό Πανεπιστήμιο είναι ένα κτίριο ντροπής), η έλλειψη κουλτούρας, τα ΜΜΕ, αρχιτεκτονική, μνημεία, η απουσία κοινωνικών θεσμών, η τοπική μπύρα και τα τοπικά εδέσματα: όλα είναι μια ΑΗΔΙΑ. Τίποτα και κανείς που υπάρχει, στέκεται ή κινείται σ’ αυτή τη χώρα δεν μένει έξω απ’ τον σαρωτικό μονόλογο του Βέγκα που ο Μόγια μεταφέρει αφηγηματικά σε αυτήν εδώ την αιχμηρή νουβέλα που θα μπορούσε -και μπορεί- να αντικατοπτρίζει την Ελλάδα του σήμερα με τις πολιτικές εξουσίες να συγκαλύπτουν εγκλήματα προκαλώντας εγκλήματα, με το Κακό να κυριαρχεί, με τη βία να κορυφώνεται, με τους πολίτες απαθείς, βυθισμένους στον νεοπλουτισμό τους και το προσωπικό και συλλογικό τους παραμύθι. Ο Βέγκα αναλύει μέσω της έντονης σύγχυσής του (στα όρια της νεύρωσης) τις παθογένειες του τόπου του και ενός λαού (η εμφανώς διαταραγμένη ψυχολογική του κατάσταση γίνεται ακόμα πιο εμφανής και πειστική με τη χρήση της επανάληψης φράσεων, την «υιοθεσία» της φόρμας έκφρασης του Μπέρνχαρντ και την φρενήρη, οργισμένη γλώσσα), τον κόσμο γύρω του κι εντός του, την επιθυμία του να ξαναφύγει, δια παντός, απ’ αυτή την επίγεια κόλαση που ονομάζεται Ελ Σαλβαδόρ και να επιστρέψει στον Καναδά, στην αληθινή του πατρίδα, κι ας μην είναι γέννημα θρέμμα της. Ο Βέγκα έχοντας ξύσει το τραύμα του, επανασυστήνεται έχοντας αποτινάξει από πάνω του τον παλιό του εαυτό και προβάλλει τη νέα του ταυτότητα. Δεν είναι πια ο Εντγκάρδο Βέγκα. Είναι ο Τόμας Μπέρνχαρντ.
Ο Μόγια, με την «Αηδία» του, αποτίνει φόρο τιμής στον κορυφαίο Αυστριακό συγγραφέα και τον «μιμείται» ευφυώς αποφεύγοντας τις παγίδες του να γράψει μια φθηνή παρωδία ή πλαγίως να κερδίσει εντυπώσεις. Αντίθετα, χρησιμοποιεί τεχνηέντως το μαύρο δηλητήριο που στάζει η πρόζα του Μπέρνχαρντ και το στιλ της (που «κατεδαφίζουν» την Αυστρία) για να «κατεδαφίσει» λογοτεχνικά, πολιτικά και κοινωνικά το Ελ Σαλβαδόρ και συλλαμβάνει με τη γραφή του το τραύμα, τη βία και το αίμα. Τα ψηλαφεί, τα βλέπει κατάματα, μας τα παρουσιάζει όπως ακριβώς είναι χωρίς λυρικά τεχνάσματα, τα κρατά σαν καθρέφτες μπροστά στο αποχαυνωμένο μας βλέμμα και -με τη δύναμη της λογοτεχνίας (του)- μας αφυπνίζει: να βγούμε από τον μικρόκοσμό μας και την αθλιότητα του μικροαστισμού μας, απ’ την -αδέξια- πασαλειμμένη με χρυσόσκονη αηδιαστική ζωή μας, ν’ αντικρίσουμε θαρραλέα το Τέρας που κυκλοφορεί ελεύθερο και πολλαπλασιάζεται και μας οδηγεί και μας παραλύει και μας τρέφει και μας ρίχνει στάχτη στα μάτια και μας βαφτίζει αθώους σε έναν ωκεανό ενοχών και μας κερνά θάλασσες επιλεκτικής μνήμης και μας αποτρέπει απ’ το να καθαρίσουμε γρήγορα και αποφασιστικά τον βόθρο που μας κατακλύζει. Εδώ. Εκεί. Παντού.
Ο Λευτέρης Μακεδόνας -για μια φορά ακόμα- παραδίδει ακριβό σεμινάριο μετάφρασης καθώς κι ένα εξαίρετο επίμετρο για το Ελ Σαλβαδόρ της βίας και του αίματος.
(πηγή: https://www.fractalart.gr/aidia-o-tomas-mperncharnt-sto-san-salvador/)