Περιεχόμενα
– Φωτεινό Μονοπάτι
– Τίποτα σπουδαίο
– Στης αλφαβήτας τα μισά
– Βασούλα η Καλαματιανή
– Τ’ ανεμοσούρι
– Σερρεαλιστικόν
– Φοβού τα σιδεράδικα
– Ο Σκαρπέλας
– Τα σκαρπίνια
– Μετρημένη ζωή
– Αποχωρισμοί
Μικρές ιστορίες, επεισόδια καθημερινά, παλιές αφηγήσεις και η νοσταλγία της παιδικής αθωότητας, με φόντο και πρωταγωνιστή τον κόσμο του μόχθου, δομούν ανεπαίσθητα, με διάθεση πότε σαρκαστική και παιγνιώδη, πότε οργισμένη, το περίγραμμα του ευαίσθητου μικρόκοσμου των έντεκα διηγημάτων της συλλογής “Τα σκαρπίνια”.
Έντεκα διηγήματα ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, που επαληθεύουν αυτό που έγραψε ο Αντόνιο Γκράμσι: «Αν δεν μπορείς να κατανοήσεις πραγματικούς ανθρώπους, δεν μπορείς να διακρίνεις τι έχει γενική αξία.»
– Φωτεινό Μονοπάτι
– Τίποτα σπουδαίο
– Στης αλφαβήτας τα μισά
– Βασούλα η Καλαματιανή
– Τ’ ανεμοσούρι
– Σερρεαλιστικόν
– Φοβού τα σιδεράδικα
– Ο Σκαρπέλας
– Τα σκαρπίνια
– Μετρημένη ζωή
– Αποχωρισμοί
Το καλοκαίρι του 2015 στη Λέσβο έφταναν καραβιές προσφύγων και μεταναστών που κατέκλυσαν τα πάντα. Η προκυμαία της Μυτιλήνης και όλες οι παραλίες του νησιού γέμισαν με χιλιάδες δυστυχισμένους ανθρώπους που ζητούσαν να ξεφύγουν από τον φόβο και τον αφανισμό που τους απειλούσε στις πατρίδες τους.
Τότε αναπτύχθηκε ένα τεράστιο κίνημα αλληλεγγύης, στο οποίο μετείχε η συντριπτική πλειονότητα των Λεσβίων, που είχε ως αποτέλεσμα να προταθεί η Λέσβος, και κυρίως οι τρεις γιαγιάδες της Σκάλας Σκαμνιάς που απέσπασαν τον παγκόσμιο θαυμασμό, για το βραβείο Nobel Ειρήνης, που δυστυχώς δεν το πήραν.
Σταδιακά, όμως, από λίγους στην αρχή ανθρώπους, που πολλοί απ’ αυτούς θησαύριζαν από την παρουσία των προσφύγων, δημιουργήθηκε ένα ξενοφοβικό κίνημα με συνθήματα που ήθελαν να πείσουν τον κόσμο, και δυστυχώς έπεισαν πολλούς, πως όλοι αυτοί ήρθαν να μας αλλάξουν την πίστη, να ετοιμάσουν την υποταγή μας στην Τουρκία, να μας κλέψουν τις δουλειές μας. Οπότε θυμήθηκα αυτό που έγραψε ο Σεφέρης (πρόσφυγας κι αυτός) στο έργο του Έξι νύχτες στην Ακρόπολη: “Έφυγαν απ’ τη Σμύρνη. Όταν βγήκαν στη Χίο, μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα τα πάντα έκλεισαν μονομιάς. Αυτός με τη γυναίκα του στο κοπάδι. Το μωρό έξι μέρες να τραφεί, έκλαιγε, χαλούσε τον κόσμο. Η μάνα ζητά νερό. Από ένα σπίτι τέλος πάντων αποκρίνονται: “Ένα φράγκο το ποτήρι”. Κι ο πατέρας διηγείται: “Έφτυσα μέσα στο στόμα του παιδιού να το ξεδιψάσω”.
Αυτή η ελεεινή συμπεριφορά, μαζί και άλλες ιστορίες που άκουσα για την υποδοχή των προσφύγων στο νησί μου, με έκαναν να μετάσχω στον θρήνο της εκατονταετηρίδας από τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τις προγονικές τους μικρασιατικές εστίες, γράφοντας λίγες ιστορίες γι’ αυτά. Απλώς για να θυμόμαστε όλοι.
“Εκείνο τον καιρό, είναι αλήθεια, οι χαρές ήταν πολύ λιγότερες από τις σκοτούρες. Μαζί με τη μάνα είχα την ευθύνη της οικογένειας. Δουλειά και πάλι δουλειά. Η μόνη χαρά που δεν ήθελα να στερηθώ ήταν να μαθαίνω να μαθαίνω καινούργια πράγματα. Γι’ αυτό, παρά το ξεθέωμα της μέρας, τα βράδια περνούσα από τα σοκάκια του χωριού και κοντοστεκόμουν στις αυλόπορτες ν’ ακούσω καμιά είδηση, ας ήταν και παλιά, εμένα μου ‘κανε.”
Ποιος ορίζει το μέτρημα του χρόνου; Ποιος θυμάται πόσο γρήγορα ή αργά άλλαξε ο κόσμος;
Οι ήρωες της Αναθύμησης αναμετριούνται με τη ροή των γεγονότων, τις εξελίξεις. Θυμούνται, ξεχνούν, διηγούνται, καταγράφουν. Μέσα από τις ζωές τους και τις εμπειρίες τους ξεδιπλώνεται και η ιστορία της Λάρισας και της περιοχής της τα τελευταία εκατό και κάτι χρόνια.
Πάμε να κρυφτούμε στις μικρές εσοχές των οικοδομών που ανακαλύψαμε τυχαία. Να χτυπήσουμε τα κουδούνια αγνώστων και να τρυπώσουμε στα υπόγεια ξένων πολυκατοικιών. Να μπούμε κρυφά στα σχολικά προαύλια σκαρφαλώνοντας σε σκουριασμένα κάγκελα και ξεκολλημένες υδρορροές. Πάμε να βρούμε τα δικά μας καταφύγια όπως τότε που όλα τα στενά της πόλης ήταν σπίτι μας. Πάμε να κρυφτούμε πίσω από αγνώστους, να χάσουμε τα ονόματά μας και να γίνουμε και πάλι αόρατοι γι’ αυτούς που τόλμησαν να μας δουν.
Πιάσε το χέρι μου, κοίτα με στα μάτια και άσε με να σου δώσω το λυτρωτικό φιλί. Να πεταρίσει και πάλι η καρδιά μας και να φανερωθούμε. Να προδώσουμε τη θέση μας και να φωνάξουμε σ’ αυτόν τον κόσμο φτου ξελευθερία.
Φασίστα!
Εγώ… φασίστας;
Κι εγώ φασίστας;
Μήπως;
Ρετούς είναι όρος της φωτογραφικής τέχνης. Είναι το ανάλαφρο άγγιγμα του φωτογράφου με καλοξυσμένο μολύβι πάνω στο αρνητικό που διορθώνει τις λεπτομέρειες, τις απροσεξίες στους φωτισμούς, τις μικρές ασέβειες του χρόνου στα πρόσωπα. Ο εξωραϊσμός της πραγματικότητας, το τρυφερό χάδι του ψέματος πάνω στην αλήθεια.
Το ΡΕΤΟΥΣ αφηγείται τη γέννηση ενός ιστορικού φωτογραφείου της Θεσσαλονίκης στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Ακολουθεί τους ανθρώπους του -δύο δίδυμους αδελφούς- και την εξέλιξή τους μέχρι το σήμερα: άνοδος, ακμή, παρακμή και πτώση. Την περιπέτεια της αυτογνωσίας άλλοτε μέσα από τις νοσταλγικές επιστροφές και άλλοτε μέσα στο καθαρτήριο του τραγικού. Την ανάγκη των ανθρώπων να μεταμφιέζονται για να φωτογραφηθούν, και όχι μόνο, σ’ έναν εαυτό διαφορετικό από τον δικό τους, από επιθυμία να παραστήσουν κάτι που δεν είναι.
…Μια παρατεταμένη μεταμφίεση πολλών χρόνων, δεκαετίες με μασκαρέματα όχι τόσο αθώα όσο τα αποκριάτικα, κάλυψαν τη μούχλα, τον βολεμένο συντηρητισμό, τις συνενοχές και τον ενδόμυχο φόβο, κυρίως αυτόν, μήπως εμείς μείνουμε έξω από το παιχνίδι…
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ
Συνάθροιση στην ιερότητα του γνόφου, στην υφαντουργική πληθώρα, τάχισμα δαιδαλώδες και μονότροπο στο τεθλασμένο αγκύλωμα δραματικής υποταγής, στο αιτιώδες γράφημα φασματικής μυθογραφίας. Στιγματικά διεκπεραιώνουν την νουθεσία απόλυτης πλοήγησης, την υψηλή γνωσιακή ακινησία, την σκοτεινή λαμπρύνουσα μομφή, στην χρέωση απίθανης υπόστασης. Και ηχούν τα ενστικτώδικα βελάσματα στου ζόφου μέσα την κτηνώδη δυσωδία, οργανική υποτέλεια, της σάρκας ανυπόληπτη εγγύτητα, λανθάνον επεισόδιο μιας ευρυγώνιας λήψης: λόγοι αστραπιαίας παραχώρησης, υπαιτιότητα γενικευμένη, χώροι μιας πεμπτουσιακής ανέλκυσης, τόνοι οξύσχημοι ληπτότητας, ευμάρεια στον τεκμηριακό πνευματισμό, ποιότητα εξουθενωμένη στο νοητό, ελπιδοφόρο θέισμα. Θεάμονες στο ενιαίο όραμα, μιαν αμεσότητα συμπυκνωμένη στο ανίδεο δέλεαρ αταυτοποίητης οντότητας, κινούνται ευφημιστικά σε οχληρό προαισθητήριο τάνυσμα.
Η ιστορία δύο νέων φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, της Αυγής και του Νικόλα, που γνωρίζονται λίγο πριν το πραξικόπημα της χούντας των Συνταγματαρχών το 1967. Στο ταξίδι αυτό, που ξεκινάμε με όχημα τον έρωτα, συναντούν παλιούς κατοίκους της πόλης, γηγενείς και πρόσφυγες, αλλά και συνοικίες, δρόμους και πλατείες, μνημεία και σύμβολα, μπουάτ και ταβέρνες, καθώς και τον απόηχο από παλιές χαμένες επαναστάσεις και επαναστάτες.