Περιεχόμενα
– Μια εβδομάδα σ’ ένα ήσυχο σπίτι
– Οι τρείς κρίνοι
– Με υδατογραφίες του Βάτσλαβ Σόουτσεκ. Επίμετρο της τσέχας ποιήτριας Μίλαντα Χορύνοβα.
– Μια εβδομάδα σ’ ένα ήσυχο σπίτι
– Οι τρείς κρίνοι
– Με υδατογραφίες του Βάτσλαβ Σόουτσεκ. Επίμετρο της τσέχας ποιήτριας Μίλαντα Χορύνοβα.
Όλη η πλοκή του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται μέσα σε ένα απόγευμα (κάτι που παραπέμπει στη δομή των θεατρικών έργων του 18ου αι.) και πιθανότατα δεν είναι καθόλου τυχαίο που και ο “Οδυσσέας” διαδραματίζεται σε μια μέρα, τη 16η Ιουνίου 1904. Οπωσδήποτε οι θαυμαστές της γραφής του Τζόυς κι εκείνοι που αγαπούν τον μοντερνισμό στη λογοτεχνία πρέπει να διαβάσουν το βιβλίο του Ντυζαρντέν. Θα τους δοθεί έτσι η δυνατότητα όχι μόνο να κατανοήσουν την τέχνη του μεγάλου Ιρλανδού (Τζόυς), αλλά και να γνωρίσουν τους δρόμους απ’ όπου διάβηκε για να φτάσει στο ζενίθ της δημιουργικότητάς του. (Φίλιππος Φιλίππου, Το Βήμα, 7/6/2001)
(ΠΡΟΣΟΧΗ! Ζητούμε συγγνώμη από τον αναγνώστη για ένα σοβαρό λάθος που επαναλαμβάνεται στο «Επίμετρο» (σελ. 91-101): Αντί «Βηρυττός» διαβάστε «Μπαϋρόυτ» (το κέντρο της δράσης του συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ).)
Ήταν αργά το βράδυ όταν έφτασε ο Κ. Το χωριό το σκέπαζε βαθύ χιόνι. Από τον λόφο του Πύργου δεν φαινόταν τίποτε, τον κάλυπταν η καταχνιά και το σκοτάδι, κι ούτε ένα αμυδρό φωτάκι δεν έδειχνε ότι υπήρχε εκεί ο μεγάλος Πύργος. Ώρα πολλή στάθηκε ο Κ. στην ξύλινη γέφυρα που οδηγούσε από τον δημόσιο δρόμο στο χωριό και κοίταξε το φαινομενικό κενό από πάνω του.
Κίνησε έπειτα να βρει κατάλυμα για τη νύχτα. Στο πανδοχείο δεν είχαν ακόμη κοιμηθεί, ο ξενοδόχος δεν είχε βέβαια δωμάτιο να του δώσει, μα, εξαιρετικά ξαφνιασμένος κι αναστατωμένος από τον πελάτη που έφτασε τέτοια ώρα, προθυμοποιήθηκε ν’ αφήσει τον Κ. να κοιμηθεί σ’ ένα αχυρόστρωμα στην τραπεζαρία. Ο Κ. δέχθηκε. Λίγοι χωρικοί έπιναν ακόμη την μπίρα τους, αλλά δεν ήθελε να πιάσει κουβέντα με κανέναν, κουβάλησε μόνος του το αχυρόστρωμα από τη σοφίτα και πλάγιασε κοντά στη θερμάστρα. Ήταν ζεστά, οι χωρικοί ήταν ήσυχοι, τους περιεργάστηκε για λίγο με κουρασμένα μάτια κι ύστερα αποκοιμήθηκε.
O Ερνέστο Σάμπατο γεννήθηκε στην Αργεντινή το 1911. Σπούδασε φυσική και φιλοσοφία στην πατρίδα του και κατόπιν έζησε στο Παρίσι, ερευνητής στο Εργαστήριο Κιουρί. H γνωριμία του με τον σουρεαλιστή Αντρέ Μπρετόν και η διαπίστωσή του ότι η πυρηνική φυσική εγκυμονεί κινδύνους, τον έκαναν να εγκαταλείψει τη φυσική και να στραφεί στη λογοτεχνία και στη ζωγραφική.
H μυθιστορηματική τριλογία του “Το τούνελ” (1948), “Περί ηρώων και τάφων” (1961) και “Αβαδδών ο Εξολοθρευτής” (1983) τού χαρίζει παγκόσμια φήμη και πολλά διεθνή βραβεία. Το υπόλοιπο έργο του αποτελείται από συλλογές δοκιμίων. Στο παρόν βιβλίο, διατυπώνει τις σκέψεις του για τις σχέσεις των δύο φύλων, για τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, την επιστήμη, τον μαρξισμό, την πολιτική.
Ο ρώσος συγγραφέας Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (1821-1881) θεωρείται από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών, “βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής”.
Ο σωσίας, που γράφτηκε το 1846, είναι απο τα πρώτα έργα του, που περιέχει εν σπέρματι τις αρετές που φανερώνονται στα πασίγνωστα μεταγενέστερα έργα του: Έγκλημα και τιμωρία, Δαιμονισμένοι, Αδελφοί Καραμάζοφ.
Στον σωσία ο συγγραφέας καταδύεται στον ψυχικό κόσμο του δημοσίου υπαλλήλου Γκολιάτκιν (που μας φέρνει στο μυαλό τον βιβλικό Γολιάθ). Ο ήρωάς μας θέλει να “τραβάει τον δρόμο του” αλλά και θέλει να “μη διαφέρει καθόλου απ’ τους άλλους ανθρώπους”. Διχάζεται: ο πραγματικός Γκολιάτκιν εμμένει στην ιδιαιτερότητα του, ο σωσίας του υποτάσσεται στον γενικό κομφορμισμό, γίνεται ολόιδιος με τους άλλους ανθρώπους.
Ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει αριστοτεχνικά τη σύγκρουση των δύο στάσεων, την έκφραση τους στη ζωή του ήρωα, την τραγική κατάληξη…
Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωί από ανήσυχα όνειρα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε πελώρια κατσαρίδα. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, πάνω στη σκληρή ράχη του που έμοιαζε με πανοπλία, και, όταν σήκωσε λιγάκι το κεφάλι, είδε την τουρλωτή, καφετιά κοιλιά του που ήταν χωρισμένη σε σκληρές καμπυλωτές δίπλες και μόλις συγκρατούσε τα σκεπάσματα για να μη γλιστρήσουν τελείως από πάνω του. Τα πολυάριθμα πόδια του, αξιολύπητα λεπτά σε σύγκριση με το υπόλοιπο σώμα του, ταλαντεύονταν ανήμπορα μπροστά στα μάτια του.
“Τι μου συνέβη;” συλλογίστηκε. Δεν ήταν όνειρο. Το δωμάτιό του, ένα συνηθισμένο ανθρώπινο υπνοδωμάτιο, μόνο λίγο πιο μικρό από το κανονικό, κειτόταν ήσυχο ανάμεσα στους τέσσερις γνώριμους τοίχους του. Πάνω απ’ το τραπέζι, στο οποίο ήταν σκόρπια ανάκατα κάτι δείγματα από υφάσματα -ο Σάμσα ήταν περιοδεύων αντιπρόσωπος- κρεμόταν η εικόνα που είχε κόψει πρόσφατα από ένα εικονογραφημένο περιοδικό και την είχε βάλει σε μια όμορφη, επίχρυση κορνίζα. Η εικόνα έδειχνε μια κυρία με γούνινο καπέλο και γούνινη εσάρπα που καθόταν στητή και άπλωνε στον θεατή ένα πελώριο γούνινο μανσόν που μέσα του χανόταν ολόκληρο το χέρι της από τον αγκώνα και κάτω.