Άνθη και Άκανθες
Πιστός στον διανοητικό καταυγασμό των συμπυκνωμάτων του ασυνειδήτου (Unbewusstes), ο Διονύσιος Βάγιας ξεκινά την εργασία του ακολουθώντας κατά πόδας την εξάπλωση της φαντασίας από την πρώτη σπίθα / αναλαμπή (το όνειρο της γυναίκας), διά μέσου της ατιθάσευτης εξέλιξής της (τους μύθους, τα παραμύθια, τα νυχτερινά όνειρα και τα όνειρα ζωής), μέχρι την “καθίζησή” στο σωματικό (ασθένειες).
Την αόρατη συρραφή (άλλως, το κοινό μυστικό) αναλαμβάνει το κεντρικό, ένα και μοναδικό φαινόμενο της μνήμης.
Έτσι, στο δεύτερο ήμισυ της εργασίας, αφού παραθέσει δειγματοληπτικά τη γραμμική / εξελιξιακή ψυχολογία του ανθρώπου στις ακρογωνιαίες της λίθους (παιδική / εφηβική και γεροντική), επικεντρώνεται στο οιωνεί αμετακίνητο του χρόνου, τουτέστιν στο εσαεί ενδιάμεσο της καθημερινότητας (απόλαυση, φοβίες, εργασία), λαμβάνοντας, τέλος, υπ’ όψιν και τη δική του επιμέρους έξη: την αντιρρητική αντιπαράθεση, τους ανοιχτούς λογαριασμούς του με τη φιλοσοφία – μια δίνη βέβαια, αφού η λογοτεχνική ανάπαυλα προδίδει διά της πλαγίας οδού την καθήλωση στη διανοητική απόλαυση της ανάγνωσης.