Γράφει ο Νόρμαν Κον: Το αρχικό νόημα της λέξης «χιλιασμός» ήταν στενό και ακριβές. Ο χριστιανισμός είχε ανέκαθεν μιαν εσχατολογία, με την έννοια ενός δόγματος που αφορούσε στις «τελευταίες ημέρες». Ο χριστιανικός χιλιασμός ήταν απλώς μια παραλλαγή χριστιανικής εσχατολογίας. Σύμφωνα με την Αποκάλυψη του Ιωάννη, μετά την Δευτέρα Παρουσία, ο Χριστός θα ιδρύσει στη γη ένα μεσσιανικό βασίλειο και θα βασιλεύει επί χίλια χρόνια πριν από την Έσχατη Κρίση. Πιο πρόσφατα, οι ανθρωπολόγοι και οι κοινωνιολόγοι χρησιμοποιούν τη λέξη «χιλιασμός» για να περιγράψουν έναν συγκεκριμένο τύπο σωτηριολογίας, που είναι συλλογική, επίγεια, επικείμενη, συνολική και θαυματουργή. Μ’ αυτό το νόημα την χρησιμοποιώ στο βιβλίο μου, στο οποίο πραγματεύομαι τις αιρέσεις του Μεσαίωνα.
Οι αναρχικοί είναι εχθρικοί προς όλες τις θρησκείες (άρα και προς τον χριστιανισμό), αλλά και οι ευσεβείς χριστιανοί φρικιούν με την αναρχία, πηγή αταξίας και άρνησης των καθιερωμένων εξουσιών. Αυτές ακριβώς τις απλές και ακλόνητες βεβαιότητες προτίθεμαι ν’ αμφισβητήσω εδώ. Είμαι πολύ κοντά σε μια μορφή αναρχισμού και πιστεύω ότι ο αγώνας του αναρχισμού είναι ο αγώνας ο καλός. Αλλά σ’ ένα σημείο θα διαχωρίσω τη θέση μου από έναν γνήσιο αναρχικό: ο γνήσιος αναρχικός φρονεί ότι μια αναρχική κοινωνία, χωρίς κράτος, χωρίς εξουσίες, χωρίς οργάνωση, χωρίς ιεραρχία είναι εφικτή, βιώσιμη, πραγματοποιήσιμη, ενώ εγώ δεν το νομίζω. Μ’ άλλα λόγια, εκτιμώ ότι η μάχη του αναρχισμού, ο αγώνας προς την κατεύθυνση μιας αναρχικής κοινωνίας είναι ουσιώδης, αλλά η πραγματοποίηση αυτής της κοινωνίας είναι αδύνατη. Νομίζω ότι η ελπίδα για μια κοινωνία χωρίς εξουσία και χωρίς θεσμούς εδράζεται στην πίστη πως ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως καλός και τον διαφθείρει η κοινωνία. Στην ακραία περίπτωση λέμε: “Οι κλέφτες υπάρχουν επειδή υπάρχει η αστυνομία, αν καταργήσουμε την αστυνομία, η κλοπή θα εξαφανιστεί”. Οπωσδήποτε, η κοινωνία παίζει μεγάλο ρόλο στη διαστρέβλωση του ατόμου: είναι πάρα πολύ αυστηρή και καταπιεστική, άρα ο άνθρωπος πρέπει με τον άλφα ή βήτα τρόπο ν’ “αποσυμπιέζεται”, συχνά με βίαιες ενέργειες και φόνους. Σήμερα, η διαστρέβλωση του ανθρώπου στη Δύση γίνεται αλλιώς: βασικό ρόλο παίζουν η διαφήμιση που ωθεί τον άνθρωπο στην κατανάλωση (άρα στην κλοπή, αν δεν έχει χρήματα να ριχτεί στην κατανάλωση). η αχαλίνωτη πορνογραφία, το θέαμα της βίας στα Μ.Μ.Ε. (Ο ρόλος των Μ.Μ.Ε. στην αύξηση της παραβατικότητας και του μίσους για τον συνάνθρωπό μας είναι σημαντικός). Εν τούτοις, δεν έρχονται όλα απ’ την “κοινωνία”.
Πιστός στον διανοητικό καταυγασμό των συμπυκνωμάτων του ασυνειδήτου (Unbewusstes), ο Διονύσιος Βάγιας ξεκινά την εργασία του ακολουθώντας κατά πόδας την εξάπλωση της φαντασίας από την πρώτη σπίθα / αναλαμπή (το όνειρο της γυναίκας), διά μέσου της ατιθάσευτης εξέλιξής της (τους μύθους, τα παραμύθια, τα νυχτερινά όνειρα και τα όνειρα ζωής), μέχρι την “καθίζησή” στο σωματικό (ασθένειες).
Την αόρατη συρραφή (άλλως, το κοινό μυστικό) αναλαμβάνει το κεντρικό, ένα και μοναδικό φαινόμενο της μνήμης.
Έτσι, στο δεύτερο ήμισυ της εργασίας, αφού παραθέσει δειγματοληπτικά τη γραμμική / εξελιξιακή ψυχολογία του ανθρώπου στις ακρογωνιαίες της λίθους (παιδική / εφηβική και γεροντική), επικεντρώνεται στο οιωνεί αμετακίνητο του χρόνου, τουτέστιν στο εσαεί ενδιάμεσο της καθημερινότητας (απόλαυση, φοβίες, εργασία), λαμβάνοντας, τέλος, υπ’ όψιν και τη δική του επιμέρους έξη: την αντιρρητική αντιπαράθεση, τους ανοιχτούς λογαριασμούς του με τη φιλοσοφία – μια δίνη βέβαια, αφού η λογοτεχνική ανάπαυλα προδίδει διά της πλαγίας οδού την καθήλωση στη διανοητική απόλαυση της ανάγνωσης.
Ο 20ός αιώνας φτάνει στο τέλος του, και μπαίνουμε όλοι στον πειρασμό να αναρωτηθούμε: ποια θέση θα καταλάβει στην ιστορία; Πώς θα τον θυμόμαστε αύριο;
Όπως όλοι, δε γνωρίζω τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα αλλά είμαι βέβαιος ότι μια επινόηση του 20ού αιώνα θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη μας τα στρατόπεδα του ολοκληρωτισμού. Έχουμε ανακαλύψει το ακραίο πολιτικό καθεστώς, τον ολοκληρωτισμό, και το ακραίο του ολοκληρωτισμού, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
Ο μακάβριος αυτός θεσμός προσφέρεται σε όλων των ειδών τα ιστορικά, πολιτικά και ψυχολογικά σχόλια. Τα όσα γράφω εδώ, με μια προσωπική έρευνα των αφηγήσεων, είναι διαφορετικά: έχουν να κάνουν με την ηθική. Σε αντίθεση με μια διαδεδομένη προκατάληψη, η ηθική ζωή δεν είχε σβήσει στα στρατόπεδα κάθε άλλο μάλιστα: θα μπορούσαμε στην εμπειρία των στρατοπέδων να βασίσουμε μια καθημερινή ηθική που θα άρμοζε στην εποχή μας. Τσβετάν Τόντοροφ
Για μας, σήμερα, το καινούργιο έχει σχεδόν αυτονόητη αξία. Εκτιμάμε και εγκωμιάζουμε ό,τι είναι ή μοιάζει να είναι καινοφανές, πρωτότυπο, ρηξικέλευθο, ριζοσπαστικό ή ανατρεπτικό. Αντιμετωπίζουμε παρεκκλίνουσες ιδέες και συμπεριφορές με ανοιχτή διάθεση. Ωστόσο δεν ήταν πάντοτε έτσι. Για την Ευρώπη, υπήρξε μια εποχή που η παρέκκλιση και ο νεωτερισμός ήταν συνδεδεμένα με τον κίνδυνο, την αμαρτία, και την κακοήθεια. Πότε και πώς η νεωτεριστική έφεση έπαψε να είναι κατακριτέα για να γίνει επαινετή; Πότε και πώς η επινόηση και η δημιουργικότητα ελευθερώθηκαν από τα δεσμά της αυθεντίας και της παράδοσης; Πότε και πώς περάσαμε από τη λατρεία του παλιού στην επιδίωξη του καινούργιου; Αυτά τα ερωτήματα αφορούν στη συγκρότηση του νεότερου πνεύματος και στα θεμέλια του σύγχρονου συστήματος αξιών. Ο 17ος αιώνας υπήρξε σημείο καμπής, καθώς είδε τον εαυτό του σαν μια νέα ιστορική περίοδο και βάλθηκε να ανακαινίσει εκ βάθρων το ανθρώπινο πνεύμα. Από τους πρωτεργάτες αυτής της ανακαίνισης, ο Ντεκάρτ επεξεργάστηκε έναν μετριοπαθή, φιλοσοφικό και ορθολογικό νεωτερισμό που συμπύκνωσε και ενέπνευσε το πνεύμα της εποχής.
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ “ΜΗΔΕΝΙΣΜΟ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ”
Στο “ακτινοβόλο μέλλον” της σταλινικής προπαγάνδας που συνοικεί με τον “γνόφο της υποϊστορίας”, η νέα ιστορία βρίσκεται σχεδόν σχιζοφρενικά “εκείθεν” και ταυτόχρονα “εντεύθεν” της παραδοσιακής: η ανθρώπινη υπόσταση διπλασιάζεται με τη μετοχή στη “μεταϊστορία των λουλουδιών του Rilke”, αντιμετωπίζοντας, ωστόσο, την παράλογη αντίφαση των “φρικτότερων εγκλημάτων και των πιο παράδοξων συνωμοσιών” στην επίσημη ιστοριογραφία της “κομμουνιστικής” καθημερινότητας…
“Κάτι μας κρύβουν η κουρτίνα σηκώνεται…” υποψιαζόταν ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Σ’ αυτή την αρχή της νέας χιλιετίας, είμαστε πάλι θεατές που περιμένουν αμίλητοι να σηκωθεί η κουρτίνα, χωρίς να τολμούν να πιστέψουν σε ό,τι θα δουν να έρχεται. Στο έργο αυτό, εισαγωγικό στη θέση του για το ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ, ο Πωλ Βιριλιό πραγματεύεται τη γέννηση του φιλοσοφικού παραληρήματος, της φιλοτρέλας, μιας προόδου που έχει γίνει αυτοκτονική και τους τελευταίους ηθοποιούς της.
Ο Διονύσιος Βάγιας εξερευνά την terra incognita – τη γυναίκα, σε πολλές ουσιώδεις εκφάνσεις της: ως ωραίο φύλο, γυναίκα του πόθου, ερωμένη, σύντροφο, συνομιλήτρια ή κοινωνικά αδικημένη: ως φεμινίστρια, αλλά και ως συγγενή, μητέρα, κόρη, αδελφή ή εξαδέλφη. Συνυφαίνει μέσα σε αυτές τις εκφάνσεις του θηλυκού το αθόρυβο έργο του χρόνου: τη μοίρα της γήρανσης. Εστιάζει από την αρχή μέχρι το τέλος της εργασίας του στον ισόβιο κλυδωνισμό του άνδρα, στη δίνη που προκαλεί στη ζωή του το πέρασμά της. Η έρευνα αυτή καθοδηγείται από την φαινομενολογική ματιά, στην οποία εισρέουν ως ένα, τόσο οι φιλοσοφικές καταβολές του γράφοντος, όσο και η εντρύφησή του στο ψυχικό.
Το ποιητικά γραμμένο αυτό κείμενο είναι η διαθήκη τού Χέρμπερτ Μαρκούζε (1896-1979), ενός από τους πιο γνωστούς και ριζοσπαστικούς φιλοσόφους τού 20ού αιώνα. Είναι οι τελευταίες πινελιές που βάζει στο όραμά του για την απελευθέρωση του ανθρώπου, συνοψίζει τις συνεισφορές του και συνάμα αποκαλύπτει τους περιορισμούς της σκέψης του. Είναι από τα πιο ζουμερά, συμπυκνωμένα και εκφραστικά έργα του. Συγχρόνως, αποτελεί το απόσταγμα της αισθητικής θεωρίας τής λεγόμενης Σχολής της Φραγκφούρτης, που οι βασικοί στοχαστές της εγκατέλειψαν τη χιτλερική Γερμανία και κατέφυγαν στην Αμερική ώσπου να περάσει η θύελλα.
Ο Τζέρυ Μπράουν συζητάει με τον Βαντάνα Σίβα για τη λεηλασία της φύσης και της γνώσης, με τον Ιβάν Ίλλιτς και τον Καρλ Μίτσαμ για την πολιτική της φιλίας, με τον αντισυνταγματάρχη Νταίηβ Γκρόσμαν για το μύθο του φονικού ενστίκτου, με τον Ντόνοβαν Γουέμπστερ για τα απομεινάρια του πολέμου, με την Έλενα Νόρμπεργκ-Χοτζ για την παγκοσμιοποίηση και την καταστροφή της κουλτούρας, με την Σουζάνα Σέφερ για τη μάθηση μέσα στη ζωή, με το Νόαμ Τσόμσκυ για την εναντίωση στο προνόμιο και την εξουσία, με τον Νταίηβιντ Κόρτεν για τις μυθολογίες της παγκόσμιας ανάπτυξης, με την Σούζαν Αρμς για το πώς θα ξανακάνουμε ανθρώπινο το ξεκίνημα της ζωής, με τον Βόλφγκανγ Ζαχς για το σχεδιασμό ενός βιώσιμου μέλλοντος.
Λένε πολλοί πως «η σύγχρονη τέχνη βρίσκεται σε κρίση», χωρίς να καταλαβαίνουν ότι η κρίση αυτή συμβαδίζει με έναν τρόμο που απειλεί πράγματι κάθε παράσταση. Χωρίς την τρομοκρατία, τα έργα του 20ού αιώνα είναι αδιανόητα, αόρατα. Χωρίς τον πολλαπλασιασμό των κινδύνων, το δράμα των σημερινών επιφάσεων είναι ακατανόητο, κατά ορισμένους επιλήψιμο… Πράγματι, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα η Τέχνη ήταν ακόμα μόνον ο πρόδρομος των τραγωδιών που έμελλε σύντομα να μας πλήξουν, στις αρχές του 21ου αιώνα, ίσα ίσα, η επιστήμη οφείλει να προεικονίσει το άγχος του μέλλοντος. Απαιτώντας με τη σειρά της μία ελευθερία έκφρασης στο ύψος των φιλοδοξιών της, η τεχνοεπιστήμη εγκαινιάζει έναν «εξπρεσιονισμό», του οποίου ο άμετρος χαρακτήρας είναι εφάμιλλος μόνο με την ικανότητα της τεχνοεπιστήμης να ανατρέπει κάθε νόμο, κάθε ηθική, στο όνομα μόνο της παντοδυναμίας της. Για τον Βιριλιό, η κρίση της σύγχρονης τέχνης είναι ο μισθός του φόβου: φόβου μίας μαζικής κουλτούρας που οδηγεί στην εξολόθρευση, και φόβου μίας σιωπής που ταυτίζεται με την ανανδρία αφού, ως γνωστόν, όποιος δε μιλάει, συναινεί.
Αναλύοντας τα σπουδαία έργα των κορυφαίων αμερικανών κοινωνιολόγων Νταίηβιντ Ρήσμαν, Κρίστοφερ Λας, Ντάνιελ Μπελ και Ρίτσαρντ Σένετ, ο συγγραφέας καταλήγει στα συμπεράσματα του: Ζούμε σε μία νέα εποχή. Την εξέγερση της δεκαετίας του 1960 διαδέχονται σήμερα η αδιαφορία και ο ναρκισσισμός. Τη λογική της ομοιομορφοποίησης διαδέχονται η αποτυποποίηση και η γοητεία. Την ιδεολογική σοβαρότητα διαδέχεται η γενίκευση του χιούμορ. Μια νέα δημοκρατική εποχή χαρακτηρίζεται από τον περιορισμό της βίας και την εξάντληση αυτού που εδώ και εκατό χρόνια αποτελούσε την πρωτοπορία. Με αυτό τον νέο ατομικισμό, οι αναπτυγμένες βιομηχανικές κοινωνίες εισέρχονται στη «μεταμοντέρνα» εποχή.
Μέσα από ποικίλες θεματικές με συγκλίνουσα πορεία προς το εσωτερικό δράμα του ανθρώπου, από το γενικό τού πολιτισμού στο ειδικό τού υποκειμένου, οι Παθογνωστικές Μελέτες Δ´ προσηλώνουν τον αναγνώστη εκ νέου σε μια πορεία κριτικής επαναξιολόγησης του συμπτώματος πέρα από την υποκειμενίστικη διατύπωση της παραδοσιακής ψυχανάλυσης ή Ψυχολογίας του Εγώ:
«Η αποκορύφωση αυτής της κριτικής έγκειται στο ότι το φαντασιώδες περιεχόμενο του ασυνειδήτου δεν είναι ένα υποκειμενικό επιπρόσθετο στα πράγματα, ένα από το οποίο προκύπτει το σύμπτωμα, αλλά πολύ περισσότερο ο κατ’ εξοχήν λόγος παραγωγής τους.»
Ρούντολφ Χάιντς (Rudolf Heinz)
Ιδρυτής της Παθογνωστικής
ενός είδους Κριτικής Ψυχανάλυσης, Ψυχανάλυσης Βάθους ή Ψυχανάλυσης των Πραγμάτων
♦
Ο πολιτισμός στοχεύει στην επικάλυψη και έτι περαιτέρω στον εξωραϊσμό τής απόκρυφης και από τη συνείδηση μη-προσπελάσιμης εσωτερικής διάστασης του ανθρώπινου όντος. Οτιδήποτε αναδύεται εντός του πολιτισμού – συμπεριλαμβανομένης της ακραίας αρνητικότητας –, αναγνωρίζεται από αυτόν ή απορρίπτεται και υπηρετεί εφ’ εξής, ως αναγνωρισμένο ή απορριφθέν (και στις δύο περιπτώσεις θύμα), το καθολικό πνεύμα τής εξωτερικότητας, ήτοι την αγωνιώδη τάση για υπέρβαση της ύλης / του περιεχομένου διά της οδού τής ορθολογιστικής και αισθητικής επικύρωσης.
Η θεραπεία των πραγμάτων αφουγκράζεται μέσα από μια σταχυολόγηση συμπτωματικών αναλύσεων τη ματαιοπονία αυτής της επιδίωξης, ανασύρει δε στη συνείδηση και στη γνώση το ασυνείδητο περιεχόμενο του πολιτισμού. Ως εκ τούτου κατανοεί τις μορφές ακραίας αρνητικότητας, οι οποίες προκύπτουν εξ άπαντος από την εγγενή αδυναμία τού ίδιου του πολιτισμού να υπάρξει αποκλειστικά ως αυτή η εξωτερικότητα – παράγοντας ακούσια ως εσωτερική αντίδραση κατά του εαυτού του την ακραία μορφή αυτοαναίρεσής του: το ξέσπασμα της βίας, ατομικής ή συλλογικής (εγκληματικότητα).
Η κριτική ψυχαναλυτική εντρύφηση στο πολύπτυχο του πολιτισμού, η παθογνωστική, άγει με συνέπεια από την εξωτερικότητα στο επίκεντρο του δράματος, στην απρόσιτη για τον πολιτισμό διάσταση, την οποία αποκαλούμε εσωτερικότητα του μεμονωμένου ανθρώπου. Εδώ βρίσκεται ο χώρος τής «αλήθειας» του πολιτισμού, το πεδίο όπου ο πολιτισμός αδυνατεί, ενώ θα το επιθυμούσε, να ξεχάσει τον εαυτό του, ώστε να ηρεμήσει· να απελευθερωθεί από τον φαύλο κύκλο τής αυτοκαταστροφικής βίας και να επαναφέρει τη χαμένη αίσθηση της ζωής, εν άλλοις λόγοις να παραιτηθεί από την αυθυπέρβαση· είναι ο τόπος όπου το υποκείμενο υποφέρει και νοσεί ψυχικά και σωματικά.
Κατακλείδα: ο πολιτισμός διαπλάθει το υποκείμενο με βάση την κοινωνική συναίνεση, ήτοι αυθαίρετα. Το υποκείμενο δημιουργεί, αενάως και ανεπαίσθητα, εξ αιτίας τής τριβής ένα «νέο» πολιτισμό· η μία πλευρά προσεγγίζεται μέσα από την άλλη: μέσα στο σύμπτωμα αποκαλύπτεται ο πολιτισμός και τανάπαλιν, μέσα από τον πολιτισμό γίνεται κατανοητό το σύμπτωμα.
Η έμφαση του στοχαστή στη σημασία της τοπικής και περιφερειακής κοινότητας, σε αντίθεση με το κράτος, τον κάνει έναν επίγονο του Θορό και του ιδιότυπου αμερικάνικου αναρχισμού του. Αλλά ο Μάμφορντ δεν παύει να διεκδικεί και τη μεγαλούπολη για τη δική του ουτοπία. Αυτό που αντλεί από τις ουτοπικές παραδόσεις δεν είναι οδηγίες για δράση και συνταγές γενικής ευτυχίας. Είναι περισσότερο η ώθηση για έμπνευση νέων μορφών αγαθού βίου, νέων ειδώλων πολιτισμού. Η ανάγκη του αυτή στηρίζεται στην κεντρική ιδέα του βιβλίου: πως από την έρευνα των ουτοπιών μπορούμε να μάθουμε περισσότερα για την πραγματικότητά μας. Να μάθουμε, κυρίως, να κοιτάμε τα πράγματα στο φως της μετάπλασης και αναδιαμόρφωσής τους. Έτσι, λέει ο Μάμφορντ, θα απαλλαγούμε και από τις “κίβδηλες ουτοπίες”, εννοώντας τους ολοκληρωτικούς μύθους. (Νικόλας Σεβαστάκης, Βιβλιοθήκη της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, 9/10/1998)