Ο Παίκτης και το Παίγνιο
…Καθόμαστε πάνω σε μια πληγή
Που δεν πιστεύουμε στη γιατρειά της
Και την κοιτάμε όπως
Οι τουρίστες τον κρατήρα του ηφαιστείου…
Έζησα και πέθανα στην ακαμψία.
Μου διέφυγε το παιδί που με κρατούσε όρθιο.
–
Τα βουνά εκεί.
Δίχως πλαστά δέντρα.
Χωρίς ίχνος καπηλείας.
Αρχίζω να σκέφτομαι ήσυχα.
–
Από γεννησιμιού μου πήρα την όψη σου.
Με τύφλωσες, πατέρα.
Δεν έγινα άντρας για ζωή.
–
Αθώοι τάχα.
Άμαθοι δήθεν.
Ετοιμαστήκαμε στο ψέμα.
Ανατινάξαμε το είναι.
–
Πολιτεία, σε γέμισα τσιμέντο.
Αφυδατώθηκες.
Έχασα το περίγραμμά σου.
…Καθόμαστε πάνω σε μια πληγή
Που δεν πιστεύουμε στη γιατρειά της
Και την κοιτάμε όπως
Οι τουρίστες τον κρατήρα του ηφαιστείου…
Είχε μπει στον πειρασμό
και είχε κρυφοκοιτάξει
μέσα απ’ το φινιστρίνι.
Δεν περίμενε να υπάρχουν
πόρτες που προδίδουν
τα μυστικά τους.
Γι’ αυτό υπάρχουν τα παράθυρα.
Στη μέση ένας καλόγερος
σκυφτός χωρίς λόγο.
Γυμνός από πανωφόρια
τυλιγμένος μ’ ένα μεταξωτό μαντήλι.
Στο πάτωμα ένα ποτήρι με μία ανεμώνη.
“Μια άνοιξη κλεισμένη μ’ έναν καλόγερο
σ’ ένα δωμάτιο, πόση ζωή να έχει…” σκέφτηκε.
Ο καλόγερος που άκουσε τη σκέψη του
άρχισε να ψάχνει την κορμοστασιά του…
Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Παρίσι.
Ακολουθώντας μια κατεστραμμένη μοίρα
από την Κωνσταντινούπολη, ο πρωταγωνιστής
θα καταλήξει στη πολυπολιτισμική
οθωμανική Θεσσαλονίκη του 1861.
Τρία χρόνια αργότερα, θεοί και άνθρωποι,
απομακρύνονται από την πατρώα γη.
Τα γεγονότα της αποξήλωσης και μεταφοράς του μνημείου
των «Μαγεμένων» στο Παρίσι,
θα προκαλέσουν τις εξελίξεις σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο.
Ένας Οθωμανός, μία Εβραία και ένας Γάλλος,
θα τυλίξουν μαζί το νήμα που υφαίνουν μύθος και ιστορία.
Στην ανατολή του 1900, στην πόλη του φωτός,
θα ολοκληρωθεί η διαδρομή στις ζωές των ήρωες του βιβλίου.
Μια νέα διαδρομή θα χαραχτεί και θα είναι αυτή,
της επιστροφής των Μαγεμένων στην γενέθλια πόλη.
Το άτομο μέσα στη μοντέρνα κοινωνία απομονώνεται γιατί προτιμά να είναι διασπασμένο παρά να μην είναι αυθεντικό. Εάν ο μεγαλύτερος ποιητής της γερμανικής γλώσσας του εικοστού αιώνα έχει την αίσθηση ότι εκφράζει την εποχή του, ότι την ενσαρκώνει αποδεχόμενος όλες τις πληγές της, είναι ακριβώς γιατί νιώθει ελεύθερος από κάθε δεσμό, νιώθει ξεριζωμένος από κάθε κοινωνικό πλαίσιο και ξένος μέσα στην ίδια του την κατοικία, μες στον τεχνολογικό πολιτισμό και μέσα στον κόσμο που τον περιβάλλει. Η καθολικότητα της ποίησής του οφείλεται στο ότι έχει βιώσει και καταγράψει το πεπρωμένο ενός πολιτισμού και μιας ιστορικής περιόδου, που έχει στερήσει από τον λαό γενικά και από το κάθε άτομο ξεχωριστά κάθε οικουμενική αξία, κάθε σχέση με το Όλον, του οποίου ο ποιητής θεωρείται εκπρόσωπος. Ο Κόσμος αποτελείται πλέον από θραύσματα που παρασύρονται στον γκρεμό, από διαλυμένες και εξαρθρωμένες ατομικότητες. Από το βάθος της δυστυχίας τους, αυτά τα μόρια δεν μπορούν να εκφράσουν παρά μόνο τη νοσταλγία τους για τη χαμένη ενότητα. Ο Τρακλ βιώνει σε βάθος αυτήν τη διάσπαση της εποχής του, προφητεύει και υφίσταται τις παγκόσμιες καταστροφές, την αγωνία ενός πολιτισμού που διαλύει όλα τα θεμέλια της ζωής και μέχρι τον Γολγοθά του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα στον οποίον σιγοκαίγεται και τελικά πεθαίνει. Το απομονωμένο άτομο δεν μπορεί να γίνει συμμέτοχο, η μόνη του δυνατή αυθεντικότητα είναι να επιλέξει το περιθώριο. ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΜΑΓΚΡΙΣ
Δίπλα μας. Ένας τζίτζικας, ένα μυρμήγκι, μια μέλισσα. Όντα στην ουσία τους ακατανόητα για τον άνθρωπο
και απέναντι στην κυριαρχική λογική του, που, όμως, παράλληλα με αυτόν μοχθούν για την επιβίωσή τους, το καθένα με τον τρόπο του.
Μέσα από τη διαφορετική ανάγνωση συνήθων και μη πρακτικών διάφορων ζωντανών οργανισμών, επιχειρείται η προσέγγιση της ουσίας της ενστικτώδους φύσης, η ανάδειξη των φωτεινών αλλά και των σκοτεινών της τάσεων και τελικά η αποκάλυψη του πλούτου των απαντήσεων που κρύβονται στην αρχέγονη αγωνία ενός σπουργιτιού ή στο πηγαίο τέντωμα μιας γάτας.
(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Πρόκειται για την τέταρτη ποιητική συλλογή του πολυγραφότατου Απόστολου Λυκεσά, στις οποίες επανέρχεται μετά το μυθιστόρημά του Το τσίρκο των ψύλλων (2009). Η επιστροφή στην ποίηση μοιάζει αναπόφευκτη για το λογοτέχνη που δε διστάζει να μας καταπλήξει με τον εκσυγχρονισμένο λόγο του και την επικαιρότητα που μάλλον ταλανίζει το συγγραφέα αντί να τον στρέφει στις παλιές εγγυημένες λογοτεχνικές παραδόσεις. Το βιβλίο αποτελεί εγχειρίδιο επιβίωσης στο γλωσσικό και νοηματικό βούρκο της εποχής μας αλλά και μία μεγάλη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας που στέκει απέναντι στον ποιητή και δεν τον τρέπει σε φυγή λόγω φόβου. Eίκοσι ποιήματα είναι αρκετά να μας επιδείξουν την ακτινογραφία της εποχής μας που ξεκινάει με τα «Τείχη των Αχαιών» και κλείνει με το «Απόλλυμι». Θα λεγε κανείς ότι υπάρχει μια νοηματική συνέχεια ανάμεσα στο πρώτο και το τελευταίο ποίημα, ένας κύκλος που κρύβει τα ενδιάμεσα ποιήματα. (του Παναγιώτη Λογγινίδη)