Περιεχόμενα
– Μια εβδομάδα σ’ ένα ήσυχο σπίτι
– Οι τρείς κρίνοι
– Με υδατογραφίες του Βάτσλαβ Σόουτσεκ. Επίμετρο της τσέχας ποιήτριας Μίλαντα Χορύνοβα.
– Μια εβδομάδα σ’ ένα ήσυχο σπίτι
– Οι τρείς κρίνοι
– Με υδατογραφίες του Βάτσλαβ Σόουτσεκ. Επίμετρο της τσέχας ποιήτριας Μίλαντα Χορύνοβα.
Μετά από δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια ο Εντγκάρδο Βέγκα αναγκάζεται να επιστρέψει στην πατρίδα του, το Ελ Σαλβαδόρ, ώστε να παραστεί στην κηδεία τής μητέρας του. Ποιο μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αναγκαστικής επιστροφής, μετά από τόσον καιρό, σε μια πατρίδα, την οποία έχει μισήσει όσο τίποτε άλλο στη ζωή του; Μα φυσικά ένας Αφανισμός, μία Κατάρρευση, πανομοιότυπη με αυτήν που βιώνει ο Φραντς-Γιόζεφ Μουράου στον Αφανισμό τού Τόμας Μπέρνχαρντ, του συγγραφέα τον οποίο αναπαράγει πιστά ο Οράσιο Καστεγιάνος Μόγια στην Αηδία.
(…..)
Η Αηδία είναι ένας απολαυστικός μονόλογος μπερνχαρντικού τύπου, μια στιλιστική άσκηση, μια φάρσα που διαβάζεται απνευστί. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι και μία επαναστατική έκρηξη μίας καταπιεσμένης ατομικότητας, που έχει αηδιάσει από τη βία και τη διαφθορά τις οποίες παράγουν συστηματικά οι κάθε λογής φαντασιακές κοινότητες –εθνικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές ή άλλες– ειδικά στην Κεντρική Αμερική και στο Ελ Σαλβαδόρ.
(…..)
[Ο Οράσιο Καστεγιάνος Μόγια] θεωρείται ως ο σημαντικότερος εν ζωή Σαλβαδοριανός –και, κατά πολλούς, Κεντροαμερικανός– συγγραφέας, το δε βιβλίο του “Αηδία. Ο Τόμας Μπέρνχαρντ στο Σαν Σαλβαδόρ” ως το πιο αναγνωρίσιμο λογοτεχνικό δείγμα τής μετά τους εμφυλίους πολέμους περιόδου στο Ελ Σαλβαδόρ και στην Κεντρική Αμερική.
Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωί από ανήσυχα όνειρα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε πελώρια κατσαρίδα. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, πάνω στη σκληρή ράχη του που έμοιαζε με πανοπλία, και, όταν σήκωσε λιγάκι το κεφάλι, είδε την τουρλωτή, καφετιά κοιλιά του που ήταν χωρισμένη σε σκληρές καμπυλωτές δίπλες και μόλις συγκρατούσε τα σκεπάσματα για να μη γλιστρήσουν τελείως από πάνω του. Τα πολυάριθμα πόδια του, αξιολύπητα λεπτά σε σύγκριση με το υπόλοιπο σώμα του, ταλαντεύονταν ανήμπορα μπροστά στα μάτια του.
“Τι μου συνέβη;” συλλογίστηκε. Δεν ήταν όνειρο. Το δωμάτιό του, ένα συνηθισμένο ανθρώπινο υπνοδωμάτιο, μόνο λίγο πιο μικρό από το κανονικό, κειτόταν ήσυχο ανάμεσα στους τέσσερις γνώριμους τοίχους του. Πάνω απ’ το τραπέζι, στο οποίο ήταν σκόρπια ανάκατα κάτι δείγματα από υφάσματα -ο Σάμσα ήταν περιοδεύων αντιπρόσωπος- κρεμόταν η εικόνα που είχε κόψει πρόσφατα από ένα εικονογραφημένο περιοδικό και την είχε βάλει σε μια όμορφη, επίχρυση κορνίζα. Η εικόνα έδειχνε μια κυρία με γούνινο καπέλο και γούνινη εσάρπα που καθόταν στητή και άπλωνε στον θεατή ένα πελώριο γούνινο μανσόν που μέσα του χανόταν ολόκληρο το χέρι της από τον αγκώνα και κάτω.
Ατέλειωτα της ζωής τα βάσανα και οι κακοτυχίες, κι εμείς οι δύστυχοι αγνοούμε τι τάχα επιθυμούμε,
όταν με προσευχές και παρακλήσεις όλα τ’ αγαθά ζητάμε,
και σαν ποντίκι μεθυσμένο εδώ κι εκεί γυρνάμε, χωρίς να βρίσκουμε τον δρόμο στο σπίτι μας να πάμε,
γιατί, αν είσαι μεθυσμένος, λάθος δρόμο παίρνεις ο καημένος.
Έτσι πορεύεται ως τώρα αυτός ο κόσμος, κι εμείς το ίδιο.
Με πάθος και μανία την ευτυχία όλοι ποθούμε, μάταια ψάχνοντας εκεί που δεν υπάρχει να τη βρούμε.
Χωρίς αμφιβολία, για όλους μας αυτή είναι η αλήθεια.
Ο ρώσος συγγραφέας Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (1821-1881) θεωρείται από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών, “βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής”.
Ο σωσίας, που γράφτηκε το 1846, είναι απο τα πρώτα έργα του, που περιέχει εν σπέρματι τις αρετές που φανερώνονται στα πασίγνωστα μεταγενέστερα έργα του: Έγκλημα και τιμωρία, Δαιμονισμένοι, Αδελφοί Καραμάζοφ.
Στον σωσία ο συγγραφέας καταδύεται στον ψυχικό κόσμο του δημοσίου υπαλλήλου Γκολιάτκιν (που μας φέρνει στο μυαλό τον βιβλικό Γολιάθ). Ο ήρωάς μας θέλει να “τραβάει τον δρόμο του” αλλά και θέλει να “μη διαφέρει καθόλου απ’ τους άλλους ανθρώπους”. Διχάζεται: ο πραγματικός Γκολιάτκιν εμμένει στην ιδιαιτερότητα του, ο σωσίας του υποτάσσεται στον γενικό κομφορμισμό, γίνεται ολόιδιος με τους άλλους ανθρώπους.
Ο Ντοστογιέφσκι περιγράφει αριστοτεχνικά τη σύγκρουση των δύο στάσεων, την έκφραση τους στη ζωή του ήρωα, την τραγική κατάληξη…
Ποιες είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της διαρκούς και ακραίας βίας σε μια κοινωνία, στους ανθρώπους και στη λογοτεχνία της; Πώς επενεργεί η βία στον ανθρώπινο εγκέφαλο; Μπορεί η λογοτεχνία να αποκαλύψει το συλλογικό και ατομικό τραύμα που έχει προκαλέσει η βία στην κοινωνία και στο άτομο; Είναι δυνατόν να εξηγηθεί η βία με οικονομικά, πολιτικά, θρησκευτικά, γεωγραφικά ή άλλα εργαλεία, ή από ένα σημείο και μετά παραμένει δυσεξήγητη, παρά τη διαχρονική, επίμονη ύπαρξή της; Και ακόμη και αν εξηγηθεί, μπορεί τελικά να αντιμετωπιστεί με οικονομικές, κοινωνιολογικές, ψυχολογικές ή άλλες μεθόδους; Και αν όλες μας οι εξηγήσεις έχουν αποδειχθεί τελικά ανίκανες να ερμηνεύσουν και να επιλύσουν το πρόβλημα της βίας, τότε μήπως η λογοτεχνία μπορεί;