Γιώργος Λεπενιώτης

Κατάγεται από τα Τρίκαλα. Έκανε βασικές σπουδές στα Νομικά και μεταπτυχιακές στη Φιλοσοφία, Ιστορία και Κοινωνιολογία του Δικαίου. Ασχολήθηκε με θέματα κοινωνικής οικολογίας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Συγγράμματα του για τους Τσιγγάνους:
«Τσιγγάνοι και ελληνικός χώρος», οι θεσμοί και η τσιγγάνικη κοινότητα, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 1989
«Μορφές οργάνωσης και λειτουργίας άτυπων δομών εκπαίδευσης στους Τσιγγάνους Αλιβερίου Ν. Ιωνίας Βόλου», Γιώργος Λεπενιώτης, Ρίτα Σπανούλη, Δήμος Ν. Ιωνίας 1997
«Με στέγη τον ουρανό», Ανθολογία ελληνικών διηγημάτων για τους Τσιγγάνους, εκδ. Γένεσις 2008.

Author's books

Gypsy Folktales From Greece

When we think of the arts in relation to Roma, we think of music and dance, performance arts that are easily accessible to the public at large. Storytelling is considered a significant art form among the Roma but it is a private one, reserved and intended for transmission strictly within their own community.

The book you hold in your hands, Gypsy Folktales from Greece, is a selection of 20 unique and vivid Romani tales, lovingly collected by sociologist-ethnologists Rita Spanouli and Giorgos Lepeniotis over the course of three decades of visits to Romani camps and settlements, and living and traveling with nomadic groups of Roma throughout mainland Greece.

Παραμύθια των Ρομά – Ε Πουρανε Μπροσα

«Είμαι Τσιγγάνος», της είπε ο βασιλιάς, «σ’ αυτόν τον τόπο έχω βαρεθεί τη ζωή μου. Εσύ που είσαι αγράμματη αλλά σοφή. Εσύ που είσαι πεντάφτωχη, αλλά έχεις ξάστερο και ακονισμένο μυαλό. Που δεν έχεις τίποτα, αλλά έχεις κέφι και καρδιά. Πες μου αν ξέρεις κάτι σημαντικό που να ξυπνήσει την ψυχή μου. Που να είναι στ’ αλήθεια όμορφο, χωρίς η ομορφιά του να σκανδαλίζει. Κάτι που να έχει το μυστικό άρωμα της αρετής, χωρίς τη συνηθισμένη βλακεία της διδασκαλίας. Κάτι που να είναι αληθινά σοφό και απλό, χωρίς ωστόσο τυλιγμένο στα φανταχτερά κουρέλια της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Κάτι που να είναι ευχάριστο σαν την καινούργια φιλενάδα αλλά όχι κουραστικό σαν τη σύζυγο. Ούτε βέβαια ανατριχιαστικό σαν την πεθερά. Κάτι που να σε μεθάει σαν το παλιό αγνό κρασί χωρίς να σου θολώνει το μυαλό. Κάτι που αρέσει στους πλούσιους όσο και στους φτωχούς, στους τίμιους όσο και στους κατεργάρηδες. Κάτι που να μη βάζει σε σκοτούρες τον βασιλιά και την κυβέρνηση. Ούτε και τον λαό σε αναταραχές. Κάτι που να γοητεύει. Ν’ αποκοιμίζει μωρά στα γόνατα της γιαγιάς τους. Ν’ αρέσει στ’ αγόρια όσο και στα κορίτσια. Να το ακούνε με την ίδια ευχαρίστηση οι άντρες όσο και οι γυναίκες, οι σπουδασμένοι, οι μυαλωμένοι όσο και οι ασπούδαστοι και οι αγράμματοι, οι ονειροπαρμένοι. Κάτι που για το χατίρι του να παρατάνε στη μέση τη δουλειά τους οι νοικοκυρές. Να αποξεχνάνε τα κορίτσια τη βαρέλα τους στη βρύση. Να λησμονούν το ψωμί τους στον φούρνο. Να αφήνουν να καίγεται το φαγητό τους στη φωτιά. Κάτι που να μαγεύει τις γριές και τους γερόντους. Να ακούγεται με την ίδια ξενοιασιά τόσο τη νύχτα όσο και τη μέρα.»
Τότε όλοι τριγύρω σώπασαν. Κρατάνε την αναπνοή τους. Θάμασαν τη σοφία του βασιλιά. Αλλά από μέσα τους σκέφθηκαν: «Ζητάει κάτι ο βασιλιάς, κάτι που δεν υπάρχει!»
Η γριά Τσιγγάνα Ταμάρα χαμογέλασε. «Κατάλαβα», είπε, «βασιλιά, τι ζητάς, ζητάς, πολυχρονεμένε μου αφέντη, να σου πω ωραία παραμύθια».