Η κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού αποτέλεσε θεμελιώδες γεγονός για την εξέλιξη της ελληνικής ιστορίας. Τα εντυπωσιακά κτήρια δεν ανοικοδομήθηκαν ποτέ ξανά, και ελάχιστες εικαστικές και χειρωνακτικές τέχνες κατάφεραν να επιβιώσουν. Οι προηγμένες μορφές πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης χάθηκαν στη λήθη, και η έννοια της ανώτατης κυβέρνησης του μυκηναϊκού άνακτος εξαφανίστηκε για πάντα από το φάσμα των πολιτικών θεσμών της αρχαίας Ελλάδας. Τα ανάκτορα, οι βασιλείς και οι βασιλικές οικογένειες περιήλθαν στη διάσταση του μύθου. Η τέχνη της γραφής χάθηκε για αιώνες. Η Ελλάδα μετατράπηκε σε μια κλειστή κοινότητα του Αιγαίου. Με λίγα λόγια, ο ελληνικός κόσμος υποβιβάστηκε στο επίπεδο μιας προϊστορικής κοινωνίας.
Τι είδους μαθήματα μπορούμε να αντλήσουμε από την εξέταση αυτής της κρίσιμης περιόδου; Ποια μηνύματα μπορούμε να αφουγκραστούμε από την κατάρρευση των αρχαίων κοινωνιών, αναγνωρίζοντας πιθανούς παράγοντες που μπορούν να επαναληφθούν στο μέλλον υπό ανάλογες συνθήκες; Εάν η αρχαιολογική γνώση μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο πρόληψης, τότε η μελέτη της κατάρρευσης των κοινωνικών συστημάτων της Εποχής του Χαλκού δεν αποτελεί μόνο μια ενδιαφέρουσα περιπτωσιολογική μελέτη για την εξαγωγή χρήσιμων ιστορικών συμπερασμάτων, αλλά και ένα σημαντικό εργαλείο για τη διαμόρφωση στρατηγικών με σκοπό την αποφυγή παρόμοιων σφαλμάτων στο μέλλον.
Ο μεγάλος εβραίος ιστορικός της πόλης μας Ιωσήφ Νεχαμά δημοσιεύει την μελέτη του αυτήν στο Παρίσι το 1917. Εξιστορεί γλαφυρά τις περιπέτειες της Θεσσαλονίκης από την ίδρυσή της μέχρι την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος. Μας γνωρίζει την πόλη, που εποφθαλμιούν και διεκδικούν όσοι λαοί την αντικρίζουν, μας περιγράφει τις περιόδους ακμής και παρακμής, ευημερίας και αθλιότητας, κοινωνικής νηνεμίας και κοινωνικής αναστάτωσης. Μας παρουσιάζει τους προβληματισμούς, τις ανησυχίες, τις προσδοκίες των εβραίων της Θεσσαλονίκης, που βλέπουν την ενσωμάτωση της πόλης μας στο ελληνικό κράτος, τον διαμοιρασμό της ενδοχώρας της μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Αναρωτιέται, εν τέλει, ποιο είναι το μέλλον του μεγαλύτερου λιμανιού της Βαλκανικής, που έχει κιόλας συνδεθεί σιδηροδρομικά με ολόκληρη την Ευρώπη.
Το όνομα της Σικελίας, κάθε φορά που το φέρνω στον νου μου, με οδηγεί -σαν το ταχύπλοο του Οδυσσέα- βαθιά πίσω στον χρόνο. Τότε που, μικρό παιδί, άκουσα από το στόμα της καθηγήτριας των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο -με την αθωότητα που έχουν από τη φύση τους όλα τα παιδιά- την ανάγνωση των “Σικελικών” του Θουκυδίδη. Η Σικελία, έκτοτε, ήταν για μένα όνομα μισητό. Ή, μάλλον, ένα όνομα που με φόβιζε. Εκεί δεν είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά και με τρόπο ατιμωτικό ο περήφανος αθηναϊκός στρατός; Στα υγρά λατομεία των Συρακουσών δεν κλείστηκε ο πλήθος των 7.000 άτυχων Αθηναίων αιχμαλώτων; Εκεί μέσα, πατώντας κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον, δεν βρήκαν οικτρό θάνατο χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές;
Γεμάτοι βιασύνη και περιέργεια, συμπλέουμε, συχνά με δέος, σε ένα νέο και διαφορετικό σύμπαν συσχετισμών, αγωνιώντας να το αναπνεύσουμε όλο μαζί, αδιαφοροποίητα και να το καταγράψουμε αθροιστικά. Πολύ αργότερα συνήθως μπορούμε να το αποκρυπτογραφήσουμε και κυρίως να το συγκρίνουμε με ότι θεωρούμε γνωστό, σταθερό, τυπικό, δικό μας. Το ταξίδι στην Ινδία ήταν φαίνεται εμπειρία εφ’ όλης της ύλης. Αποκάλυψη για τους τυχερούς που επέστρεψαν βαπτισμένοι στα θαύματα των πολιτισμών. Ο χρόνος που πέρασε, βοήθησε να αποκρυπτογραφήσουν δημιουργικά τη συνολική εμπειρία και τους ετοίμασε να μας δωρίσουν με την συνθετική τους αφαίρεση τα κύρια που μένουν. (Από τον πρόλογο του Παντελή Λαζαρίδη)
Ποια ήταν και ποιο ρόλο έπαιζε η πρόγονος της Νύμφης Μέλισσας, μιας εκ των δύο τροφών του Διός; Ήταν θεότητα η Μέλισσα πριν την επιβολή του δωδεκάθεου; Γιατί ονομάζεται Μέλισσα η μύστης της Δήμητρας, που κατασπαράσσεται επειδή δεν αποκαλύπτει τα ιερά μυστικά; Γιατί οι ιέρειες θηλυκών θεοτήτων ονομάζονται Μέλισσες ; Γιατί οι μέλισσες αποτελούν έμβλημα πόλεων και απεικονίζονται σε τόσα νομίσματα; Γιατί το μέλι γίνεται τροφή θεών και προστατευομένων τους και αποκτά περίοπτη θέση στα λατρευτικά έθιμα; Η δημοσιογράφος Μάγδα Χρυσοστομίδου απαντά στα ερωτήματα αυτά, αποκαλύπτοντας το γόητρο της Μ(μ)έλισσας στην ελληνική αρχαιότητα με μια περιδιάβαση σε πληθώρα πηγών αρχαίων και σύγχρονων. Περιδιάβαση, που αρχίζει στην Κρήτη και παρακολουθεί τις μετακινήσεις της Μ(μ)έλισσας σε διάφορα ιερά κέντρα της εποχής. Το βιβλίο καλύπτει ένα σημαντικό κενό στην ελληνική βιβλιογραφία ενώ με την ερμηνεία που επιχειρείται στη βουγονία -την μέθοδο αναπαραγωγής μελισσών από κουφάρι- εμπλουτίζεται η περιορισμένη έτσι κι αλλιώς διεθνής βιβλιογραφία. Γιατί η μέθοδος αυτή, παράδοξη για το περιεχόμενο, αλλά και την επιβίωσή της έως τον 17ο αιώνα, παρέμεινε δυσεξήγητη μέχρι τώρα.
Ο Άιχμαν ήταν ο αξιωματούχος του Γ’ Ράιχ ο «ειδικός στο εβραϊκό πρόβλημα». Ισραηλινοί πράκτορες τον απήγαγαν από την Αργεντινή, δικάστηκε στο Ισραήλ, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το 1961. Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν και ότι οι περισσότεροί τους δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι, φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί.
Η φιλόσοφος Χάννα Άρεντ (1906-1975) κάλυψε την δίκη του Άιχμαν για το “The New Yorker”, στο οποίο η έκθεση δημοσιεύθηκε ως μια σειρά άρθρων το 1963. Γι’ αυτή την αναθεωρημένη και διευρυμένη έκδοση του βιβλίου, η συγγραφέας πρόσθεσε υλικό που έγινε γνωστό μετά τη δίκη και έναν Επίλογο στον οποίο αναφέρεται στις συζητήσεις που προκάλεσε το βιβλίο.
Επιλέχθηκε ως ένα από τα 50 πιο αξιόλογα βιβλία του 1963 από την American Library Association.
τα βιβλιοπωλεία υπάρχουν βιβλία που με απλή γλώσσα μας μεταφέρουν μαθήματα από παγκόσμιες ιστορικές προσωπικότητες, όπως ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Αϊνστάιν ή ο Γκάντι. Δεν υπάρχει όμως, κανένα παρόμοιο βιβλίο για τον Θουκυδίδη. Και είναι κρίμα. Υπάρχουν μεν πολλά βιβλία πανεπιστημιακού επιπέδου για την ανάλυση του Πελοποννησιακού πολέμου, αλλά αυτά απευθύνονται στον περιορισμένο κύκλο των πανεπιστημιακών και των ειδικών.
Αυτό το μοναδικό βιβλίο προσφέρει συμπεράσματα από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο σε απλούς αναγνώστες που διψούν για ένα διασκεδαστικό και συνάμα τεκμηριωμένο βιβλίο.
Η θεωρία αποφάσεων, η κοινωνική ψυχολογία, η εξελικτική βιολογία, η θεωρία παιγνίων ή ιδέες από Νομπελίστες ψυχολόγους, φυσικούς και οικονομολόγους έρχονται να επιβεβαιώσουν συμβάντα από τον εμφύλιο της Αρχαίας Αθήνας με την Αρχαία Σπάρτη.
Η αμεσότητα του Νίκου Τσιφόρου, η μαγκιά του Νίκου Αλέφαντου, η σοφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, καθώς και τα λόγια μεγάλων συγγραφέων, όπως ο Ν. Καζαντζάκης, ο Α. Καρκαβίτσας, ή ο Γουίνστον Τσώρτσιλ, μπλέκονται στην αφήγηση του Θουκυδίδη δημιουργώντας ένα τολμηρό παζλ.
“Η γνώση που προσφέρει ο Θουκυδίδης με την Ιστορία του θα έπρεπε να είναι κτήμα όχι των ολίγων, αλλά των περισσοτέρων.”
Στο “Πεντάγωνο της ισχύος” ο Μάμφορντ κορυφώνει τις ριζικές αναθεωρήσεις των κοινών και διαδεδομένων αντιλήψεων για την πρόοδο του ανθρώπου και της τεχνολογίας. Για πρώτη φορά παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη ιστορική εξήγηση των ανορθολογικοτήτων και καταστροφών που έχουν υπονομεύσει τα ανώτερα επιτεύγματα όλων των πολιτισμών.
Δείχνει πως οι ποσοτικοί στόχοι της σύγχρονης τεχνικής -ταχύτητα, μαζική παραγωγή, ακαριαία επικοινωνία και εξ αποστάσεως έλεγχος- έχουν φέρει αναπόφευκτα ρύπανση, σπατάλη, οικολογική αναστάτωση και ανθρώπινη εξολόθρευση σε κλίμακα αδιανόητητη παλαιότερα.
Το βιβλίο του δεν είναι μία επίθεση στην επιστήμη και την τεχνική -κάθε άλλο μάλιστα. Επιδιώκει να οδηγήσει στην εγκαθίδρυση μιας πιο οργανικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων, που θα βασίζεται στους τεράστιους τεχνολογικούς πόρους του ανθρώπινου οργανισμού. Μία τέτοια τάξη πραγμάτων, δείχνει ο Μάμφορντ, είναι σήμερα απαραίτητη, αν η ανθρωπότητα θέλει να θέσει υπό έλεγχο τις απάνθρωπες φαντασιώσεις και επιθετικότητες που απειλούν να καταστρέψουν τον πολιτισμό μας.
[…] μέσα από τις ζωές των ανθρώπων που έζησαν στην πολύπαθη και ιστορική αυτή πόλη και τις συγκυρίες που τους οδήγησαν σε συγκεκριμένες συνθήκες, ο αναγνώστης θα αντιληφθεί σε βάθος το σύμπλεγμα των ιστορικών εξελίξεων που καθόρισαν τη μορφή των Βαλκανίων ώς τις μέρες μας, πάντα υπό ένα ανθρωπιστικό πρίσμα το οποίο μας θυμίζει συνεχώς ότι οι λαοί δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν μεταξύ τους αν δεν αποφασίσουν για το αντίθετο κάποιοι άλλοι. Ένα γλαφυρό και γραμμένο με πολύ μεράκι βιβλίο, το συνιστώ ανεπιφύλακτα. (Μάριος Δαμουλιάνος, περ. Strange, 2008)
Το βιβλίο μνημονεύει τη σκοτεινή αίθουσα ως ένα από τα τρία στοιχεία απόλαυσης του σινεμά. Αποτελεί φιλόπονο συλλεκτικό έργο ενός πιστού του κινηματογράφου ως λαϊκού θεάματος και ντοκουμέντο ιστορικής έρευνας. Έχει την ψυχή του ευαίσθητου και αλκοολικού θεατή μέσα του και τη σωστική φροντίδα του “ανώνυμου” χρονικογράφου μιας εποχής απ’ έξω του. Αρχίζει με τη γενεαλογία των ονομάτων των αιθουσών της Θεσσαλονίκης. […] Παρεκβαίνει μετά προς την περιοχή των επιγείων θεοτήτων που πέρασαν κι από τη Θεσσαλονίκη “ωραίες και μοιραίες” για την παρηγοριά του λαού και τις στιγμιαίες εξάψεις του. Ρίχνει μερικές σκέψεις του στο χαρτί υπερασπίζοντας την παντομίμα. Παρακολουθεί τα πρώτα βήματα του ελληνικού κινηματογράφου, συμπληρώνοντας τις πληροφορίες του με χαριτωμένα σχόλια, κρίσεις και αναφορές. Τέλος, καταγράφει τις ταινίες που προβλήθηκαν στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1944. Με στοιχεία ξεθαμμένα από βιβλία ξένων στρατιωτικών, λευκώματα κυριών και σκόρπια φύλλα εφημερίδων. Την “υπόθεση” μερικών ταινιών απ’ αυτές την ιστορεί σαν παραμύθι. Ωσότου φτάνει στον Επίλογο με μιαν αίσθηση, θα λέγαμε, πληρότητας και κορεσμού του αφηγητή που έκανε το παν για να τροφοδοτήσει τη ροή του λόγου του με οποιοδήποτε υλικό μπορούσε να παρασύρει προς την εκβολή του. Μιλώντας περισσότερο παρά γράφοντας, ο Κώστας Τομανάς μπορεί να ονομαστεί ο λαϊκός κι εμπειρικός κοινωνιολόγος του σινεμά και συγχρόνως ο γνήσιος υπερασπιστής της κινηματογραφικής αίθουσας. (Νίκος Κολοβός, περιοδικό Διαβάζω, 25/5/1994)