Σηκώθηκε, την πήρε απ’ το χέρι, την τράβηξε στο μπαλκόνι. «Κοίτα ψηλά, τι βλέπεις;» τη ρωτά. «Τον ουρανό, τι άλλο; Ασυννέφιαστος σήμερα, πεντακάθαρος», απαντά η Ελένη σα μικρό παιδί στον δάσκαλο που το παίζει παιδί. Ο Πανώρας χαμογελά, περνά το χέρι στον ώμο της, της ψιθυρίζει στο αυτί σαν ερωτευμένος στην πρώτη του εξομολόγηση: «Αν δεν γνωρίζαμε την ανέφελη νύχτα, αν βλέπαμε μόνο το γαλάζιο που μας σκεπάζει, δεν θα μαθαίναμε ποτέ πως πέρα απ’ αυτό απλώνεται το άπειρο, οπότε δεν θα είχαμε μέτρο να μετρηθούμε ούτε να μετρήσουμε παρά μόνον εκείνο του μικρόκοσμού μας, ο οποίος, χωρίς αμφιβολία, περιέχει κι αυτός όχι μόνο τη γεύση μα και τη δομή του απείρου, πώς αλλιώς. Μόνο που δίχως την πλήρη εικόνα είναι αδύνατο να εννοήσουμε καλά ακόμα κι αυτό. Μηρυκάζουμε βέβαια τα λόγια του ποιητή που λέει πως είμαστε φτιαγμένοι απ’ το υλικό των ονείρων, ενώ δεν μας πάει ο νους στο γεγονός πως και τα όνειρα είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό, πες το αστερόσκονη, απ’ την οποία είμαστε φτιαγμένοι.» Την κοίταξε στα μάτια: «Παρ’ όλη την προσπάθεια να σε παρασύρω στο σύμπαν, βλέπω πως σκάλωσες στη σκόνη, σ’ ενοχλεί η λέξη, έστω και ως δεύτερο συνθετικό της ποιητικότατης αστερόσκονης. Όμως, ό,τι ξεστόμισα το έκανα για να ενθαρρύνω τον από δική μου υπαιτιότητα πληγωμένο ιδεαλισμό σου, όσο και για να υποκλιθώ μπροστά του. Είχα λησμονήσει πως ο εγκέφαλος λειτουργεί σύμφωνα με τον τρόπο που δραστηριοποιείται το σύμπαν, μέχρι που σήμερα, πρωί-πρωί με την αυγούλα, επέστρεψαν τα λόγια στον νου μου, λόγια ενός άλλου, όχι δικά μου.»