Τέχνη

Bauhaus – Ιδέες και Πραγματικότητα

Η Σχολή Μπάουχαους ιδρύθηκε αμέσως μετά τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στην Βαϊμάρη της αναστατωμένης Γερμανίας.
Με διευθυντές διαδοχικά, τον Βάλτερ Γκρόπιους, τον Γιοχάνες Μάγυερ και τον Μης βαν ντερ Ρόε έζησε, μετακομίζοντας στο Ντεσάου και στο Βερολίνο, μέχρι την ανάρρηση του Χίτλερ στην εξουσία το 1933.
Φιλοδόξησε να προχωρήσει την τέχνη και να την φέρει πιο κοντά στον απλό άνθρωπο (δίνοντας το βάρος στον σχεδιασμό αντικειμένων καθημερινής χρήσης), αλλά συντρίφτηκε από τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής.
Η τεχνοκρίτης και ιστορικός της τέχνης Εύα Φοργκάς παρουσιάζει στο βιβλίο της την συναρπαστική ιστορία αυτής της μεγάλης προσπάθειας, καταγράφει και αναλύει την εσωτερική και εξωτερική κατάσταση της σχολής, συγκρίνει το Μπάουχαους με άλλες αντίστοιχες σχολές της ίδιας εποχής και τονίζει, στο Επίμετρο, την επικαιρότητα του Μπάουχαους.
Με εισαγωγή του επιμελητή της Εθνικής Πινακοθήκης Μάνου Στεφανίδη και με επίμετρο της Εύας Φοργκάς για την ελληνική έκδοση.

Άγνωστα Βυζαντινά Κάστρα της Μακεδονίας

Δοκίμια του συγγραφέα με θεματολογία που συνοψίζεται από τον τίτλο του βιβλίου. Ειδικότερα εξετάζονται: ο χώρος, το κτίσμα και το τοπίο στο Βυζάντιο, ο Βυζαντινός οχυρωμένος οικισμός της Ρεντίνας, το Κάστρο του Λογγά, το Κάστρο της Σέτινας, το Κάστρο Μπόζιγκραντ και τέλος, η επανάσταση του Βασιλακίου και το Κάστρο του Αετού.

Αυτό που Έρχεται

“Κάτι μας κρύβουν η κουρτίνα σηκώνεται…” υποψιαζόταν ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Σ’ αυτή την αρχή της νέας χιλιετίας, είμαστε πάλι θεατές που περιμένουν αμίλητοι να σηκωθεί η κουρτίνα, χωρίς να τολμούν να πιστέψουν σε ό,τι θα δουν να έρχεται. Στο έργο αυτό, εισαγωγικό στη θέση του για το ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ, ο Πωλ Βιριλιό πραγματεύεται τη γέννηση του φιλοσοφικού παραληρήματος, της φιλοτρέλας, μιας προόδου που έχει γίνει αυτοκτονική και τους τελευταίους ηθοποιούς της.

Βλέμματα Γυναικών στην Τέχνη (1850-1900)

Το βιβλίο παρουσιάζει το γυναικείο κοινό της τέχνης κατά τον 19ο αιώνα στην Ελλάδα. Μέσα από τις σελίδες του έρχεται στο φως ένα σύνολο ανώνυμων και επώνυμων γυναικείων προσώπων, που ήρθαν σε επαφή με καλλιτεχνικά έργα και δημιουργούς, διατύπωσαν κρίσεις και εξέφρασαν τη γνώμη τους για το παρελθόν, το παρόν, ενίοτε και το μέλλον της τέχνης. Ποιες είναι οι γυναίκες αυτές και μέσα από ποιες διαδρομές καθίστανται θεάτριες της τέχνης; Ποιες εικαστικές παραστάσεις έλκουν ή απωθούν τα βλέμματά τους και κάτω από ποιες προϋποθέσεις; Με ποιον τρόπο και με τι είδους όρους αποτιμούν τα έργα που σχολιάζουν; Πώς τοποθετούνται απέναντι στις κυρίαρχες ιστορικές αφηγήσεις και αντιλήψεις περί καλλιτεχνικής δημιουργίας; Τα ερωτήματα αυτά επιχειρείται εδώ να απαντηθούν.
Με την αξιοποίηση δημοσιευμένων πηγών και αρχειακού υλικού η μελέτη εντοπίζει τις επισκέπτριες των καλλιτεχνικών εκθέσεων, αφουγκράζεται τις σχολιάστριες καλλιτεχνών και έργων, παρακολουθεί τις συγγραφείς πραγματειών και κειμένων για την αρχαία ή τη νεότερη τέχνη. Παράλληλα, εξετάζει τις απόψεις γνωστών προσωπικοτήτων της εποχής, όπως η Καλλιρρόη Παρρέν και η Καλλιόπη Κεχαγιά, αναδεικνύει την ποικιλία των ενδιαφερόντων και των θέσεων διαφορετικών θεατριών και επισημαίνει τον βαθμό στον οποίο το φύλο επηρεάζει τόσο το ύφος του λόγου και τα είδη της γραφής όσο και τη στάση του κοινού σε σχέση με θέματα όπως το γυμνό, οι εικαστικές απεικονίσεις γυναικείων μορφών, οι καλλιτέχνιδες.

Εγώ ο Άλλος

Ο ηθοποιός δεν είναι τίποτα άλλο από μιά αναπνοή. Μια αναπνοή χωρίς σταθερό ρυθμό που περιέχει όλους τους ρυθμούς του κόσμου. Δεν είναι άνθρωπος με σώμα, είναι το πλάσμα που φορά τις λέξεις για σώμα του.
Οι κινήσεις, ο τρόπος του βλέμματος, του περπατήματος, ο τρόπος που ανακατεύει τον πρωινό καφέ του, ο τρόπος που ντύνεται, ο τρόπος, αυτό είναι ο ηθοποιός, ο τρόπος που υπάρχει. Ο τρόπος που ξεκολλά τις σάρκες του πάνω στη σκηνή για να ταΐσει τα σκυλιά, ο τρόπος που σκορπά τα κόκκαλά του να χορτάσουν οι πεινασμένοι, ο τρόπος που δεν αντιλαμβάνεται πως οι θεατές τους είναι σκυλιά και πεινασμένοι, ο τρόπος που μαρτυρεί, που καίγεται στη σκηνή που αυτοπυρπολείται.

Η Καλλιτεχνική Κίνηση στη Θεσσαλονίκη 1885-1944

Από τις λιγοστές υπάρχουσες πηγές και από τις αναμνήσεις των καλλιτεχνών, που δεν είναι πάντα αξιόπιστες και πρέπει να διασταυρώνονται, θα προσπαθήσουμε ν’ ανασυστήσουμε την καλλιτεχνική ζωή της πόλης μας επί μιαν εξηκονταετία. Τα χρόνια που εξετάζουμε, τα Ωδεία δεν είχαν μόνιμη στέγη, τα δε σποραδικά φύλλα των εφημερίδων, που γλίτωσαν από την πυρκαγιά και την Κατοχή, δεν περιλαμβάνουν πάντα τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Φίλοι, κυρίως, και γνωστοί μας βοήθησαν με τις αναμνήσεις τους να καταγράψουμε τα στοιχεία που ακολουθούν. […] Ωδεία, χορωδίες, μουσικοί, τραγουδιστές, τραγούδια που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις: όλα αυτά καταγράφονται αναλυτικά για τα εξήντα χρόνια από το 1885 μέχρι το 1944.

Η Τεμπελιά, Πραγματική Αλήθεια του Ανθρώπου Σουπρεματισμός με Είκοσι Έργα του Ζωγράφου

Με τη λέξη «Σουπρεματισμός» εννοώ την υπεροχή του καθαρού συναισθήματος στην δημιουργική τέχνη.

Θέλω στη μελέτη μου να εξηγήσω τι νόημα κρύβει η λέξη “τεμπελιά”, τι καλύπτει το ρητό “αργία μήτηρ πάσης κακίας”.

Κείμενα για την Τέχνη (1934-1969)

Τα κείμενα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο και γράφηκαν από το 1934 έως το 1969, είναι γράμματα σε φίλους ζωγράφους (Barnett Newman, Robert Motherwell, Adolph Gottlieb και άλλους), εντυπώσεις από ταξίδια στην Ευρώπη (Παρίσι, Λονδίνο, νότια Ιταλία· γράφει χαρακτηριστικά από την Ποσειδωνία της νότιας Ιταλίας: “ανέκαθεν ζωγράφιζα αρχαιο-ελληνικούς ναούς χωρίς να το ξέρω”), περιγραφή καλοκαιριών που πέρασε με την οικογένειά του σε πανεπιστημιουπόλεις των Η.Π.Α. στις οποίες δίδασκε, τετράδια σημειώσεων στα οποία μιλά για την τέχνη των παιδιών και για τη σημασία του σουρεαλισμού, του Πικάσο ή του Μιρό, πικρόχολα σχόλια για τη βασιλεία των εμπόρων έργων τέχνης και των τεχνοκριτικών, μανιφέστα και απαντήσεις σε εφόρους μουσείων και τεχνοκρίτες. Βρίσκονταν σε μουσεία των Η.Π.Α. ή στην κατοχή των παιδιών του και δημοσιεύονται για πρώτη φορά.

Κριτική της Τέχνης Κριτική της Κοινωνίας

Κριτική της Τέχνης – Κριτική της Κοινωνίας, ήταν ο τίτλος του Σεμιναρίου αισθητικής του καθηγητή μας Olivier-Renault d’Allonnes στη Σορβόνη. Τον ίδιο τίτλο δώσαμε και στον παρόντα τόμο, αποτίοντας έτσι τιμή σ’ έναν πρωτοπόρο και διεθνούς εμβέλειας ερευνητή και καθηγητή της αισθητικής και της κριτικής θεωρίας. Ο Olivier-Renault d’Allonnes, ο Έλληνας, ο Εβραίος και ο Γάλλος θεωρητικός του ρεμπέτικου, του Σαίνμπεργκ και του Αντόρνο, ο οποίος είχε καταλήξει να ζει για την Αισθητική, αναπολώντας συγχρόνως το ιστορικό Artisanat (χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι στον τοίχο πίσω από την καρέκλα του γραφείου του στο σπίτι του είχε μια συλλογή εργαλείων επιπλοποιού), από τον Μάρτιο του 2009 δεν είναι πια μαζί μας. Βιώνοντας έντονα τις αρνητικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης: γενικευμένη αλλοτρίωση, αποξένωση, διάλυση ή ακόμη και αποσύνθεση της όποιας ιστορικής συνείδησης και κοινωνικής υποκειμενικότητας που υπήρχε από πριν μέχρι την εμφάνιση και διάδοση στα νεότερα χρόνια της παγκοσμιοποίησης, επέστρεψε λίγο πριν τον θάνατό του στο χωριό του στη Βρετάνη και στη συνέχεια στη μητρική του γη.

Ο Μάρκος στο Χαρέμι

Με τα φτερά της φαντασίας ταξιδεύουμε στα σουλτανικά παλάτια της οθωμανικής Σταμπούλ επί δυναστείας του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, του Νομοθέτη. Η παντοδύναμη μητέρα του, η μεγάλη βαλιδέ-σουλτάνα, ελληνικής -υποτίθεται- καταγωγής, στα πλαίσια της φιλελεύθερης πολιτικής που επιχειρεί να εφαρμόσει στο χαρέμι, προσκαλεί από την Αθήνα τον ρεμπέτη Μάρκο Βαμβακάρη με την ορχήστρα του για να διασκεδάσει τις αιχμάλωτες χανούμισσες. Ο Μάρκος με το μπουζούκι του και με τη συνοδεία του Σταύρακα φτάνει στην Πόλη, όπου του γίνεται θερμή υποδοχή στο σαράι, αλλά, μετά τη γνωριμία του με τις γυναίκες του χαρεμιού, αποφασίζει την απαγωγή και την απελευθέρωσή τους με τη συνεργασία του Καραγκιόζη, που εκτελεί χρέη υπηρέτη της βαλιδέ. Η συνωμοσία αποκαλύπτεται από τους συνεργάτες της βαλιδέ-χανούμ, τον Μορφονιό και τον αρχιευνούχο Χαντούμ-αγά, με αποτέλεσμα τη σύλληψη των συνωμοτών. Η βαλιδέ προτίθεται να τους τιμωρήσει όλους παραδειγματικά, αλλά υποχωρεί έπειτα από τις παρακλήσεις και τις εξομολογήσεις του Βαμβακάρη και του Καραγκιόζη, τους συγχωρεί και τους στέλνει μαζί με τις ελεύθερες πλέον γυναίκες του χαρεμιού στην Ελλάδα.

Οι Αβάσταχτες Κυριακές της Ζωγραφικής

Ακόμη και σήμερα, ζωή και τέχνη μοιράζονται κάποιο μεγαλείο, αραιά και πού. Κατά πως φαίνεται, το έχουμε ανάγκη. Συχνότερα αλληλοδανείζονται μιζέρια, μετριότητα, οδύνη, αλλά και την εκατέρωθεν αδιαφορία, κι ακόμη πιο πολύ την περιφρόνηση. Συγκοινωνούντα δοχεία ή, αντιθέτως, απομονωμένα νεφελώματα, παθητικοί εραστές ή θανάσιμοι εχθροί, ανακαλύπτουν τη διαλεκτική της σύνθεσης και της ανάλυσης, και μολοντούτο παρασύρονται από την έλξη του Μηδενός που, αν κοιταχτεί απ’ το πλάι γίνεται γραμμή, ενώ η περιδίνησή του το καμπυλώνει σε ένα πλαγιασμένο οχτώ. Μηδέν και άπειρο, το ένα μολύνει το άλλο. Συνθέτουν ένα ερωτηματικό Εν-Τίποτα που αδυνατεί να εποπτεύσει τον εαυτό του. Εμείς, τα κατ’ εικόνα και ομοίωση σπαράγματά του, περιέχουμε τις αρχές και τα συστατικά του, αν και όχι πάντα στο ποσοστό που μας αναλογεί, και πλανιόμαστε εδώ κι εκεί. Παρ’ ότι η εικόνα αυτή πιθανόν να προκαλεί την αποδοκιμασία ενός κάποιου θεολόγου ή κοσμολόγου της ρουτίνας, δεν παύει να παραμένει σφηνωμένη στην καρδιά του σύμπαντος, το οποίο αναλαμβάνουν κι εκείνοι να μελετήσουν όπως κι όσο δύνανται. Όταν προσυπέγραφαν το συμβόλαιο, γνώριζαν, και ο ένας και ο άλλος, πως η τέχνη δεν αναφερόταν στα περιεχόμενά του. Το άγραφο πνεύμα όμως του συμβολαίου -στο οποίο εκείνοι δεν είχαν πρόσβαση- ήταν μια ανυπέρβλητη καλλιτεχνική σύλληψη.

Οι Συμφορές του Πολέμου

“Οι συμφορές του πολέμου” είναι μια συλλογή ογδοντατριών χαρακτικών, που δημιούργησε ο Γκόγια με τη μέθοδο της οξυγραφίας και πρωτοεκδόθηκαν το 1863. Ο μεγάλος ισπανός ζωγράφος τα έφτιαξε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μακριά από την πατρίδα του, αποτραβηγμένος στο Μπορντώ της Γαλλίας. Βασίζονται στις φοβερές σκηνές που αντίκρισε κατά τον πόλεμο των ισπανών με τον εισβολέα Ναπολέοντα (“Αυτό το είδα”, γράφει στα περιθώρια των έργων), αλλά απεικονίζουν στιγμιότυπα απ’ όλους τους πολέμους του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Στο επίμετρο, ο γάλλος μελετητής και ιστορκός της τέχνης Ελί Φωρ σχολιάζει τα χαρακτικά, τα εντάσσει στο συνολικό έργο του Γκόγια, τα τοποθετεί στο ιστορικό τους πλαίσιο και αφορμάται απ’ αυτά για να διατυπώσει ορισμένες γενικότερες σκέψεις για το φαινόμενο του πολέμου.

Περί Μορφής

Τι λόγο έχουν οι καλλιτέχνες, οι πιο ελεύθεροι και ανεξάρτητοι άνθρωποι της κοινωνίας, άνθρωποι που ζουν «σαν τα κρίνα του αγρού» να συναθροίζονται, να οργανώνονται και να καταπιάνονται με θεωρητικές συζητήσεις; «Καλλιτέχνη, μη μιλάς· δημιούργησε!». Τα λόγια αυτά τα έχουμε ακούσει συχνά από ανθρώπους που δήλωναν αρμόδιοι να μιλούν, να σκέφτονται και να ενεργούν για λογαριασμό μας: πολιτικούς, διανοούμενους, βιομήχανους, καθηγητές, τεχνοκρίτες και άλλους. Και πάντα μας πρόδιδαν. Δημιουργώ, σκέφτομαι και μιλώ. Αλλά οι σκέψεις δεν βγαίνουν από το στόμα. Ολόκληρο το κορμί του ανθρώπου σκέφτεται, ολόκληρο το σώμα του μιλάει. Μιλάμε με τις χειρονομίες και με τη γλώσσα και, όπως ακριβώς ο χορευτής ή ο μουσικός, έτσι και ο ζωγράφος μιλάει με χειρονομίες που αποτυπώνει σε ένα υλικό ανεξάρτητο από τον εαυτό του. Αυτήν ακριβώς τη μετάδοση της χειρονομίας ονομάζουμε εικαστική δημιουργία. Ο καλλιτέχνης της δικής μας γλώσσας μπορεί να εκφραστεί ως εξής: «Δεν ψάχνω, δεν βρίσκω· δημιουργώ». Η εξήγηση αυτή υποδηλώνει ότι ο καλλιτέχνης δεν έχει ανάγκη να εκφραστεί σε γλώσσα άλλη από τη γλώσσα της τέχνης του. Δείχνει, ακόμα, ότι κάθε θεωρητική απόπειρα την θεωρεί χάσιμο χρόνου και ενέργειας. Ο λόγος για τον οποίο ο καλλιτέχνης υποχρεώνεται σήμερα να πάρει τον λόγο, δεν είναι ότι το κοινό απαιτεί μία λογοτεχνική ερμηνεία της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά ότι το κοινό εισπράττει πάντα εσφαλμένες ερμηνείες της. Οι τεχνοκρίτες, που ισχυρίζονται πως η ζωγραφική δεν μπορεί να ερμηνευτεί με μουσικούς όρους, δεν δείχνουν να έχουν πρόβλημα που ερμηνεύουν τη μουσική και τη ζωγραφική με φιλολογικούς όρους. Η κριτική δικαιολογεί την ύπαρξή της με το ότι υπάρχει. Καταγγέλλουμε τον παραλογισμό αυτό, όχι για να σταματήσουμε την κριτική της τέχνης, ούτε για να πάρουμε τη θέση της, αλλά για να προφυλαχτούμε από ορισμένες πρακτικές που προκαλούν σύγχυση και για να χαράξουμε τον δρόμο μας πάνω σε μία πιο ακριβή και χρήσιμη βάση.

Περί του Ανθρώπινου Κάλλους ή Μια Άλλη Κωμωδία

Έχω την υπόνοια ότι το ανθρώπινο κάλλος από αρχαιοτάτων χρόνων υπέστη μια σημαντική νοητική διαστρέβλωση, με αποτέλεσμα να αναγορευθεί σε έργο τέχνης και να υπαχθεί στην Αισθητική και, μέσω αυτής, στην Ηθική, διαστρέβλωση εξαιρετικής αντοχής, παρά τη δαιμονοποίησή του κατά περιόδους από τα διάφορα θρησκευτικά δόγματα, όπως επίσης και ότι υπήρξε δέκτης μιας απαράδεκτα προνομιακής μεταχείρισης σε σχέση με τις υπόλοιπες “φυσικές καλλονές”, φαινόμενο αναμενόμενο μέσα στον γενικευμένο ανθρώπινο επεκτατισμό. Είναι αυτονόητο ότι το φυσικό περιβάλλον του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου, αποτελεί μια ηθική αξία με βάση αισθητική, η οποία ανάγεται σε αξία, όπως κι αν έχει, ακριβώς λόγω του ηθικού της βάρους, δηλαδή ο άνθρωπος μαθαίνει να του αρέσει ο κόσμος μέσα στον οποίο βρέθηκε, και όλες οι αισθητικές μορφές γίνονται αποδεκτές και αποκτούν αξιακή υπόσταση, ή άλλως ο υπαρκτός κόσμος αποκτά αισθητική αξία μέσω της ηθικής.

Στο Ίδιο Δωμάτιο

Μόνο με όρους της αρχαίας τραγωδίας μπορεί να περιγραφεί η σύντομη ζωή της σημαντικής ποιήτριας Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, που δημιούργησε το έργο της στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου. Αφού μέσα σε μία δεκαετία έχασε από ασθένειες τον αδελφό της, τη μητέρα της και την αδελφή της, τελείωσε αθόρυβα και η δική της ζωή, στη μέση ακριβώς της άνοιξης του 1935 (16 Απριλίου), στο σανατόριο Ασβεστοχωρίου. Στον θεατρικό αυτόν μονόλογο αναπλάθονται ποιητικά οι τελευταίες στιγμές της στο δωμάτιο του σανατορίου.

1 2