Περιεχόμενα
– Πρόλογος
– Οι Τούρκοι
– Οι Εβραίοι
– Οι Μπαγιάτηδες
– Χρονολογικό Κομφούζιο
– Τύποι της Θεσσαλονίκης
– Οι Βούλγαροι στη Μακεδονία
– Οι Ξένοι του Φραγκομαχαλά
– Οι Ρουμάνοι
– Οι Αρμένηδες


[…] μέσα από τις ζωές των ανθρώπων που έζησαν στην πολύπαθη και ιστορική αυτή πόλη και τις συγκυρίες που τους οδήγησαν σε συγκεκριμένες συνθήκες, ο αναγνώστης θα αντιληφθεί σε βάθος το σύμπλεγμα των ιστορικών εξελίξεων που καθόρισαν τη μορφή των Βαλκανίων ώς τις μέρες μας, πάντα υπό ένα ανθρωπιστικό πρίσμα το οποίο μας θυμίζει συνεχώς ότι οι λαοί δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν μεταξύ τους αν δεν αποφασίσουν για το αντίθετο κάποιοι άλλοι. Ένα γλαφυρό και γραμμένο με πολύ μεράκι βιβλίο, το συνιστώ ανεπιφύλακτα. (Μάριος Δαμουλιάνος, περ. Strange, 2008)
– Πρόλογος
– Οι Τούρκοι
– Οι Εβραίοι
– Οι Μπαγιάτηδες
– Χρονολογικό Κομφούζιο
– Τύποι της Θεσσαλονίκης
– Οι Βούλγαροι στη Μακεδονία
– Οι Ξένοι του Φραγκομαχαλά
– Οι Ρουμάνοι
– Οι Αρμένηδες
Οι Μαγεμένες της Θεσσαλονίκης, πιο γνωστές με την ισπανοεβραική τους ονομασία Las Incantadas, ήταν ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα ανάγλυφων μορφών στην Αγορά της πόλης. Τις άρπαξε τον 19ο αι. ο Γάλλος Ε. Μίλλερ, που επονομάστηκε “Έλγιν της Θεσσαλονίκης”, και τις μετέφερε στη Γαλλία. Σήμερα εκτίθενται στο Μουσείο του Λούβρου. Από αφηγήσεις περιηγητών, που είδαν και περιέγραψαν το μνημείο, από μελέτες ιστορικών και αρχαιολόγων, από ανασκαφικά ευρήματα, ο συγγραφέας προβαίνει σε μια σφαιρική μελέτη του μνημείου: αναγνωρίζει τις αναπαριστώμενες μορφές, εξηγεί γιατί ειδικά αυτές περιλαμβάνονταν στο μνημείο, επιχειρεί να μας δώσει το κλίμα μέσα στο οποίο ανεγέρθηκε το μνημείο, το χρονολογεί και το τοποθετεί στη θέση που κατείχε στη Θεσσαλονίκη.
Πόσες αναμνήσεις χωράνε σε 65 χρόνια;
Ο Αλέκος Γρίμπας, ο νεότερος δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης πριν τη δικτατορία, έζησε από τα τρυφερά του χρόνια τη βία των κρατούντων, ξένων ή «φιλελλήνων», όταν η αυθαιρεσία είχε νόμιμο προσωπείο: Κατοχή, Εμφύλιος, Παλινόρθωση, Δικτατορία, Εξορία, Μεταπολίτευση. Κάθε εποχή ένα καρφί στη μνήμη, μια πληγή.
Στο βιβλίο του ο Αλέκος Γρίμπας επιλέγει αναμνήσεις. Με χιούμορ και με πίκρα, χωρίς μίσος. Σαν ναΐφ ζωγράφος, δεν σμιλεύει τον λόγο του, τον αφήνει αδρό, ανεπιτήδευτο.
Ο Αλέκος Γρίμπας έχει τιμήσει με τη φιλία του πολλούς από εμάς. Πιστός σύντροφος, αγνοεί την κακία. Ακόμη και την εναντίον του δίωξη για «προσβολή της μνήμης» του Κατοχικού φρούραρχου Θεσσαλονίκης την πέρασε με ευγένεια. Και ας του σκότωσαν τον πατέρα…
Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου κρύβει θησαυρούς. Όχι μόνο για την Αριστερά. Είναι ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλονίκης.
– Κλέαρχος Τσαουσίδης, φίλος του
Από τον Μεσαίωνα ακόμα, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, τα χάνια, τα χαμαιτυπεία και οι ταβέρνες βρίσκονταν έξω από τα τείχη των πόλεων, κοντά στις πύλες. Όταν εξέλιπε η ανάγκη της προστασίας των πόλεων με τείχη, τα ευαγή αυτά ιδρύματα μεταφέρθηκαν μέσα σης πόλεις και κατά προτίμηση στις αγορές, εκεί που κυκλοφορούσε πολύς κόσμος. Στην αρχή τα χάνια ήταν συνάμα και μπουρδέλα και ταβέρνες, αλλά με τον καιρό οι καινούριες συνθήκες ζωής επέφεραν το διαχωρισμό τους. Τα μπουρδέλα έμειναν έξω από τις πόλεις, τα χάνια άρχισαν να λειτουργούν στις ακραίες συνοικίες, πάντοτε όμως κοντά στις οδούς επικοινωνίας της πόλης με την ύπαιθρο, και οι ταβέρνες στα πιο πολυσύχναστα μέρη των αστικών κέντρων.
Εδώ στη Σαλονίκη οι πιο πολλές ταβέρνες βρίσκονταν στο Βαρδάρη και, όπως αναφέρει ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή που πέρασε από την πόλη μας στα 1668, υπήρχαν τότε στη Σαλονίκη τριακόσιες σαράντα οκτώ ταβέρνες και καπηλειά. Στις αρχές του 19ου αιώνα σ” όλο το μήκος της οδού που θα ονομαστεί αργότερα Εγνατία υπήρχαν υπόγειες ταβέρνες, που σ” αυτές έπιναν τα ρακιά τους οι Τούρκοι για να μη τους βλέπουν οι ραγιάδες. Για τις ταβέρνες που ήταν γύρω από την Καμάρα, η παράδοση αναφέρει ότι οι ιδιοκτήτες τους ξεμονάχιαζαν τους γενίτσαρους, τους μεθούσαν και τους έριχναν στους βόθρους. Θα πείτε: γιατί οι ταβερνιάρηδες, κατά κανόνα άνθρωποι αγαθοί, γίνονταν φονιάδες; Η αφόρητη τρομοκρατία που ασκούσαν οι γενίτσαροι και η εκμετάλλευση των χριστιανών είχε ξεπεράσει κάθε όριο και οι ραγιάδες, μη μπορώντας να τους πολεμήσουν τους Τούρκους μ” άλλο τρόπο, τους εξαφάνιζαν ρίχνοντάς τους στους βόθρους των μαγαζιών τους χωρίς ν” αφήνουν ίχνη.
Το όνομα της Σικελίας, κάθε φορά που το φέρνω στον νου μου, με οδηγεί -σαν το ταχύπλοο του Οδυσσέα- βαθιά πίσω στον χρόνο. Τότε που, μικρό παιδί, άκουσα από το στόμα της καθηγήτριας των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο -με την αθωότητα που έχουν από τη φύση τους όλα τα παιδιά- την ανάγνωση των “Σικελικών” του Θουκυδίδη. Η Σικελία, έκτοτε, ήταν για μένα όνομα μισητό. Ή, μάλλον, ένα όνομα που με φόβιζε. Εκεί δεν είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά και με τρόπο ατιμωτικό ο περήφανος αθηναϊκός στρατός; Στα υγρά λατομεία των Συρακουσών δεν κλείστηκε ο πλήθος των 7.000 άτυχων Αθηναίων αιχμαλώτων; Εκεί μέσα, πατώντας κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον, δεν βρήκαν οικτρό θάνατο χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές;
Το βιβλίο μνημονεύει τη σκοτεινή αίθουσα ως ένα από τα τρία στοιχεία απόλαυσης του σινεμά. Αποτελεί φιλόπονο συλλεκτικό έργο ενός πιστού του κινηματογράφου ως λαϊκού θεάματος και ντοκουμέντο ιστορικής έρευνας. Έχει την ψυχή του ευαίσθητου και αλκοολικού θεατή μέσα του και τη σωστική φροντίδα του “ανώνυμου” χρονικογράφου μιας εποχής απ’ έξω του. Αρχίζει με τη γενεαλογία των ονομάτων των αιθουσών της Θεσσαλονίκης. […] Παρεκβαίνει μετά προς την περιοχή των επιγείων θεοτήτων που πέρασαν κι από τη Θεσσαλονίκη “ωραίες και μοιραίες” για την παρηγοριά του λαού και τις στιγμιαίες εξάψεις του. Ρίχνει μερικές σκέψεις του στο χαρτί υπερασπίζοντας την παντομίμα. Παρακολουθεί τα πρώτα βήματα του ελληνικού κινηματογράφου, συμπληρώνοντας τις πληροφορίες του με χαριτωμένα σχόλια, κρίσεις και αναφορές. Τέλος, καταγράφει τις ταινίες που προβλήθηκαν στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1944. Με στοιχεία ξεθαμμένα από βιβλία ξένων στρατιωτικών, λευκώματα κυριών και σκόρπια φύλλα εφημερίδων. Την “υπόθεση” μερικών ταινιών απ’ αυτές την ιστορεί σαν παραμύθι. Ωσότου φτάνει στον Επίλογο με μιαν αίσθηση, θα λέγαμε, πληρότητας και κορεσμού του αφηγητή που έκανε το παν για να τροφοδοτήσει τη ροή του λόγου του με οποιοδήποτε υλικό μπορούσε να παρασύρει προς την εκβολή του. Μιλώντας περισσότερο παρά γράφοντας, ο Κώστας Τομανάς μπορεί να ονομαστεί ο λαϊκός κι εμπειρικός κοινωνιολόγος του σινεμά και συγχρόνως ο γνήσιος υπερασπιστής της κινηματογραφικής αίθουσας. (Νίκος Κολοβός, περιοδικό Διαβάζω, 25/5/1994)