

Ο Καβάφης και η Υποδοχή του Έργου του
Η σύντομη αυτή μελέτη γράφτηκε για να διαβαστεί ως ομιλία σιη 10η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, σε εκδήλωση με τίτλο: «150 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή Κ. Π. Καβάφη» (Θεσσαλονίκη, 17 Μαΐου 2013). Ο προφορικός χαρακτήρας του κειμένου και τα συγκεκριμένα χρονικά όρια δεν επέτρεπαν τις εκτενείς παρεκβάσεις και την επαρκή παράθεση αποσπασμάτων από τις πηγές, που θα λειτουργούσαν ως επιπλέον τεκμηρίωση για κάποιες από τις απόψεις μου. Παρά τις μεταγενέστερες διορθώσεις, προτίμησα, για λόγους που κυρίως σχετίζονται με τη δομή, το εύρος του θέματος και τη μικρή έκταση του κειμένου, να διατηρήσω και στην τελική μορφή τον αρχικό προφορικό -αλλά με πυκνότητα πληροφοριών- χαρακτήρα. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι όλες οι αναφορές σε παλαιότερες πηγές είναι απολύτως διασταυρωμένες.
Related products
Διεισδύσεις στα Βιβλία των Άλλων
Ο Σωσίας του Νεκρού Αδερφού
Στο “Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου” ένας νέος δολοφονείται από παρανόηση, επειδή μοιάζει καταπληκτικά με κάποιον άλλο. Ο φόνος αναπαράγεται κατοπτρικά στο τέλος της ιστορίας, πάλι βασισμένος σε παρανόηση. Πριν από τον φόνο αυτόν, ανάλογοι φόνοι (ή κατ’ επίφαση φόνοι) διαπράττονται κατά συρροή σε άλλους τόπους, σε άλλα, ξενόγλωσσα κείμενα, σε συνδυασμό με ανάλογες παρεξηγήσεις, αντικαταστάσεις προσώπων, διχασμούς προσωπικοτήτων, κλεμμένες σκιές και χαμένα είδωλα. Όλος αυτός ο φασματικός κόσμιος των αναδιπλασιασμών -εκτόνωση του άγχους που προκαλεί η επέλαση του βιομηχανικού εφιάλτη αλλά και η ανακάλυψη του ασυνείδητου- συνυπάρχει στις περισσότερες περιπτώσεις με τον θάνατο. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι και τα έξι διηγήματα του Βιζυηνού είναι μελέτες θανάτου, με εστίαση κάθε φορά σε διαφορετική δεσπόζουσα. Ακόμα και το “Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως”, όπου κανείς δεν πεθαίνει βιολογικά, υπαινίσσεται έναν συναισθηματικό θάνατο. Το συγκεκριμένο διήγημα, πάντως, ακολουθεί στερεοτυπικά τη σχετική παράδοση, υποβάλλοντάς την ταυτόχρονα σε επανεξέταση υπό την πίεση του ρεαλιστικού αιτήματος του καιρού του. Υπ’ αυτές τις συνθήκες το θέμα του σωσία αξιοποιείται επιπλέον ως όργανο διερεύνησης του σπουδαιότερου (κατά πολλούς, του μοναδικού) θέματος της λογοτεχνίας, του θανάτου, ως ρητορικό στρατήγημα για την άρθρωση του ανείπωτου.
Ποιητικός Ρυθμός Παραδοσιακή και Νεωτερική Έκφραση
Τα μελετήματα, που συγκροτούν το βιβλίο, γράφτηκαν στη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας. Από ένα σημείο και μετά έγινε κατανοητό από τον υπογράφοντα πως δεν αποτελούν παρά οπτικές γωνίες υπό τις οποίες αυτός παρακολουθεί το ποιητικό φαινόμενο, τόσο στην παραδοσιακή όσο και στη νεωτερική ρυθμολογική εκδοχή του. Η ποίηση ήταν και είναι λόγος ρυθμικός, και προφανώς και η ποίηση που θα δημιουργηθεί στο άμεσο αλλά και στο απώτερο μέλλον θα εξακολουθεί ενίοτε να επιδεικνύει, οπωσδήποτε να εγκιβωτίζει ή και απλώς να υπαινίσσεται τον ρυθμό ως sine qua non χαρακτηριστικό της. Στο πλαίσιο του βιβλίου, αρυόμενοι ποιητικό υλικό πρωτευόντως από το πεδίο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, προσπαθήσαμε να ψηλαφίσουμε τις ποικιλότροπες εκφάνσεις της ρυθμικής υπόστασης του ποιητικού λόγου, εντάσσοντάς τες σε οπτική αλληλοσυσχετίσεων και χρονικής διαδοχής.
Bauhaus – Ιδέες και Πραγματικότητα
Η Σχολή Μπάουχαους ιδρύθηκε αμέσως μετά τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στην Βαϊμάρη της αναστατωμένης Γερμανίας.
Με διευθυντές διαδοχικά, τον Βάλτερ Γκρόπιους, τον Γιοχάνες Μάγυερ και τον Μης βαν ντερ Ρόε έζησε, μετακομίζοντας στο Ντεσάου και στο Βερολίνο, μέχρι την ανάρρηση του Χίτλερ στην εξουσία το 1933.
Φιλοδόξησε να προχωρήσει την τέχνη και να την φέρει πιο κοντά στον απλό άνθρωπο (δίνοντας το βάρος στον σχεδιασμό αντικειμένων καθημερινής χρήσης), αλλά συντρίφτηκε από τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής.
Η τεχνοκρίτης και ιστορικός της τέχνης Εύα Φοργκάς παρουσιάζει στο βιβλίο της την συναρπαστική ιστορία αυτής της μεγάλης προσπάθειας, καταγράφει και αναλύει την εσωτερική και εξωτερική κατάσταση της σχολής, συγκρίνει το Μπάουχαους με άλλες αντίστοιχες σχολές της ίδιας εποχής και τονίζει, στο Επίμετρο, την επικαιρότητα του Μπάουχαους.
Με εισαγωγή του επιμελητή της Εθνικής Πινακοθήκης Μάνου Στεφανίδη και με επίμετρο της Εύας Φοργκάς για την ελληνική έκδοση.
Η Άμεση Δημοκρατία στον 21ο Αιώνα
Είναι προφανές πως υπάρχει πρόβλημα ταυτότητας της δημοκρατίας και της άμεσης δημοκρατίας ιδιαίτερα. Ταυτότητας που δεν θα επιτρέπει πλήθος αντιφατικών αναγνώσεων και μια επικοινωνία τύπου Βαβέλ, που εμποδίζουν τη σύνδεση της θεωρίας με την πράξη της άμεσης δημοκρατίας. Κι αυτό το πρόβλημα δεν είναι υπόθεση εξουσιαστικών ηγεσιών ούτε “αριστερών πρωτοποριών”, και βεβαίως ούτε “σοφών” διανοούμενων και ηγητόρων, αλλά παραμένει πρόβλημα της ίδιας της εργαζόμενης κοινωνίας-ανθρωπότητας.
Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να διαμορφώσουμε ένα νέο δημόσιο χώρο σκέψης και επικοινωνίας και να ξαναρχίσουμε τον δημόσιο διάλογο για την άμεση δημοκρατία. Στο πλαίσιο αυτού του διαλόγου θα μπορέσουμε να ξαναβγάλουμε στην επιφάνεια το θεωρητικό, το εμπειρικό και το αγωνιστικό κληροδότημα των περασμένων γενεών, να το απαλλάξουμε από μύθους και ιδεοληψίες, και να το παντρέψουμε με το όραμα των σημερινών γενεών, όπως αυτό διαμορφώνεται στις σύγχρονες συνθήκες, με αιχμή το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που, σε συνδυασμό με το σημερινό επίπεδο των επιστημών και της τεχνολογίας, προσδιορίζουν τις αντικειμενικές δυνατότητες, τον δρόμο και τον ορίζοντα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, προκειμένου να συνεχίσουν το ταξίδι της ανθρωπότητας προς την άμεση δημοκρατία της οικονομικής και της κοινωνικής ισότητας.
Αυτή τη σκοπιμότητα υπηρετεί η έκδοση αυτού του συλλογικού τόμου, που ως ιδέα διατυπώθηκε από πολλούς, όπως λ.χ., από το Μανώλη Γλέζο, τον Περικλή Κοροβέση, τον Ζήση Παπαδημητρίου κ.ά., αλλά και από πολλές/ πολλούς παριστάμενους κατά τη διάρκεια παρουσίασης του πρόσφατου βιβλίου μου με θέμα την Άμεση Δημοκρατία και την Αταξική Κοινωνία. Οι εκδόσεις “Νησίδες” αποδέχτηκαν την πρόταση, με τον όρο να κληθούν να συμμετάσχουν συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με διάφορες πτυχές και από διαφορετικές οπτικές με το θέμα, ώστε να αναδειχθούν οι βασικές συνιστώσες του, με την ελπίδα πως τα κείμενα που θα περιέχονται σ’ αυτόν θα συμβάλουν στο ξαναζωντάνεμα του διαλόγου σε επίπεδο κοινωνίας.
Με αυτό το κριτήριο απευθυνθήκαμε στους συγγραφείς αυτού του τόμου, οι περισσότεροι από τους οποίους είμαστε προσωπικά άγνωστοι μεταξύ μας, γνωστοί όμως από τις διάφορες σχετικές δημοσιεύσεις μας. Κανένας από εμάς δεν ισχυρίζεται πως κατέχει την απόλυτη αλήθεια, κι όχι μόνο γιατί η αλήθεια της άμεσης δημοκρατίας είναι πολύ μεγάλη για να χωρέσει σε ένα ή σε λίγα μυαλά, αλλά κύρια γιατί αυτή η αλήθεια, ως ποιοτικό ιστορικό μέγεθος, υπόκειται στους νόμους της ειδικής και της γενικής διαχρονικής σχετικότητας, που ως τέτοιο μεγαλώνει ανάλογα με το πόσο μεγαλώνει το πλήθος των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού με Γνώση για το τι δεν, είναι άμεση δημοκρατία, αλλά και με Επίγνωση για το τι θα ήθελε να είναι, τι θα μπορούσε να είναι και πώς θα πραγματοποιηθεί η άμεση δημοκρατία. Αυτή τη συνολική αλήθεια αναζητούμε και πιστεύουμε πως ο λόγος και ο αντίλογος μπορεί να εξελιχθούν σε γόνιμο διάλογο, ως μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη που μπορεί να μας φέρει πιο κοντά στην αλήθεια για την πραγματική φύση της άμεσης δημοκρατίας. [. . .]