Ζωγραφική

Η Τεμπελιά, Πραγματική Αλήθεια του Ανθρώπου Σουπρεματισμός με Είκοσι Έργα του Ζωγράφου

Με τη λέξη «Σουπρεματισμός» εννοώ την υπεροχή του καθαρού συναισθήματος στην δημιουργική τέχνη.

Θέλω στη μελέτη μου να εξηγήσω τι νόημα κρύβει η λέξη “τεμπελιά”, τι καλύπτει το ρητό “αργία μήτηρ πάσης κακίας”.

Το Αίνιγμα της Τέχνης Αντιστοιχεί στο Αινιγμά που Είναι ο Άνθρωπος

Αν δεχθούμε ότι ο άνθρωπος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της φύσης, μάλιστα ένα συνειδητό της μέρος. Αν δεχθούμε πως η συνειδητότητα αυτή τον διαχωρίζει ταυτόχρονα από τη φύση δημιουργώντας του νέα πεπρωμένα, τότε το ερώτημα της καλλιτεχνικής έκφρασης τίθεται σοβαρά, ταυτίζεται δηλαδή με τα πρωταρχικά ερωτήματα του ανθρώπου. Η ταύτιση και η ταυτόχρονη απόστασή μας από τη φύση δημιουργούν μια ρωγμή, μια σχάση. Ίσως, το πρώτο αίτιο της ανάγκης για έκφραση να ξεπηδά μέσα από αυτή τη ρωγμή, θέλοντας πρώτα να τη δηλώσει, μετά να τη γεφυρώσει.

Οι Αβάσταχτες Κυριακές της Ζωγραφικής

Ακόμη και σήμερα, ζωή και τέχνη μοιράζονται κάποιο μεγαλείο, αραιά και πού. Κατά πως φαίνεται, το έχουμε ανάγκη. Συχνότερα αλληλοδανείζονται μιζέρια, μετριότητα, οδύνη, αλλά και την εκατέρωθεν αδιαφορία, κι ακόμη πιο πολύ την περιφρόνηση. Συγκοινωνούντα δοχεία ή, αντιθέτως, απομονωμένα νεφελώματα, παθητικοί εραστές ή θανάσιμοι εχθροί, ανακαλύπτουν τη διαλεκτική της σύνθεσης και της ανάλυσης, και μολοντούτο παρασύρονται από την έλξη του Μηδενός που, αν κοιταχτεί απ’ το πλάι γίνεται γραμμή, ενώ η περιδίνησή του το καμπυλώνει σε ένα πλαγιασμένο οχτώ. Μηδέν και άπειρο, το ένα μολύνει το άλλο. Συνθέτουν ένα ερωτηματικό Εν-Τίποτα που αδυνατεί να εποπτεύσει τον εαυτό του. Εμείς, τα κατ’ εικόνα και ομοίωση σπαράγματά του, περιέχουμε τις αρχές και τα συστατικά του, αν και όχι πάντα στο ποσοστό που μας αναλογεί, και πλανιόμαστε εδώ κι εκεί. Παρ’ ότι η εικόνα αυτή πιθανόν να προκαλεί την αποδοκιμασία ενός κάποιου θεολόγου ή κοσμολόγου της ρουτίνας, δεν παύει να παραμένει σφηνωμένη στην καρδιά του σύμπαντος, το οποίο αναλαμβάνουν κι εκείνοι να μελετήσουν όπως κι όσο δύνανται. Όταν προσυπέγραφαν το συμβόλαιο, γνώριζαν, και ο ένας και ο άλλος, πως η τέχνη δεν αναφερόταν στα περιεχόμενά του. Το άγραφο πνεύμα όμως του συμβολαίου -στο οποίο εκείνοι δεν είχαν πρόσβαση- ήταν μια ανυπέρβλητη καλλιτεχνική σύλληψη.

Οι Συμφορές του Πολέμου

“Οι συμφορές του πολέμου” είναι μια συλλογή ογδοντατριών χαρακτικών, που δημιούργησε ο Γκόγια με τη μέθοδο της οξυγραφίας και πρωτοεκδόθηκαν το 1863. Ο μεγάλος ισπανός ζωγράφος τα έφτιαξε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μακριά από την πατρίδα του, αποτραβηγμένος στο Μπορντώ της Γαλλίας. Βασίζονται στις φοβερές σκηνές που αντίκρισε κατά τον πόλεμο των ισπανών με τον εισβολέα Ναπολέοντα (“Αυτό το είδα”, γράφει στα περιθώρια των έργων), αλλά απεικονίζουν στιγμιότυπα απ’ όλους τους πολέμους του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Στο επίμετρο, ο γάλλος μελετητής και ιστορκός της τέχνης Ελί Φωρ σχολιάζει τα χαρακτικά, τα εντάσσει στο συνολικό έργο του Γκόγια, τα τοποθετεί στο ιστορικό τους πλαίσιο και αφορμάται απ’ αυτά για να διατυπώσει ορισμένες γενικότερες σκέψεις για το φαινόμενο του πολέμου.

Το Κενό Ανάμεσα

Σηκώθηκε, την πήρε απ’ το χέρι, την τράβηξε στο μπαλκόνι. «Κοίτα ψηλά, τι βλέπεις;» τη ρωτά. «Τον ουρανό, τι άλλο; Ασυννέφιαστος σήμερα, πεντακάθαρος», απαντά η Ελένη σα μικρό παιδί στον δάσκαλο που το παίζει παιδί. Ο Πανώρας χαμογελά, περνά το χέρι στον ώμο της, της ψιθυρίζει στο αυτί σαν ερωτευμένος στην πρώτη του εξομολόγηση: «Αν δεν γνωρίζαμε την ανέφελη νύχτα, αν βλέπαμε μόνο το γαλάζιο που μας σκεπάζει, δεν θα μαθαίναμε ποτέ πως πέρα απ’ αυτό απλώνεται το άπειρο, οπότε δεν θα είχαμε μέτρο να μετρηθούμε ούτε να μετρήσουμε παρά μόνον εκείνο του μικρόκοσμού μας, ο οποίος, χωρίς αμφιβολία, περιέχει κι αυτός όχι μόνο τη γεύση μα και τη δομή του απείρου, πώς αλλιώς. Μόνο που δίχως την πλήρη εικόνα είναι αδύνατο να εννοήσουμε καλά ακόμα κι αυτό. Μηρυκάζουμε βέβαια τα λόγια του ποιητή που λέει πως είμαστε φτιαγμένοι απ’ το υλικό των ονείρων, ενώ δεν μας πάει ο νους στο γεγονός πως και τα όνειρα είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό, πες το αστερόσκονη, απ’ την οποία είμαστε φτιαγμένοι.» Την κοίταξε στα μάτια: «Παρ’ όλη την προσπάθεια να σε παρασύρω στο σύμπαν, βλέπω πως σκάλωσες στη σκόνη, σ’ ενοχλεί η λέξη, έστω και ως δεύτερο συνθετικό της ποιητικότατης αστερόσκονης. Όμως, ό,τι ξεστόμισα το έκανα για να ενθαρρύνω τον από δική μου υπαιτιότητα πληγωμένο ιδεαλισμό σου, όσο και για να υποκλιθώ μπροστά του. Είχα λησμονήσει πως ο εγκέφαλος λειτουργεί σύμφωνα με τον τρόπο που δραστηριοποιείται το σύμπαν, μέχρι που σήμερα, πρωί-πρωί με την αυγούλα, επέστρεψαν τα λόγια στον νου μου, λόγια ενός άλλου, όχι δικά μου.»

Τα Χρωματιστά Κουβαράκια του Ρέμπραντ

Η Ιωάννα Κοιτά ξεκινά μαθήματα ζωγραφικής με τον εικαστικό Λουκά Λυτούδη. Μέσα από τα συναρπαστικά μαθήματα αναδύεται απαλά η ιστορία της παγκόσμιας ζωγραφικής. Το κείμενο το διατρέχει ένα φαντασμαγορικό γαϊτανάκι από τυρκουάζ της Κνωσού, φτερωτά κίτρινα, στιβαρά μπλε της Αμοργού. Το λιονταράκι του Λεονάρντο, ο γλυπτός πιτσιρίκος της πλατείας Ναυαρίνου παρελαύνουν μαζί με ζαβολιάρικα ζιγκ-ζαγκ και κατακόκκινες μπάλες αγάπης. Παράλληλα αναπτύσσεται μια σχέση φιλίας, που μεταμορφώνει την Ιωάννα, η οποία περιπλανιέται στην πόλη συνδέοντας με τη ματιά της τη σχέση της ζωγραφικής με τον σύγχρονο άνθρωπο που ασφυκτιά μέσα στην γκρίζα καθημερινότητά του.
“Ιωάννα, παιδί μου, μη χάνεσαι στους λαβυρίνθους της σκέψης, μπες στη ζωγραφική σαν να μπαίνεις σε ένα ανθισμένο λιβάδι του Πουσέν!”
“Ω, ναι, δάσκαλε. Θα μπω σαν μικρή, θρασεία παιδίσκη που κάνει τούμπες στο χορτάρι και τραβάει από τα αυτιά τα σγουρόμαλλα αρνάκια. Κάπως σαν τη μικρή Λουλού, που έχει κάνει κοπάνα απ’ το σχολείο. Θα την ξέρετε. Από τα καρτούν.”
“Βέβαια και την ξέρω. Μπες έτσι, λοιπόν. Σαν τη μικρή Λουλού.”
“Πολύ ευχαρίστως! Διότι στα παιδιά ανήκει η βασιλεία των Ουρανών και ο ζωγραφικός παράδεισος!” απάντησε αμέσως εκείνη κρατώντας στα χέρια της ένα σωληνάριο κίτρινης τέμπερας.

Bauhaus – Ιδέες και Πραγματικότητα

Η Σχολή Μπάουχαους ιδρύθηκε αμέσως μετά τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στην Βαϊμάρη της αναστατωμένης Γερμανίας.
Με διευθυντές διαδοχικά, τον Βάλτερ Γκρόπιους, τον Γιοχάνες Μάγυερ και τον Μης βαν ντερ Ρόε έζησε, μετακομίζοντας στο Ντεσάου και στο Βερολίνο, μέχρι την ανάρρηση του Χίτλερ στην εξουσία το 1933.
Φιλοδόξησε να προχωρήσει την τέχνη και να την φέρει πιο κοντά στον απλό άνθρωπο (δίνοντας το βάρος στον σχεδιασμό αντικειμένων καθημερινής χρήσης), αλλά συντρίφτηκε από τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής.
Η τεχνοκρίτης και ιστορικός της τέχνης Εύα Φοργκάς παρουσιάζει στο βιβλίο της την συναρπαστική ιστορία αυτής της μεγάλης προσπάθειας, καταγράφει και αναλύει την εσωτερική και εξωτερική κατάσταση της σχολής, συγκρίνει το Μπάουχαους με άλλες αντίστοιχες σχολές της ίδιας εποχής και τονίζει, στο Επίμετρο, την επικαιρότητα του Μπάουχαους.
Με εισαγωγή του επιμελητή της Εθνικής Πινακοθήκης Μάνου Στεφανίδη και με επίμετρο της Εύας Φοργκάς για την ελληνική έκδοση.

Το Πρόσωπο της Άρχουσας Τάξης

Tα πενήντα πέντε πολιτικά του σχέδια με τίτλο “Το πρόσωπο της άρχουσας τάξης” πρωτοεκδόθηκαν στο Βερολίνο το 1921 (αυτή την έκδοση αναπαράγουμε εδώ). Στο βιβλίο περιλαμβάνεται μία αναλυτική βιογραφία του ζωγράφου, που θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σχεδιαστές του 20ού αιώνα.

O Γκρος απαθανάτισε με τόσην επιτυχία την εποχή του, ώστε οι σύγχρονοί του τον έσυραν τρεις φορές στα δικαστήρια. Oι τρεις καταδίκες του αποτελούν και τη σπουδαιότερη και γνησιότερη τιμητική διάκριση που έλαβε στη ζωή του: η ανωτάτη αρχή έκρινε πως είχε σκοπεύσει σωστά και είχε πετύχει τον στόχο.