Το Παράδοξο του Ζην
“Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει
πως κάθε οικεία θάλασσα
έχει αβυθομέτρητα σημεία
πως κάθε χάρτης του ουρανού
έχει αχαρτογράφητες πορείες
πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν
τα βήματά μας πού μας πάνε;”
…Μα έλα σιμά μου εσύ και πάρε με,
της Άνοιξης ήλιε μου, με άρμα φτερωτό
Γάλα να με ποτίσεις από λούλουδα,
να με ταΐσεις δηλητήριο σε μέλι ακριβό
Σώμα είμαι και στόμα ορθάνοιχτο,
θαλασσινή σπηλιά και αδειανό βουνό
Ω! για σε, εγώ ξεχνώ παράδεισο και κόλαση,
κάψε με, ήλιε μου, να ξαναγεννηθώ…
“Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει
πως κάθε οικεία θάλασσα
έχει αβυθομέτρητα σημεία
πως κάθε χάρτης του ουρανού
έχει αχαρτογράφητες πορείες
πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν
τα βήματά μας πού μας πάνε;”
Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Παρίσι.
Ακολουθώντας μια κατεστραμμένη μοίρα
από την Κωνσταντινούπολη, ο πρωταγωνιστής
θα καταλήξει στη πολυπολιτισμική
οθωμανική Θεσσαλονίκη του 1861.
Τρία χρόνια αργότερα, θεοί και άνθρωποι,
απομακρύνονται από την πατρώα γη.
Τα γεγονότα της αποξήλωσης και μεταφοράς του μνημείου
των «Μαγεμένων» στο Παρίσι,
θα προκαλέσουν τις εξελίξεις σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο.
Ένας Οθωμανός, μία Εβραία και ένας Γάλλος,
θα τυλίξουν μαζί το νήμα που υφαίνουν μύθος και ιστορία.
Στην ανατολή του 1900, στην πόλη του φωτός,
θα ολοκληρωθεί η διαδρομή στις ζωές των ήρωες του βιβλίου.
Μια νέα διαδρομή θα χαραχτεί και θα είναι αυτή,
της επιστροφής των Μαγεμένων στην γενέθλια πόλη.
Η σκέψη βάζει τη φαντασία και την πραγματικότητα να περπατήσουν μαζί στον ίδιο δρόμο. Καθώς προχωρούν, συνειδητοποιούν πως είναι δύο συνεργάτες, που άργησαν να γνωριστούν.
Ανακαλύπτουν πως έχουν πολλά κοινά: την ευκολία να δίνει η μία τη σκυτάλη της έκφρασης στην άλλη, αδιαφορώντας για το τέρμα και δίνοντας σημασία στη συνέχεια.
Την έλλειψη εγωισμού στη διεκδίκηση της τελευταίας φράσης, γιατί πιστεύουν ότι σε κάθε φράση πρέπει να δοθεί η ευκαιρία να δημιουργήσει τις δικές της συνθήκες· προϋπόθεση, για να βαδίσουν σε καινούργιους δρόμους.
Τον κύκλο, αγαπημένο τους σχήμα, όπου δεν υπάρχουν αριθμημένες θέσεις για την αρχή και το τέλος.
Τελικά πρόκειται για μια αναπόφευκτη γνωριμία, ικανή ν’ αφαιρέσει κάθε ενδοιασμό που ένιωθαν, όποτε υπήρχε ανάγκη ν’ ανταλλάξουν στοιχεία μεταξύ τους.
Άλλωστε, η δημιουργία δεν αποκλείει κανένα υλικό, όπως και η ζωή δεν αποκλείει κανένα πλάσμα.
Σκέψεις και φωτογραφίες του Μάρκου Καραγιάννου από πόλεις της Ευρώπης συναντούν ποιήματα του Μάνου Νικολάου σε ένα ταξίδι που διαρκεί, σε μια εποχή που αναζητά νέους δρόμους: Αθήνα, Άμστερνταμ, Βαρκελώνη, Βαρσοβία, Βουδαπέστη, Ιστανμπούλ (Κωνσταντινούπολη), Κοπεγχάγη, Πράγα.
ΣΙΒΥΛΛΑ
Είδα στον ύπνο μου τη Σίβυλλα
να μου μιλά χωρίς περιστροφές
σαν να με γνώριζε αιώνες:
«Μη μεταφράζεις τους χρησμούς
σαν να ‘ταν οδηγίες χρήσης
να ερμηνεύεις τους χρησμούς
σαν να ‘ναι αγαπημένα σου ποιήματα.
Κανείς δεν μπόρεσε από το πεπρωμένο
να ξεφύγει αυτό δεν λιγοστεύει
της ζωής την ομορφιά
και του θανάτου την οδύνη.
Είναι μια άνοιξη που όλο έρχεται
και πρέπει να ‘σαι εκεί να περιμένεις.»
Οι “Φωτολέξεις” δημιουργήθηκαν τυχαία.
Οι “λήψεις” απέκτησαν “φωνή” που ίσως απηχεί το εσωτερικό τους νόημα.
Ίσως πάλι και όχι.
Η σύμπτωση είναι δύσκολη δουλειά και σπάνια πετυχαίνει.
Αλλά δεν πειράζει.
Αρκεί που η απόπειρα ενσαρκώνει μια προσέγγιση.
Οι “ληψεις” δεν θα ήταν ίδιες χωρίς τις “λέξεις”.
Δεν τις είχαν ανάγκη, αλλά από τη στιγμή που τις συνάντησαν μεταμορφώθηκαν σε μια σύνθεση που περιλαμβάνει δυο διαφορετικές ματιές.
Κι αυτό είναι κάτι σίγουρα όμορφο.
Γιατί οι συνθέσεις αλλάζουν τον κόσμο.