Περιεχόμενα
– Πρόλογος
– Οι Τούρκοι
– Οι Εβραίοι
– Οι Μπαγιάτηδες
– Χρονολογικό Κομφούζιο
– Τύποι της Θεσσαλονίκης
– Οι Βούλγαροι στη Μακεδονία
– Οι Ξένοι του Φραγκομαχαλά
– Οι Ρουμάνοι
– Οι Αρμένηδες


[…] μέσα από τις ζωές των ανθρώπων που έζησαν στην πολύπαθη και ιστορική αυτή πόλη και τις συγκυρίες που τους οδήγησαν σε συγκεκριμένες συνθήκες, ο αναγνώστης θα αντιληφθεί σε βάθος το σύμπλεγμα των ιστορικών εξελίξεων που καθόρισαν τη μορφή των Βαλκανίων ώς τις μέρες μας, πάντα υπό ένα ανθρωπιστικό πρίσμα το οποίο μας θυμίζει συνεχώς ότι οι λαοί δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν μεταξύ τους αν δεν αποφασίσουν για το αντίθετο κάποιοι άλλοι. Ένα γλαφυρό και γραμμένο με πολύ μεράκι βιβλίο, το συνιστώ ανεπιφύλακτα. (Μάριος Δαμουλιάνος, περ. Strange, 2008)
– Πρόλογος
– Οι Τούρκοι
– Οι Εβραίοι
– Οι Μπαγιάτηδες
– Χρονολογικό Κομφούζιο
– Τύποι της Θεσσαλονίκης
– Οι Βούλγαροι στη Μακεδονία
– Οι Ξένοι του Φραγκομαχαλά
– Οι Ρουμάνοι
– Οι Αρμένηδες
Το 1875 κυκλοφορεί στην πόλη μας η πρώτη ελληνική εφημερίδα, “η εμπορική γαζέτα Ερμής”. Από τις στήλες της παρακολουθούμε τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας. Μετά από το 1900, κυκλοφορούν και άλλες ελληνικές εφημερίδες, δυσεύρετες έως ανεύρετες σήμερα, που μας βοηθούν να συμπληρώσουμε την εικόνα της ζωής στην πόλη. Παρακολουθούμε και, με τις πάνω από εκατό φωτογραφίες, επεξηγούμε και συμπληρώνουμε όχι μόνο την εξιστόρηση γεγονότων όπως η σφαγή των προξένων, η επανάσταση του Λιτόχωρου, η πυρκαγιά του 1890, ο Μακεδονικός Αγώνας, η επανάσταση των Νεότουρκων, η επιδημία χολέρας, η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον τουρκικό ζυγό, η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου, η εγκατάσταση της Ανατολικής Στρατιάς, η αναγόρευση της πόλης μας σε πρωτεύουσα του δεύτερου ελληνικού κράτους, η μεγάλη πυρκαγιά του 1917, η απομάκρυνση του Βενιζέλου από την κυβέρνηση, οι απαρχές της Μικρασιατικής καταστροφής, αλλά παρουσιάζουμε και την καθημερινή ζωή και τις αλλαγές στις συνθήκες της (τραμ, ηλεκτροφωτισμός κλπ.).
Πόσες αναμνήσεις χωράνε σε 65 χρόνια;
Ο Αλέκος Γρίμπας, ο νεότερος δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης πριν τη δικτατορία, έζησε από τα τρυφερά του χρόνια τη βία των κρατούντων, ξένων ή «φιλελλήνων», όταν η αυθαιρεσία είχε νόμιμο προσωπείο: Κατοχή, Εμφύλιος, Παλινόρθωση, Δικτατορία, Εξορία, Μεταπολίτευση. Κάθε εποχή ένα καρφί στη μνήμη, μια πληγή.
Στο βιβλίο του ο Αλέκος Γρίμπας επιλέγει αναμνήσεις. Με χιούμορ και με πίκρα, χωρίς μίσος. Σαν ναΐφ ζωγράφος, δεν σμιλεύει τον λόγο του, τον αφήνει αδρό, ανεπιτήδευτο.
Ο Αλέκος Γρίμπας έχει τιμήσει με τη φιλία του πολλούς από εμάς. Πιστός σύντροφος, αγνοεί την κακία. Ακόμη και την εναντίον του δίωξη για «προσβολή της μνήμης» του Κατοχικού φρούραρχου Θεσσαλονίκης την πέρασε με ευγένεια. Και ας του σκότωσαν τον πατέρα…
Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου κρύβει θησαυρούς. Όχι μόνο για την Αριστερά. Είναι ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλονίκης.
– Κλέαρχος Τσαουσίδης, φίλος του
Τώρα τελευταία ολοένα και συχνότερα, από επίσημα χείλη, γίνεται αναφορά στα «γεωγραφικά» όρια της Μακεδονίας. Και όλοι συμφωνούν πως τα ευρύτατα αυτά όρια καλύπτουν εκτεταμένες βορειότερες περιοχές, πέρα από τα σημερινά σύνορα της Ελλάδας. Ορισμένοι μάλιστα φτάνουν να αποτιμήσουν σε ποσοστά τα τμήματα του «γεωγραφικού» αυτού χώρου – τον οποίο αποκαλούν «Μακεδονία» – που, κατά την άποψή τους, βρίσκονται εγκλωβισμένα στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και το κράτος των Σκοπίων. […] (Από τον πρόλογο της έκδοσης)
Γράφει ο Νόρμαν Κον: Το αρχικό νόημα της λέξης «χιλιασμός» ήταν στενό και ακριβές. Ο χριστιανισμός είχε ανέκαθεν μιαν εσχατολογία, με την έννοια ενός δόγματος που αφορούσε στις «τελευταίες ημέρες». Ο χριστιανικός χιλιασμός ήταν απλώς μια παραλλαγή χριστιανικής εσχατολογίας. Σύμφωνα με την Αποκάλυψη του Ιωάννη, μετά την Δευτέρα Παρουσία, ο Χριστός θα ιδρύσει στη γη ένα μεσσιανικό βασίλειο και θα βασιλεύει επί χίλια χρόνια πριν από την Έσχατη Κρίση. Πιο πρόσφατα, οι ανθρωπολόγοι και οι κοινωνιολόγοι χρησιμοποιούν τη λέξη «χιλιασμός» για να περιγράψουν έναν συγκεκριμένο τύπο σωτηριολογίας, που είναι συλλογική, επίγεια, επικείμενη, συνολική και θαυματουργή. Μ’ αυτό το νόημα την χρησιμοποιώ στο βιβλίο μου, στο οποίο πραγματεύομαι τις αιρέσεις του Μεσαίωνα.
Από τον Μεσαίωνα ακόμα, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, τα χάνια, τα χαμαιτυπεία και οι ταβέρνες βρίσκονταν έξω από τα τείχη των πόλεων, κοντά στις πύλες. Όταν εξέλιπε η ανάγκη της προστασίας των πόλεων με τείχη, τα ευαγή αυτά ιδρύματα μεταφέρθηκαν μέσα σης πόλεις και κατά προτίμηση στις αγορές, εκεί που κυκλοφορούσε πολύς κόσμος. Στην αρχή τα χάνια ήταν συνάμα και μπουρδέλα και ταβέρνες, αλλά με τον καιρό οι καινούριες συνθήκες ζωής επέφεραν το διαχωρισμό τους. Τα μπουρδέλα έμειναν έξω από τις πόλεις, τα χάνια άρχισαν να λειτουργούν στις ακραίες συνοικίες, πάντοτε όμως κοντά στις οδούς επικοινωνίας της πόλης με την ύπαιθρο, και οι ταβέρνες στα πιο πολυσύχναστα μέρη των αστικών κέντρων.
Εδώ στη Σαλονίκη οι πιο πολλές ταβέρνες βρίσκονταν στο Βαρδάρη και, όπως αναφέρει ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή που πέρασε από την πόλη μας στα 1668, υπήρχαν τότε στη Σαλονίκη τριακόσιες σαράντα οκτώ ταβέρνες και καπηλειά. Στις αρχές του 19ου αιώνα σ” όλο το μήκος της οδού που θα ονομαστεί αργότερα Εγνατία υπήρχαν υπόγειες ταβέρνες, που σ” αυτές έπιναν τα ρακιά τους οι Τούρκοι για να μη τους βλέπουν οι ραγιάδες. Για τις ταβέρνες που ήταν γύρω από την Καμάρα, η παράδοση αναφέρει ότι οι ιδιοκτήτες τους ξεμονάχιαζαν τους γενίτσαρους, τους μεθούσαν και τους έριχναν στους βόθρους. Θα πείτε: γιατί οι ταβερνιάρηδες, κατά κανόνα άνθρωποι αγαθοί, γίνονταν φονιάδες; Η αφόρητη τρομοκρατία που ασκούσαν οι γενίτσαροι και η εκμετάλλευση των χριστιανών είχε ξεπεράσει κάθε όριο και οι ραγιάδες, μη μπορώντας να τους πολεμήσουν τους Τούρκους μ” άλλο τρόπο, τους εξαφάνιζαν ρίχνοντάς τους στους βόθρους των μαγαζιών τους χωρίς ν” αφήνουν ίχνη.
Στο παρόν κείμενο ο Έντουαρντ Πάλμερ Τόμσον πραγματεύεται γλαφυρά τη μεταβολή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι τον χρόνο. Ξεκινά από την εποχή που το ρολόι ήταν ένα αξιοπερίεργο σπάνιο αντικείμενο και φτάνει στην εποχή που ρυθμίζει κυριαρχικά την καθημερινή μας ζωή.
Τη Δευτέρα ή την Τρίτη, σύμφωνα με την παράδοση, ο χειρωνακτικά εργαζόμενος προσαρμόζεται στον αργό ρυθμό της μελωδίας «Έεεεεεχουμε καιρό, έεεεεεχουμε καιρό». Την Πέμπτη και την Παρασκευή, εργάζεται στον γοργό ρυθμό «Άλ-λη μια μέρα, άλ-λη μια μέρα».
Ο πειρασμός για χουζούρι, για άλλη μια ώρα στο κρεβάτι, φόρτωνε τη δουλειά στο βράδυ, και τότε έπρεπε να γίνει στο φως των κεριών.