Το Ξύπνημα
Έτσι κύλησε η ώρα και η Άννα σηκώθηκε να φύγει γιατί είχε μάθημα, και “θα τηλεφωνηθούμε”, είπαν και οι δυο σχεδόν ταυτόχρονα. Μετά από λίγο σηκώθηκε και ο Max. Ο ήλιος πήγαινε να δύσει και άρχισε να κάνει κρύο. Ο Max κούμπωσε το μπουφάν του και κατευθύνθηκε προς την παραλία. Πήδηξε στην άμμο. Είχε σηκώσει κύμα και αέρα. Σήκωσε το φερμουάρ μέχρι το πηγούνι και, με τα χέρια στις τσέπες και το βλέμμα μπροστά, άρχισε να περπατά και τα παπούτσια του βούλιαζαν στην υγρή άμμο. Κάτι έλαμπε στην άμμο. Έσκυψε και το πήρε. Ήταν μια ρόδα από ένα παιδικό παιχνίδι. Σκέφτηκε το μικρό τραυματισμένο αυτοκίνητο, το παιδάκι που θα το κοίταζε με λύπη ή απορία. Θυμήθηκε ότι μικρός είχε δημιουργήσει στην αποθήκη του σπιτιού τους ένα νοσοκομείο αυτοκινήτων. Κάποτε, σε κάποια εκκαθάριση, η μητέρα του τα πέταξε, τα θεώρησε άχρηστα όλα αυτά τα αυτοκινητάκια, με τις λειψές ρόδες, χωρίς τιμόνια, με τις σπασμένες πόρτες. Είχε κλάψει πολύ όταν το είδε και του έλειπαν για καιρό, κάκισε τη στεγνή λογική των μεγάλων και την αυστηρή κατάταξη με την οποία ταξινομούσαν τα αντικείμενα σε χρήσιμα και άχρηστα. Ήταν, θυμάται, η πρώτη διαφοροποίηση που ένιωσε να τον χωρίζει από τους ενήλικες. Έφερε στο μυαλό του το κουτί με τα αυτοκινητάκια, και ξαφνικά του έλειψαν πολύ. Έσφιξε τη ρόδα στη χούφτα του και την άφησε να πέσει στην τσέπη του.
Αργότερα, στην προσπάθειά του να ζεσταθεί, σήκωσε τους ώμους και έσπρωξε τα χέρια του πιο βαθιά στις τσέπες του. Άφησε ένα μικρό επιφώνημα πόνου, καθώς το δάκτυλό του γρατζουνίστηκε στη ρόδα. Έβγαλε την παλάμη του και είδε μια μικρή κόκκινη αμυχή, λίγο αίμα. Το κοίταξε και χαμογέλασε. Αν συνέβαινε τότε, θα ήταν εργατικό ατύχημα, σκέφτηκε, κάποιου τραυματιοφορέα στο παιδικό του νοσοκομείο αυτοκινήτων.