Περιεχόμενα
– Αντί προλόγου
– Εισαγωγή
– «Η φόνισσα»
– Η απότομη μετάβαση από την ευτυχία στο δράμα
– Όταν ο Φρανκενστάιν συνάντησε τον Αόρατο άνθρωπο
– «Λευκές νύχτες»
– Βιβλιογραφικές αναφορές
Ποια σχέση μπορεί να έχει η απηνής «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη με τις ρομαντικές και ιδιαίτερα ευαίσθητες «Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέβσκη; Και πώς δίπλα στον έξω του κόσμου τούτου «Φρανκενστάιν» (της Σέλλεϋ) και στον «Αόρατο» (του Ουέλλς) θα μπορούσε να σταθεί ο πολύπαθος Βενέζης με την αφήγηση του μικρασιατικού δράματος;
Ως από μηχανής θεός με τράβηξε έξω από το αδιέξοδο (όπως συμβαίνει τις περισσότερες, τουλάχιστον, φορές) το όνειρο, αυτό που έχει τη δύναμη να “αφαιρεί βάρος από τα ξύπνια βάσανά μας”.
– Αντί προλόγου
– Εισαγωγή
– «Η φόνισσα»
– Η απότομη μετάβαση από την ευτυχία στο δράμα
– Όταν ο Φρανκενστάιν συνάντησε τον Αόρατο άνθρωπο
– «Λευκές νύχτες»
– Βιβλιογραφικές αναφορές
Τα κείμενα που παρουσιάζονται σε αυτήν την ανθολογία ανήκουν σε έναν αρχιτέκτονα που ξεφεύγει από τις συνήθεις κατατάξεις. Ο Erich Mendelsohn (1887-1953), εβραίος και γερμανός, ήταν βέβαια ένας μοντέρνος αρχιτέκτονας το έργο του συμπίπτει με την εποχή της εδραίωσης του μοντερνισμού – χωρίς όμως να μπορεί να ταυτιστεί πλήρως με αυτό που γνωρίζουμε ως κυρίαρχο μοντέρνο μορφολογικό ιδίωμα… Έντονο, χαρακτηριστικό αλλά πάντα αρκετά ορθολογικό ώστε να παραμένει υλοποιήσιμο, προσωπικό και παράξενο κάποτε, έμεινε όμως στη μνήμη μας ως κάτι που μας γοήτευε με την ιδιαιτερότητά του, χωρίς να ξέρουμε ακριβώς γιατί.
Όσοι πιστεύουν ότι το ηλεκτροσόκ ανήκει στην γκρίζα προϊστορία της ψυχιατρικής κάνουν λάθος. Παγκοσμίως, ο αριθμός των αιτήσεων για την αγορά μηχανημάτων ηλεκτροσόκ αυξάνεται. Σύμφωνα με μία εκτίμηση του 2013 από τους λάτρεις του ηλεκτροσόκ, περίπου 2-3 εκατομμύρια άνθρωποι δέχονται ετησίως ηλεκτροσόκ.
Τα μελετήματα, που συγκροτούν το βιβλίο, γράφτηκαν στη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας. Από ένα σημείο και μετά έγινε κατανοητό από τον υπογράφοντα πως δεν αποτελούν παρά οπτικές γωνίες υπό τις οποίες αυτός παρακολουθεί το ποιητικό φαινόμενο, τόσο στην παραδοσιακή όσο και στη νεωτερική ρυθμολογική εκδοχή του. Η ποίηση ήταν και είναι λόγος ρυθμικός, και προφανώς και η ποίηση που θα δημιουργηθεί στο άμεσο αλλά και στο απώτερο μέλλον θα εξακολουθεί ενίοτε να επιδεικνύει, οπωσδήποτε να εγκιβωτίζει ή και απλώς να υπαινίσσεται τον ρυθμό ως sine qua non χαρακτηριστικό της. Στο πλαίσιο του βιβλίου, αρυόμενοι ποιητικό υλικό πρωτευόντως από το πεδίο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, προσπαθήσαμε να ψηλαφίσουμε τις ποικιλότροπες εκφάνσεις της ρυθμικής υπόστασης του ποιητικού λόγου, εντάσσοντάς τες σε οπτική αλληλοσυσχετίσεων και χρονικής διαδοχής.
Το βιβλίο αυτό, όπως κάθε βιβλίο, είναι προϊόν συνεργασίας. Τα κείμενα έγραψε η Άννα Βιδάλη και ο Θανάσης Παπιώτης έκανε τα σχέδια. Όμως συμμετείχαν κυρίως σ’ αυτό οι γυναίκες και οι άνδρες που κατέθεσαν τις ιστορίες τους.
Αποτελείται από τρία μέρη.
– Το πρώτο ασχολείται με το θέατρο και το τι σημαίνει για μια κοινότητα να διαλέγει και να ανεβάζει ένα θεατρικό έργο. Τη σχέση που έχουν μεταξύ τους οι ηθοποιοί και οι θεατές, οι διάφοροι άλλοι παράγοντες της θεατρικής παράστασης.
– Το δεύτερο μέρος αφορά τις γυναίκες και το πώς βιώνουν διάφορους σταθμούς στη ζωή τους: την παιδική ηλικία, την εφηβεία και το επάγγελμα.
– Το τρίτο μέρος αφορά την Ιστορία, ιδιαίτερα μια Ιστορία που έχει τραυματικές επιπτώσεις σ’ αυτούς που την βιώνουν. Το τραύμα και τις θλιβερές συνέπειές του στη μετέπειτα ζωή, το πετρωμένο πένθος και τη διεργασία του πένθους.
Το εκτόπισμα της λογοτεχνικής και, γενικότερα, πνευματικής παρουσίας του Ντίνου Χριστιανόπουλου στο μεταπολεμικό πολιτισμικό πεδίο είναι μεγάλο: ο Χριστιανόπουλος υπήρξε από τους πρωτεργάτες του ποιητικού ρεαλισμού, προσέχτηκε ως πεζογράφος, ως κριτικός και ως φιλόλογος, οι εικαστικές τέχνες και η μουσική δεν εξοβελίστηκαν από την άλω της δραστηριότητάς του και, επιπρόσθετα, η Διαγώνιος -το περιοδικό που εξέδιδε και διηύθυνε από το 1958 έως το 1983- διαμόρφωνε αλλά και καθρέφτιζε σημαντικές καλλιτεχνικές προτάσεις και εξελίξεις, ενώ υπήρξε χώρος έκφρασης και φυτώριο άνθισης ποιητών, πεζογράφων, κριτικών και φιλολόγων.
Η όλη πορεία του Χριστιανόπουλου υποβάλλει και μία συγκεκριμένη καλλιτεχνική και ιδεολογική πρακτική που βαθμιαία διαμορφώθηκε σε βιοθεωρία: εκδίωξη της λογοτεχνικής πόζας, επιδίωξη της έσχατης λεκτικής λιτότητας ως απεικάσματος της απλότητας σε κάθε πτυχή του βίου, προσπάθεια για ψηλάφηση του βιωματικού πυρήνα, αγάπη για το λαϊκό, το αφτιασίδωτο και γνήσιο, τόσο ως εν δυνάμει καλλιτεχνική μορφή όσο και ως ιδεολογικό περιεχόμενο. “Λόγος γυμνός”, λοιπόν, υποβλητικός και δραστικός, δηκτικός, σαρκαστικός και ενίοτε αυτοσαρκαστικός, που διερευνά απογυμνωμένος το βίωμα και δεν χαρίζεται σε κανέναν, γι’ αυτό και μερικές φορές πέφτει στην υπερβολή ή και στην αδικία. Ο απογυμνωμένος από κάθε λογής στολίσματα λόγος θεωρείται αρετή και τόλμη από τον Χριστιανόπουλο. δεν είναι τυχαίο ότι η έκφραση “λόγος γυμνός” αντλήθηκε από το κριτικό του δοκίμιο για την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, στο οποίο ο απογυμνωμένος, ειλικρινής και δραστικός λόγος του ποιητικού ρεαλισμού θεωρείται “κουβέντα ανθρώπινη […] απόπειρα να πούμε αυτό που μας καίει, να εκφράσουμε τον καημό που μας τρώει”
Πιστός στον διανοητικό καταυγασμό των συμπυκνωμάτων του ασυνειδήτου (Unbewusstes), ο Διονύσιος Βάγιας ξεκινά την εργασία του ακολουθώντας κατά πόδας την εξάπλωση της φαντασίας από την πρώτη σπίθα / αναλαμπή (το όνειρο της γυναίκας), διά μέσου της ατιθάσευτης εξέλιξής της (τους μύθους, τα παραμύθια, τα νυχτερινά όνειρα και τα όνειρα ζωής), μέχρι την “καθίζησή” στο σωματικό (ασθένειες).
Την αόρατη συρραφή (άλλως, το κοινό μυστικό) αναλαμβάνει το κεντρικό, ένα και μοναδικό φαινόμενο της μνήμης.
Έτσι, στο δεύτερο ήμισυ της εργασίας, αφού παραθέσει δειγματοληπτικά τη γραμμική / εξελιξιακή ψυχολογία του ανθρώπου στις ακρογωνιαίες της λίθους (παιδική / εφηβική και γεροντική), επικεντρώνεται στο οιωνεί αμετακίνητο του χρόνου, τουτέστιν στο εσαεί ενδιάμεσο της καθημερινότητας (απόλαυση, φοβίες, εργασία), λαμβάνοντας, τέλος, υπ’ όψιν και τη δική του επιμέρους έξη: την αντιρρητική αντιπαράθεση, τους ανοιχτούς λογαριασμούς του με τη φιλοσοφία – μια δίνη βέβαια, αφού η λογοτεχνική ανάπαυλα προδίδει διά της πλαγίας οδού την καθήλωση στη διανοητική απόλαυση της ανάγνωσης.