Ιστορία

Οι Πλατείες της Θεσσαλονίκης (μέχρι το 1944)

Οι πλατείες της Θεσσαλονίκης ήταν οι τόποι συνάθροισης και συνάντησης των ανθρώπων, και όχι απλώς οι χώροι σύγκλισης των οδικών αρτηριών, όπως σήμερα. Με τα λίγα που γράφουμε περιγράφοντας τις πλατείες της πόλης μας μέχρι το 1944, προσπαθούμε να διατηρήσουμε ζωντανές τις αναμνήσεις στους παλιούς, αλλά και να δείξουμε στους νεότερους ότι η ζωή ήταν κάποτε διαφορετική.

Οι Ταβέρνες της Παλιάς Θεσσαλονίκης

Από τον Μεσαίωνα ακόμα, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, τα χάνια, τα χαμαιτυπεία και οι ταβέρνες βρίσκονταν έξω από τα τείχη των πόλεων, κοντά στις πύλες. Όταν εξέλιπε η ανάγκη της προστασίας των πόλεων με τείχη, τα ευαγή αυτά ιδρύματα μεταφέρθηκαν μέσα σης πόλεις και κατά προτίμηση στις αγορές, εκεί που κυκλοφορούσε πολύς κόσμος. Στην αρχή τα χάνια ήταν συνάμα και μπουρδέλα και ταβέρνες, αλλά με τον καιρό οι καινούριες συνθήκες ζωής επέφεραν το διαχωρισμό τους. Τα μπουρδέλα έμειναν έξω από τις πόλεις, τα χάνια άρχισαν να λειτουργούν στις ακραίες συνοικίες, πάντοτε όμως κοντά στις οδούς επικοινωνίας της πόλης με την ύπαιθρο, και οι ταβέρνες στα πιο πολυσύχναστα μέρη των αστικών κέντρων.

Εδώ στη Σαλονίκη οι πιο πολλές ταβέρνες βρίσκονταν στο Βαρδάρη και, όπως αναφέρει ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή που πέρασε από την πόλη μας στα 1668, υπήρχαν τότε στη Σαλονίκη τριακόσιες σαράντα οκτώ ταβέρνες και καπηλειά. Στις αρχές του 19ου αιώνα σ” όλο το μήκος της οδού που θα ονομαστεί αργότερα Εγνατία υπήρχαν υπόγειες ταβέρνες, που σ” αυτές έπιναν τα ρακιά τους οι Τούρκοι για να μη τους βλέπουν οι ραγιάδες. Για τις ταβέρνες που ήταν γύρω από την Καμάρα, η παράδοση αναφέρει ότι οι ιδιοκτήτες τους ξεμονάχιαζαν τους γενίτσαρους, τους μεθούσαν και τους έριχναν στους βόθρους. Θα πείτε: γιατί οι ταβερνιάρηδες, κατά κανόνα άνθρωποι αγαθοί, γίνονταν φονιάδες; Η αφόρητη τρομοκρατία που ασκούσαν οι γενίτσαροι και η εκμετάλλευση των χριστιανών είχε ξεπεράσει κάθε όριο και οι ραγιάδες, μη μπορώντας να τους πολεμήσουν τους Τούρκους μ” άλλο τρόπο, τους εξαφάνιζαν ρίχνοντάς τους στους βόθρους των μαγαζιών τους χωρίς ν” αφήνουν ίχνη.

Παραμύθι και Τελετές Φυλετικής Μύησης

Οι ιστορίες που μας αφηγούνται τα μαγικά παραμύθια είναι στην πλειονότητά τους μετασχηματισμένες αφηγήσεις τελετών φυλετικής μύησης αγοριών και κοριτσιών. Τα περισσότερα μοτίβα τους ανάγονται σε περιορισμένο, φυσικά, αριθμό μυητικών μοτίβων και υπακούουν στο σχήμα απομάκρυνση – μεσοδιάστημα – επανένταξη, που είναι το σχήμα των διαβατήριων τελετών.
Ο μετασχηματισμός που υφίσταται στην αφήγηση τόσο η δομή της τελετουργικής ακολουθίας όσο και το περιεχόμενο των επιμέρους μοτίβων της δεν την καθιστά μη αναγνωρίσιμη. Και στην παραμυθιακή αφήγηση μεγάλο μέρος της δράσης μεταφέρεται έξω από τα όρια της καθημερινής ζωής, όπως και στη μυητική τελετουργία· η αιτία που επινοείται, στη θέση του θεσμού, για την έναρξη της μυητικής περιπέτειας ανήκει συχνά σ’ αυτήν (στην καθημερινή ζωή)…
Κατά το πέρασμα από τη συμβολική γλώσσα της τελετουργίας στη συμβολική γλώσσα του παραμυθιού συχνά η μεταφορά μετασχηματίζεται σε κυριολεξία. Έτσι, το δίδυμο μυητικό μοτίβο μιμητικού θανάτου – αναγέννησης παρουσιάζεται μερικές φορές στο παραμύθι ως θάνατος και ανάσταση στην κυριολεξία, δηλαδή το συμβολικό στοιχείο της τελετουργίας μεταφέρεται στην αφήγηση ως πραγματικό γεγονός. Ο ήρωας ή η ηρωίδα πεθαίνει, ενίοτε θάβεται κιόλας, και στη συνέχεια ανασταίνεται. Για να αιτιολογηθεί το τελευταίο, ή συχνά και τα δύο, επινοείται το μαγικό στοιχείο.

Τα Καφενεία της Παλιάς Θεσσαλονίκης

Η ζωή των Σαλονικιών, οι χαρές και οι λύπες τους, οι αγώνες και οι αγωνίες τους περιγράφονται χωρίς φιοριτούρες και ψευτοπατριωτικές εξάρσεις που είναι πάντα ύποπτες – κι από τον τρόπο της περιγραφής αποκαλύπτεται ο μικρός ή μεγάλος ρόλος που έπαιξαν τόσο οι επώνυμοι όσο και ο απλός κόσμος σε γεγονότα που σημάδεψαν την τύχη της πόλης, της Μακεδονίας και όλης της Ελλάδας.

Τα Σχολεία της Θεσσαλονίκης (μέχρι το 1944)

Δημοτικά σχολεία, γυμνάσια, δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, ελληνικά και ξένα, τα πρώτα φροντιστήρια. Ιστορικά στοιχεία και αναμνήσεις του συγγραφέα, δίνουν μια εικόνα της παιδείας στην πόλη μας μέχρι το 1944.

Τελευταίοι Προλετάριοι

Τουλάχιστον για ένα πράγμα θα είμαστε περήφανοι και αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο στην ανθρωπότητα. Μεγαλώσαμε με τα δικά μας χέρια, με το δικό μας μυαλό, με τον δικό μας ιδρώτα και ποτέ, μα ποτέ, δεν εκμεταλλευτήκαμε κανέναν και καμία. Και όλα αυτά γιατί απλά αγαπήσαμε, πιστέψαμε και ποντάραμε στον άνθρωπο.

Τέμπη – Το Ενδιαίτημα των Νυμφών

Το βιβλίο του Ζήση Δ. Παπαδημητρίου “Τέμπη. Το ενδιαίτημα των Νυμφών. Η Κοιλάδα των Τεμπών από τοπογραφική, αισθητική, μυθολογική, αρχαιολογική και ιστορική άποψη” είναι πλούσιο σε χαλκογραφίες από περιηγητές που επισκέφθηκαν την περιοχή από το 1700 περίπου και εντεύθεν, καθώς και σε χωρία από αρχαίους Έλληνες, Λατίνους, Ευρωπαίους κ.ά. συγγραφείς, από τον Όμηρο μέχρι και τις μέρες μας.

Εκτός από τα τρία κεφάλαια που αφορούν στην ίδια την Κοιλάδα των Τεμπών, τρία από τα υπόλοιπα πέντε αναφέρονται πολύ σύντομα στις ιστορικές πόλεις και στα παραδοσιακά χωριά της περιοχής καθώς και στο Ομόλιο, την αρχαία Ομόλη, καθότι, αν και δεν ανήκει στο Δήμο Τεμπών, η ιστορία του σχετίζεται άμεσα με την Κοιλάδα των Τεμπών. Στο έβδομο κεφάλαιο απαριθμούνται τα σύγχρονα χωριά και οι λοιποί οικισμοί του Δήμου Τεμπών. Τέλος, στο όγδοο κεφάλαιο αναπτύσσονται αποσπασματικά συγκεκριμένες προτάσεις τουριστικής περαιτέρω ανάδειξης και οικονομικής αξιοποίησης της περιοχής.

Το πόνημα αυτό του Ζήση Δ. Παπαδημητρίου αποτελεί δωρεά στον Δήμο Τεμπών και είναι αφιερωμένο, τιμής ένεκεν, στον θρυλικό μπουρλοτιέρη των Τεμπών Αντώνη Αγγελούλη-Βρατσάνο και στους ηρωικούς συντρόφους του. Προτείνει, μάλιστα, μετά την αποπεράτωση της νέας σήραγγας των Τεμπών, ο δρόμος να ονομασθεί “Οδός Εθνικής Αντίστασης – Αντώνης Βρατσάνος” και να στηθεί μαρμάρινη αναμνηστική πλάκα στη θέση όπου τη νύχτα της 23ης Φεβρουαρίου 1944 το Μηχανικό του Ολύμπου ανατίναξε τη γερμανική αμαξοστοιχία αριθ. 53 που μετέφερε Γερμανούς στρατιώτες από την Αφρική στο ανατολικό μέτωπο της Ρωσίας.

Το εξώφυλλο του βιβλίου φιλοτέχνησε ο Γοννιώτης γλύπτης Θάνος Καρώνης.

Τι Απέγιναν οι Εβδομήντα Χιλιάδες Εβραιοι της Θεσσαλονίκης; Η Σιωπή είναι Αβάσταχτη

Η Ανριέτ Ασεό δεν έχει ζήσει τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Οι δικοί της πάλι, δεν της μιλούν καθόλου για το τι έγινε τότε. Σιγά σιγά, μεγαλώνοντας, ανακαλύπτει την αλήθεια. Μόνο μετά από χρόνια φτάνουν οι επιζήσαντες των στρατοπέδων σ’ ένα σημείο, στο οποίο η σιωπή είναι αβάσταχτη.
Σ’ αυτό ακριβώς το συμπέρασμα καταλήγουν οι συγγραφείς Χόρχε Σεμπρούν και Ελί Βίζελ, που συζητούν το έτος 1995. Πριν από πενήντα χρόνια, ήταν και οι δυο κρατούμενοι στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μπούχενβαλντ, ως αντιστασιακός ο πρώτος, ως εβραιόπουλο ο δεύτερος. Στη συζήτησή τους προσπαθούν να διασαφηνίσουν τι έζησαν, τι είδαν, τι ένιωσαν και τι κατάλαβαν.

Το Θέατρο της Ιστορίας

Το βιβλίο αυτό, όπως κάθε βιβλίο, είναι προϊόν συνεργασίας. Τα κείμενα έγραψε η Άννα Βιδάλη και ο Θανάσης Παπιώτης έκανε τα σχέδια. Όμως συμμετείχαν κυρίως σ’ αυτό οι γυναίκες και οι άνδρες που κατέθεσαν τις ιστορίες τους.
Αποτελείται από τρία μέρη.
– Το πρώτο ασχολείται με το θέατρο και το τι σημαίνει για μια κοινότητα να διαλέγει και να ανεβάζει ένα θεατρικό έργο. Τη σχέση που έχουν μεταξύ τους οι ηθοποιοί και οι θεατές, οι διάφοροι άλλοι παράγοντες της θεατρικής παράστασης.
– Το δεύτερο μέρος αφορά τις γυναίκες και το πώς βιώνουν διάφορους σταθμούς στη ζωή τους: την παιδική ηλικία, την εφηβεία και το επάγγελμα.
– Το τρίτο μέρος αφορά την Ιστορία, ιδιαίτερα μια Ιστορία που έχει τραυματικές επιπτώσεις σ’ αυτούς που την βιώνουν. Το τραύμα και τις θλιβερές συνέπειές του στη μετέπειτα ζωή, το πετρωμένο πένθος και τη διεργασία του πένθους.

Τρίκερι

Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, καρπός αγάπης για τον τόπο, περιγράφει και αναλύει τις αθέατες πηγές της ιστορίας των Τρικέρων -η κραταιά ναυτική πολιτεία επί Τουρκοκρατίας υπήρξε μείζον κέντρο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα- , αναδεικνύει όψεις της οργάνωσης και της εξέλιξης της κοινωνίας τους, την ακμή και την προσαρμογή τους στις εξελίξεις, τον καθοριστικό ρόλο των γυναικών λόγω της μακρόχρονης απουσίας των ανδρών στα καράβια. Μιλά συγχρόνως για τις άμεσες αισθήσεις και τις φυσικές ομορφιές του τόπου, για τη μαγειρική και το κάλλος της τοπικής ενδυμασίας, τη γοητεία των μικρών νησιών και των λιμανιών του.

Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920)

Το 1875 κυκλοφορεί στην πόλη μας η πρώτη ελληνική εφημερίδα, “η εμπορική γαζέτα Ερμής”. Από τις στήλες της παρακολουθούμε τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας. Μετά από το 1900, κυκλοφορούν και άλλες ελληνικές εφημερίδες, δυσεύρετες έως ανεύρετες σήμερα, που μας βοηθούν να συμπληρώσουμε την εικόνα της ζωής στην πόλη. Παρακολουθούμε και, με τις πάνω από εκατό φωτογραφίες, επεξηγούμε και συμπληρώνουμε όχι μόνο την εξιστόρηση γεγονότων όπως η σφαγή των προξένων, η επανάσταση του Λιτόχωρου, η πυρκαγιά του 1890, ο Μακεδονικός Αγώνας, η επανάσταση των Νεότουρκων, η επιδημία χολέρας, η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον τουρκικό ζυγό, η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου, η εγκατάσταση της Ανατολικής Στρατιάς, η αναγόρευση της πόλης μας σε πρωτεύουσα του δεύτερου ελληνικού κράτους, η μεγάλη πυρκαγιά του 1917, η απομάκρυνση του Βενιζέλου από την κυβέρνηση, οι απαρχές της Μικρασιατικής καταστροφής, αλλά παρουσιάζουμε και την καθημερινή ζωή και τις αλλαγές στις συνθήκες της (τραμ, ηλεκτροφωτισμός κλπ.).

Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1921-1944)

Από δημοσιεύματα των εφημερίδων αλλά και από τις προσωπικές αναμνήσεις του συγγραφέα παρακολουθούμε και με τις πολλές φωτογραφίες της εποχής αποκτούμε μιαν εικόνα των μεγάλων και μικρών γεγονότων των χρόνων 1921-1944: ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης, εγκατάσταση των προσφύγων, στρατιωτικά κινήματα, εργατικοί και φοιτητικοί αγώνες, Τεταρταυγουστιανή δικτατορία, πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, εξόντωση των εβραίων συμπολιτών μας από τους χιτλερικούς, απελευθέρωση. Η Θεσσαλονίκη αλλάζει όψη, αλλά κι οι θεσσαλονικιοί ιδέες: φουντώνουν οι προοδευτικές οργανώσεις, αλλά και τα εθνικιστικά σωματεία, πράγμα που οδηγεί στα γεγονότα του Μάη του 1936, αλλά και στον εμπρησμό του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ. Παρενθετικά, ο συγγραφέας αναφέρεται αναλυτικά σε τρεις μεγάλους θεσμούς της πόλης μας, που δημιουργούνται τότε: Χ.Α.Ν.Θ., Δ.Ε.Θ., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.

Χρόνος, Εργασιακή Πειθαρχία και Βιομηχανικός Καπιταλισμός

Στο παρόν κείμενο ο Έντουαρντ Πάλμερ Τόμσον πραγματεύεται γλαφυρά τη μεταβολή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι τον χρόνο. Ξεκινά από την εποχή που το ρολόι ήταν ένα αξιοπερίεργο σπάνιο αντικείμενο και φτάνει στην εποχή που ρυθμίζει κυριαρχικά την καθημερινή μας ζωή.
Τη Δευτέρα ή την Τρίτη, σύμφωνα με την παράδοση, ο χειρωνακτικά εργαζόμενος προσαρμόζεται στον αργό ρυθμό της μελωδίας «Έεεεεεχουμε καιρό, έεεεεεχουμε καιρό». Την Πέμπτη και την Παρασκευή, εργάζεται στον γοργό ρυθμό «Άλ-λη μια μέρα, άλ-λη μια μέρα».
Ο πειρασμός για χουζούρι, για άλλη μια ώρα στο κρεβάτι, φόρτωνε τη δουλειά στο βράδυ, και τότε έπρεπε να γίνει στο φως των κεριών.

1 2 3