«Κύριο θέμα του βιβλίου είναι αυτό που συνήθως ονομάζουμε «θρησκευτικό» συναίσθημα. Χρησιμοποιώντας συχνά εκτενή παραθέματα κάθε λογής υπερφυσικών εμπειριών, ο Τζέιμς επιχειρεί να αναδείξει το θρησκευτικό βίωμα εν γένει στην πιο ακραία, αμιγή και ιδιωτική μορφή του, παραμερίζοντας προκαταβολικά τις διάφορες κοινωνικοπολιτικές του συνέπειες. Παρόλο που ο Τζέιμς θεωρεί δεδομένο ότι λίγο-πολύ όλες οι θρησκευτικές μεγαλοφυΐες είχαν και κάποια συμπτώματα ψυχικής αστάθειας, σπεύδει να ξεκαθαρίσει από την αρχή ότι αυτό δε συνιστά πρόβλημα, όπως νομίζουν όσοι ταυτίζουν υποτιμητικά το καθετί θρησκευτικό με κάποια ψυχοσωματική παθολογία».(Μύρων Ζαχαράκης, bookpress.gr, 26/05/2022)
“Ποια είναι η φιλοσοφία σας στη ζωή;”, ρωτάμε τον συμπολίτη μας, και εννοούμε όχι τόσο τον φόρτο της ζωής, όσο το πολυτελές περίσσευμα του τρόπου με τον οποίο την βλέπει κανείς πλαγίως δια μέσου αυτού του λαβυρίνθου ανάλαφρων λείων τοίχων. Ο συγγραφέας δεν αρκέστηκε στην εικονογραφική της έκθεση, στο μύθευμα ότι δύναται κάποιος εύκολα και απλά να κατισχύσει αυτής. “Φύσις διδαγμάτων κρατεί”! Σαν σε ανατροπή, όμως, επήλθε το δικό του βάσανο: η αναστοχαστική σκέψη είναι η απομυζημένη ζωή και η παθογνωστική διασάφηση αυτής της ζωής εντός ικανού αριθμού στοχαστικών πεδίων.
Προσωπική ζωή, ζωή των άλλων, ψυχικός κόσμος, σώμα ως τόπος προέλευσης οιασδήποτε μορφής δυσφορίας μέχρι και αυτής των πόνων, αλλά και σώμα της ιατρικής – απ’ όλα αυτά αποσπώνται θεματικά αντικείμενα για τη μελέτη και τη σκέψη. Και η μέθοδος (το “μετά της οδού”, η συνοδοιπόρος επιδίωξη); Αυτή έχει σύρει στο πλάι το τεχνητό παραβάν που κρύβει τη θέα της ουσίας των πραγμάτων, τη φιλοσοφική τους διάσταση – ένα παραβάν, με το οποίο η ψυχανάλυση ως μία πρώτη εμπεριστατωμένη προσέγγιση πολυάριθμων (και δομικών) πεδίων της ψυχικής ζωής είχε φράξει τη θέα, υποκείμενη η ίδια σε αναστολές, φοβούμενη η ίδια τον εαυτό της.
Τόπος ανάδυσης της πολιτικής, η ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ είναι και ο τόπος ανάδυσης της στρατηγικής, καθώς γεωπολιτική και γεωστρατηγική συγχέονται στα τείχη, στους πύργους, στο οδικό της δίκτυο.
Ωστόσο, από το 2001 και μετά, αυτή η γεωγραφική διάσταση των συγκρούσεων έχει αλλάξει ριζικά φύση, σε σημείο που η ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗ συγκέντρωση να υπερτερεί στο εξής από την πάγια ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ των εθνών.
Μετά τη Χιροσίμα, η μεγάλη επίθεση εναντίον της Νέας Υόρκης εγκαινίασε την εποχή της “ανισορροπίας του τρόμου”, καταστρέφοντας τη στρατηγική σημασία όχι μόνο του αριθμού των αντιπάλων, αλλά και κάθε έκτασης.
Επικεντρώνοντας έτσι τον φόβο στη συγκέντρωση των μητροπόλεων και μόνο, ο αυτοκτονικός χαρακτήρας της εμπλεκόμενης δράσης κατέστρεψε, μαζί με τη στρατηγική μορφή του πολέμου, την πολιτική μορφή της πόλης.
Πρωτοφανές ιστορικό συμβάν, στο οποίο εξαφανίζεται, μαζί με τον διακηρυγμένο εχθρό, και η δυνατότητα μιας οποιοσδήποτε νίκης… αφού κανένας δεν μπορεί να νικήσει σ’ έναν “πόλεμο” στον οποίο είναι άγνωστος ο “εχθρός”.
Μετά την αυτοκτονική κατάσταση της γεωπολιτικής των συνασπισμών Ανατολής / Δύσης, που θεμελιωνόταν σαν απειλή της εξασφαλισμένης αμοιβαίας καταστροφής, προβάλλει, τη χαραυγή της τρίτης χιλιετίας, ένας νέου τύπου MASS KILLER, καθώς η αυτοκτονία του τρομοκράτη αντικαθιστά τον θάνατο του πολίτη- στρατιώτη στη μάχη. Χωρίς κήρυξη πολέμου, χωρίς σημαία, χωρίς όνομα και κυρίως χωρίς μάχη, χωρίς καμιά διεκδίκηση, ο μαζικός φονιάς, που μπορεί να σβήσει κάθε ζωή στην πόλη χρησιμοποιώντας τα όπλα μαζικής καταστροφής, τερματίζει την εποχή του παγκόσμιου γεωπολιτικού πολέμου και εγκαινιάζει την εποχή της παγκοσμιοποίησης μιας μητροπολιτικής τρομοκρατίας στην οποία η απώλεια σημασίας της εδαφικής έκτασης των εθνών αντισταθμίζεται από την κρίσιμη μάζα των μεταναστευτικών συγκεντρώσεων, τις οποίες κανείς δεν κυβερνά πραγματικά.
Τα κείμενα που δημοσιεύονται εδώ ερευνούν διαστάσεις της νεωτερικότητας στα γραπτά τριών γερμανών θεωρητικών, που ο καθένας τους έμεινε με τον τρόπο του πολύ περιθωριακός στο εκπαιδευτικό σύστημα και στην κουλτούρα της εποχής του: του Georg Simmel (Ζίμμελ, 1858-1918), του Walter Benjamin (Μπένγιαμιν, 1892-1940) και του Siegfried Kracauer (Κρακάουερ, 1844-1966). Στο βιβλίο περιέχονται στοιχεία των έργων του Ζίμμελ, Μπένγιαμιν και του Κρακάουερ που σχετίζονται συγκεκριμένα με τις έρευνές τους για τη νεωτερικότητα.
Οι στοχασμοί αυτοί είναι σύντομοι συλλογισμοί που δημιουργήθηκαν σταδιακά, ακανόνιστα κι αυθόρμητα, με μια γλώσσα αφτιασίδωτη, δίχως να υπάρχει αρχική πρόθεση. Στόχος της συγγραφικής αυτής απόπειρας δεν αποτελεί μόνο η αναζήτηση νοημάτων στο μυστήριο του βίου, αλλά και η ερμηνεία του πλαισίου της εποχής που διανύουμε, με απώτερο σκοπό ν’ αποδοθεί το στίγμα της. Η προσωπική ανάγκη για εξερεύνηση των διαφορετικών περιοχών της ζωής και, εν τέλει, της ίδιας της ολότητας της ζωής, με ώθησε να καταγράψω τους συλλογισμούς αυτούς ως απαύγασμα της εμπειρικότητάς μου. Οι στιγμιαίες εκλάμψεις της σκέψης καταγράφηκαν ανεξίτηλα στην ψυχή και στον νου μου κι ο κάθε στοχασμός είναι ένα μικρό πόνημα που αποτελεί ξεχωριστό πεδίο διερεύνησης.
Τα “Στοχαστικά Τρίμματα” αποτελούνται από 207 στοχασμούς. Τους καταθέτω δημόσια, προκειμένου ν’ αποπειραθώ να θέσω ένα μικρό λιθαράκι στην ιστορία της σκέψης.
Τι είναι κακό; Ποια είναι η φύση του και η προέλευσή του; Είναι υπαρκτό ή ψευδαίσθηση, ιδέα, έλλειψη του αγαθού; Είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη υπόσταση, εγγενές, ή επίκτητο;
Τα ερωτήματα αυτά είναι από τα πιο δύσκολα στον χώρο της ηθικής φιλοσοφίας. Ακόμα πιο δύσκολες είναι οι απαντήσεις που δόθηκαν κατά καιρούς και δίνονται από φιλοσόφους και διανοητές. Το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο, όταν εξαρτηθεί από το πρόβλημα-ερώτημα της ύπαρξης ενός Θεού Παντοδύναμου, Πανάγαθου και Πάνσοφου όπως τον παρουσιάζει ανά τους αιώνες η ιουδαιο-χριστιανική παράδοση.
Πώς συμβιβάζεται η ύπαρξη του κακού στον κόσμο με την ταυτόχρονη ύπαρξη ενός τέτοιου Θεού που μπορεί, θέλει και γνώριζα, εξ ορισμού, να πατάξει το κακό αλλά δεν το κάνει; Ή μήπως ο άνθρωπος δεν είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής βούλησης ενός Θεού αλλά προϊόν βιολογικής εξέλιξης από κατώτερες μορφές ζωής, προϊόν τυχαίων μεταβολών και μεταλλάξεων όπως θέλει ο νεο-δαρβινισμός, οπότε δεν τίθεται καν τέτοιο θέμα;
Πάνω σ’ αυτά τα καίρια ερωτήματα έρχονται δεκατέσσερις στοχαστές να καταθέσουν ας σκέψεις τους και να ευαισθητοποιήσουν-γονιμοποιήσουν ας σκέψεις του σύγχρονου προβληματιζόμενου αναγνώστη. Οι σκέψεις των διανοουμένων αυτών, που προέρχονται από διαφορετικά ιδεολογικά στρατόπεδα, μπορεί να μην επιλύουν οριστικά τα ως άνω ερωτήματα περί το κακό, ρίχνουν όμως αρκετό φως πάνω στη φύση του ηθικού κακού και προτείνουν κάποιες λύσεις για την περιστολή του.
«Ο κόσμος του μέλλοντος θα είναι ένας ολοένα πιο σκληρός αγώνας ενάντια στα όρια της νοημοσύνης μας», ανάγγειλε ο Νόρμπερτ Βήνερ. . . Στον περιορισμό αυτό προστίθενται σήμερα όχι μόνο το φαινόμενο του θερμοκηπίου της θέρμανσης του κλίματος, αλλά και το φαινόμενο μιας φυλάκισης στα ολοένα πιο στενά όρια μιας σφαίρας επιτάχυνσης, μιας δρομόσφαιρας στην οποία η εξάντληση των χρονικών αποστάσεων της Γεωποικιλότητας της Υδρογείου αποπερατώνει την εξάντληση των ουσιών της Βιοποικιλότητας. Αναπάντεχο θύμα αυτού του γεωγραφικού αποκλεισμού: η επιστήμη – η βιολογία αλλά και η φυσική, αυτή η «Big Science», που είναι αντιμέτωπη με τη συστολή του χωροχρόνου του γνωστού κόσμου και μιας γνώσης που αποκτήσαμε κάποτε εδώ κάτω. Εξ ου και η απειλή, που δεν έχει γίνει ακόμη αντιληπτή, ενός ατυχήματος των γνώσεων που θα ερχόταν να συμπληρώσει το ατύχημα των ουσιών που έχουν ρυπανθεί και να τερματίσει την κρίση του λόγου που κατάγγειλε ο Χούσερλ, με την αλλόκοτη αναζήτηση ενός υποκατάστατου Εξωπλανήτη, μιας νέας «Γης της Επαγγελίας», για να την αποικίσουμε το συντομότερο δυνατόν. Καθώς το κλίμα το αναγκαίο για τη ζωή του πνεύματος, όπως και για τη ζωή των σωμάτων πάνω στη γηραιά Γη μας, μοιάζει στο εξής να υφίσταται τις μοιραίες επιπτώσεις μιας μακράς νοσοκομειακής νόσου.
Προπατορικό αμάρτημα ή προπατορικό ατύχημα: όπως το τέλος / πέρας, η απαρχή είναι ένα όριο, και οι επιστήμες και οι τεχνικές δεν αποφεύγουν αυτό το κουσούρι περισσότερο από όσο η φιλοσοφία. Στο βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας της Πληροφορικής βόμβας αναπτύσσει το ζήτημα του ατυχήματος των γνώσεων και της επιτακτικής ανάγκης για ένα «μουσείο των καταστροφών». Βιομηχανικές ή φυσικές καταστροφές, που η αύξησή τους έχει γίνει όχι μόνο γεωμετρική, αλλά γεωγραφική, αν όχι και συμπαντική.
Το πλανάσθαι ανθρώπινο, το εμμένειν σατανικό: σύμφωνα με αυτό το ρητό, η Πρόοδος της σημερινής καταστροφής απαιτεί μια νέα νοημοσύνη, στην οποία η βασική αρχή της ευθύνης θα αντικαταστήσει οριστικά τη βασική αρχή της αποτελεσματικότητας/αποδοτικότητας των παραληρηματικά επηρμένων τεχνοεπιστημών, που οδηγούν το μέλλον σε αδιέξοδο, στο τραγικό αδιέξοδο μιας έλλειψης μέτρου που εναντίον της είχαν ορθωθεί εξ αρχής ο ελληνολατινικός και ο ιουδαιο-χριστιανικός κόσμος.
Ελπίζω πως ο τίτλος του βιβλίου μου (Τραγούδια της πείρας) θα γίνει κατανοητός περισσότερο ως απότιση φόρου τιμής και λιγότερο ως χειρονομία επηρμένης προσοικείωσης. Ο δικαιολογημένα εγκωμιασμένος κύκλος ποιημάτων του Ουίλλιαμ Μπλαίηκ, αντίβαρο κατά κάποιο τρόπο στα Τραγούδια της αθωότητας που επίσης συνέθεσε, παρέχει ενοράσεις σ’ αυτό που ονόμασε “οι δυο αντίθετες καταστάσεις της ψυχής”, και μία νηφάλια πραγματεία δεν μπορεί να ελπίσει πως θα τα συναγωνιστεί. Καμία πεζογραφική “τίγρης” δεν θα λάμψει ποτέ τόσο λαμπρά μέσα στη νύχτα όπως έκανε η ποίησή του, κανένα ακαδημαϊκό σκουληκοφαγωμένο “Ρόδο” δεν θα φαίνεται ποτέ τόσο αρρωστιάρικο. Ερευνώντας λαμπρά τις θρησκευτικές, πολιτικές, ηθικές και ψυχολογικές συνεπαγωγές της έκπτωσης από τη χάρη, τα ποιήματα του Μπλαίηκ θέτουν έναν γνώμονα που μόνον οι πιο παράτολμοι θα επιχειρούσαν ν’ ανταγωνιστούν.
«Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (Μ.Κ.Δ.) διαπερνούν την κοινωνία ως γεωμετρικό σχήμα, ως σώμα μιας ακανόνιστης σφαίρας, συνδέοντας τα άτομα ως σημεία-κόμβους μεταξύ τους.» Αυτή είναι η λανθάνουσα παράσταση που σχηματίζουμε για τα μέσα, όταν γίνεται λόγος γι’ αυτά. Η θαμπή παράσταση συνδηλώνει την αφαίρεση του περιεχομένου της κοινωνίας, τη φαντασματοποίησή της. Τα Μ.Κ.Δ. «προάγουν» ένα είδος γεωμετρικής και μαθηματικής κανονιστικότητας των σημείων-κόμβων, αίρουν την κοινωνία ως σώμα πάνω από την υλική της υπόσταση, θέτοντας στη θέση της ένα πενιχρό αντίγραφο, το οποίο αξιώνει επιπλέον να είναι ανώτερης ποιότητας· τα μέσα ενθρονίζονται καταμεσής του ανύπαρκτου σώματος της κοινωνίας ως αυλή μισοσκότεινη μορφή αντιπροσώπευσης του Κοινωνικού, ως ατοπία του.
Μέσα από την προσωπική και θεωρητικά επεξεργασμένη εμπειρία, η ανά χείρας εργασία συνδιαλέγεται στοχαστικά με τη χρήση των μέσων αποκαλύπτοντας πίσω από τις πολυδαίδαλες ψηφιακές σχέσεις τον σολιψισμό του χρήστη. Το ψυχικό αυτό καθεστώς συνεπάγεται πλήγμα του Κοινωνικού στους θεμέλιους λίθους του και αποδόμησή του. Από την άλλη, η ψηφιακή μοναχικότητα του χρήστη αποτελεί παράπλευρη απώλεια της προοπτικής, την οποία του εμφυσά το μέσο· είναι αποτέλεσμα της έξης στη σαγήνη. Αμφότερα, προοπτική και σαγήνη, συνταυτίζονται και συνδράμουν στο να καταλάμψει ο εαυτός στην πίστα της μετουσίωσης – και τούτο αφού προηγουμένως αμελήσει ο χρήστης το προαπαιτούμενο το οποίο έγκειται στην απόθεση του σώματος πριν την άνοδο στη σκηνή.
(Μια ενδιάμεση κατάσταση ή ουδέτερη ζώνη είναι ο πόθος, η αυτοδιαφήμιση γυναικείου κάλλους: απλόχερος γυναικείος ναρκισσισμός και ‘αφιλοχρήματη’ εμπορία γυναικείας σάρκας· από την πλευρά του άντρα: μετατροπή του οφθαλμού σε μυζητήρα και της οθόνης σε μητρικό μαστό.)
Την πίσω πλευρά της μετουσίωσης και του πόθου απαρτίζουν οι λεκτικές αψιμαχίες, οι εξυβρίσεις και η χυδαιολογία. Η άμεσα ανερχόμενη συνείδηση της ανελευθερίας ανακόπτεται, δεν αξιοποιείται· η πλημμυρίδα του συναισθήματος κατισχύει της συνειδήσεως. Ο χρήστης διαρρηγνύει τα αόρατα τείχη του εγκλεισμού κάνοντας σμπαράλια το σώμα του…