Περιεχόμενα
– Αντί προλόγου
– Εισαγωγή
– «Η φόνισσα»
– Η απότομη μετάβαση από την ευτυχία στο δράμα
– Όταν ο Φρανκενστάιν συνάντησε τον Αόρατο άνθρωπο
– «Λευκές νύχτες»
– Βιβλιογραφικές αναφορές
Ποια σχέση μπορεί να έχει η απηνής «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη με τις ρομαντικές και ιδιαίτερα ευαίσθητες «Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέβσκη; Και πώς δίπλα στον έξω του κόσμου τούτου «Φρανκενστάιν» (της Σέλλεϋ) και στον «Αόρατο» (του Ουέλλς) θα μπορούσε να σταθεί ο πολύπαθος Βενέζης με την αφήγηση του μικρασιατικού δράματος;
Ως από μηχανής θεός με τράβηξε έξω από το αδιέξοδο (όπως συμβαίνει τις περισσότερες, τουλάχιστον, φορές) το όνειρο, αυτό που έχει τη δύναμη να “αφαιρεί βάρος από τα ξύπνια βάσανά μας”.
– Αντί προλόγου
– Εισαγωγή
– «Η φόνισσα»
– Η απότομη μετάβαση από την ευτυχία στο δράμα
– Όταν ο Φρανκενστάιν συνάντησε τον Αόρατο άνθρωπο
– «Λευκές νύχτες»
– Βιβλιογραφικές αναφορές
Στο “Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου” ένας νέος δολοφονείται από παρανόηση, επειδή μοιάζει καταπληκτικά με κάποιον άλλο. Ο φόνος αναπαράγεται κατοπτρικά στο τέλος της ιστορίας, πάλι βασισμένος σε παρανόηση. Πριν από τον φόνο αυτόν, ανάλογοι φόνοι (ή κατ’ επίφαση φόνοι) διαπράττονται κατά συρροή σε άλλους τόπους, σε άλλα, ξενόγλωσσα κείμενα, σε συνδυασμό με ανάλογες παρεξηγήσεις, αντικαταστάσεις προσώπων, διχασμούς προσωπικοτήτων, κλεμμένες σκιές και χαμένα είδωλα. Όλος αυτός ο φασματικός κόσμιος των αναδιπλασιασμών -εκτόνωση του άγχους που προκαλεί η επέλαση του βιομηχανικού εφιάλτη αλλά και η ανακάλυψη του ασυνείδητου- συνυπάρχει στις περισσότερες περιπτώσεις με τον θάνατο. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι και τα έξι διηγήματα του Βιζυηνού είναι μελέτες θανάτου, με εστίαση κάθε φορά σε διαφορετική δεσπόζουσα. Ακόμα και το “Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως”, όπου κανείς δεν πεθαίνει βιολογικά, υπαινίσσεται έναν συναισθηματικό θάνατο. Το συγκεκριμένο διήγημα, πάντως, ακολουθεί στερεοτυπικά τη σχετική παράδοση, υποβάλλοντάς την ταυτόχρονα σε επανεξέταση υπό την πίεση του ρεαλιστικού αιτήματος του καιρού του. Υπ’ αυτές τις συνθήκες το θέμα του σωσία αξιοποιείται επιπλέον ως όργανο διερεύνησης του σπουδαιότερου (κατά πολλούς, του μοναδικού) θέματος της λογοτεχνίας, του θανάτου, ως ρητορικό στρατήγημα για την άρθρωση του ανείπωτου.
“Αναρωτιέμαι, αν αυτή η ηθική στάση των πεζογράφων της Θεσσαλονίκης απέναντι στη ζωή διαφέρει τελικά και κατά πόσο από την ειλικρίνεια του Ροθ και των άλλων Αμερικανών συγγραφέων, αλλά και την αίσθηση του χρέους που τους διακρίνει στη γραφή τους. Χρέος να καυτηριάσουν τη σαπίλα της αμερικανικής κοινωνίας, τα αδιέξοδα του έρωτα, τα προσωπικά ναυάγια, τον παραλογισμό της οικογένειας, το συλλογικό τραύμα του πολέμου στο Βιετνάμ, τους δήθεν διανοούμενους του καιρού τους. Πιστεύω τελικά πως αυτό το ηθικού τύπου “συγγραφικό καλούπι”, αν μπορώ να το ορίσω έτσι, είναι κοινό τόσο στους Αμερικανούς όσο και στους Θεσσαλονικείς πεζογράφους. Και αν ο αντικομφορμισμός και η αντισυμβατικότητα των Αμερικανών συγγραφέων αυτής της περιόδου είχε αιχμή του δόρατος τη στηλίτευση του ιδεολογήματος του “αμερικανικού ονείρου”, στη Θεσσαλονίκη του ’60 και του ’70, το ισοδύναμο των επιπτώσεων του αμερικανικού ονείρου σε κοινωνικό επίπεδο ήταν ο συντηρητισμός, ο μικροαστισμός και η απέραντη ηθικολογία των ανθρώπων της – στοιχεία που, βοηθούσης και της θρησκοληψίας, επιβιώνουν, δυστυχώς, μέχρι και σήμερα σ’ αυτήν εδώ την πόλη.”
Δύο εκτενείς ενότητες με 50 συνολικά κείμενα -μελέτες, δοκίμια, βιβλιοκρισίες και συνδυαστικές κριτικές- για Θεσσαλονικιούς (και όχι μόνο) πεζογράφους, αλλά και για μια ενδεκάδα Αμερικανών, που η ρεαλιστική τους γραφή, το “ηθικό βίωμα”, η αυτοβιογραφική διάθεση αλλά και η δημιουργική φαντασία καθόρισαν (και καθορίζουν ακόμη) το σημαντικό τους έργο.
Όσοι πιστεύουν ότι το ηλεκτροσόκ ανήκει στην γκρίζα προϊστορία της ψυχιατρικής κάνουν λάθος. Παγκοσμίως, ο αριθμός των αιτήσεων για την αγορά μηχανημάτων ηλεκτροσόκ αυξάνεται. Σύμφωνα με μία εκτίμηση του 2013 από τους λάτρεις του ηλεκτροσόκ, περίπου 2-3 εκατομμύρια άνθρωποι δέχονται ετησίως ηλεκτροσόκ.
Αναλύοντας τα σπουδαία έργα των κορυφαίων αμερικανών κοινωνιολόγων Νταίηβιντ Ρήσμαν, Κρίστοφερ Λας, Ντάνιελ Μπελ και Ρίτσαρντ Σένετ, ο συγγραφέας καταλήγει στα συμπεράσματα του: Ζούμε σε μία νέα εποχή. Την εξέγερση της δεκαετίας του 1960 διαδέχονται σήμερα η αδιαφορία και ο ναρκισσισμός. Τη λογική της ομοιομορφοποίησης διαδέχονται η αποτυποποίηση και η γοητεία. Την ιδεολογική σοβαρότητα διαδέχεται η γενίκευση του χιούμορ. Μια νέα δημοκρατική εποχή χαρακτηρίζεται από τον περιορισμό της βίας και την εξάντληση αυτού που εδώ και εκατό χρόνια αποτελούσε την πρωτοπορία. Με αυτό τον νέο ατομικισμό, οι αναπτυγμένες βιομηχανικές κοινωνίες εισέρχονται στη «μεταμοντέρνα» εποχή.
«Θα σε ρωτήσουν κει πάνω, σαν έρθει η ώρα: “Ποιον συναπάντησες κάτω στη γη;” Κ’ εσύ θα τους αποκριθείς: “Κανένα. Τον εαυτό μου μόνο”. Θα σε ρωτήσουν ακόμα: “Πίστεψες, τουλάχιστο, στα όνειρα και στις χίμαιρες, στα ταπεινά έργα των ταπεινών ανθρώπων;” Κ’ εσύ θ’ αποκριθείς: “Όχι”. “Πλήρωσες, λοιπόν, γι’ αυτό κει κάτω;” Κ’ εσύ είναι δίκαιο να τους αποκριθείς πώς πλήρωσες, γιατί, εδώ, στη γη, είναι η μοίρα των ανθρώπων».
Γαλήνη
Ένα βιβλίο-σχόλιο για τη ζωή και το έργο ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς της περίλαμπρης γενιάς του ’30. Ένα βιβλίο-προτροπή για όλους εκείνους που γοητεύονται να κυνηγούν στη ζωή τους χίμαιρες και να πιστεύουν στο θαύμα. Ένα βιβλίο καταδίκης της ασχήμιας και ύμνου της ομορφιάς της ζωής. Ένα βιβλίο για τον Βενέζη με τη γραφή του Βενέζη.
Σε αυτήν την εφήμερη επίγεια διαδρομή “είμαστε όλοι ανώνυμοι/ άμμος που σκορπίζει ο χρόνος/ στην έρημο του κόσμου/ στιγμιαίες λάμψεις/ φτερουγίσματα/ προσωρινή απόδραση/ από το τίποτα στην αυταπάτη/ ζούμε τα δευτερόλεπτά μας/ σ’ ένα περίπλοκο οικοδόμημα/ επινοούμε θρησκείες και θεούς/ μήπως και παρηγορηθούμε/ για την αφόρητη αλήθεια του πεπρωμένου/ είμαστε όλοι ανώνυμοι/ εναλλασσόμενες σκιές της ύπαρξης/ φαντάσματα σε θέατρο του παραλόγου”, σύμφωνα με τον ποιητή και πεζογράφο της Θεσσαλονίκης Τόλη Νικηφόρου.
Τελικά, μετά από πολυετείς δοκιμασίες, άγονες αυταπάτες και διαφόρων μορφών χίμαιρες που παγίδευσαν το σύγχρονο δυτικό άτομο στο όνομα της υποτιθέμενης ευμάρειας και της υλικής ευτυχίας (αφοπλίζοντάς το σε ανούσιους τεχνητούς ρόλους και κομφορμιστικούς κανόνες), η ελπίδα διαφαίνεται αχνά μέσα από τους χώρους της Λογοτεχνίας και της Τέχνης- μέσα από έναν γόνιμο επαναπροσδιορισμό των ανθρώπινων αξιών και της ηθικής σύμφωνα με τους κανόνες της αμόλυντης φύσης: “Τη μυγδαλιά αγαπώ/ όχι νυφούλα/ του χειμώνα στολισμένη/ αλλά γιατί/ ν’ ανθίσει βιάζεται/ τους νόμους αψηφώντας” – Γ. Στεφανάκις