Ελληνική Λογοτεχνία

Εγώ ο Άλλος

Ο ηθοποιός δεν είναι τίποτα άλλο από μιά αναπνοή. Μια αναπνοή χωρίς σταθερό ρυθμό που περιέχει όλους τους ρυθμούς του κόσμου. Δεν είναι άνθρωπος με σώμα, είναι το πλάσμα που φορά τις λέξεις για σώμα του.
Οι κινήσεις, ο τρόπος του βλέμματος, του περπατήματος, ο τρόπος που ανακατεύει τον πρωινό καφέ του, ο τρόπος που ντύνεται, ο τρόπος, αυτό είναι ο ηθοποιός, ο τρόπος που υπάρχει. Ο τρόπος που ξεκολλά τις σάρκες του πάνω στη σκηνή για να ταΐσει τα σκυλιά, ο τρόπος που σκορπά τα κόκκαλά του να χορτάσουν οι πεινασμένοι, ο τρόπος που δεν αντιλαμβάνεται πως οι θεατές τους είναι σκυλιά και πεινασμένοι, ο τρόπος που μαρτυρεί, που καίγεται στη σκηνή που αυτοπυρπολείται.

Είναι Όλοι τους Παιδιά μας

Η Αντιγόνη Αργυρίου ξεκινά ως νεαρή φιλόλογος την εκπαιδευτική της σταδιοδρομία με όνειρα και ορμή και με την επιθυμία οι μαθητές της να «είναι όλοι τους παιδιά» της.
Στο τέλος της εκπαιδευτικής της διαδρομής κάνει τον απολογισμό της.
Ανακαλεί στη μνήμη της θραύσματα από την πορεία της στην ελληνική εκπαίδευση,
εικόνες μπερδεμένες, αποσπασματικές, θολές εικόνες που αποκτούν σιγά σιγά το περίγραμμά τους, πρόσωπα που έρχονται, φεύγουν και ξανάρχονται, η καθημερινότητα του σχολείου, οι δυσκολίες, οι αντιθέσεις, οι αντιδράσεις, οι φωτεινές και όμορφες στιγμές με τα «παιδιά» της, τα γέλια και τα τραγούδια τους και άλλες εικόνες της προσωπικής της ζωής, όλα σαν κινηματογραφικά πλάνα πέφτουν το ένα μετά το
άλλο, μια οθόνη το μυαλό της, σκηνοθέτης και μοντέρ η ίδια, προσπαθεί να τα βάλει όλα σε λογική σειρά, να φτάσει σε συμπεράσματα…

Η αφήγηση της Αντιγόνης Αργυρίου δίνει μια συναισθηματική, εκ των έσω, εικόνα της ζωής του σχολείου, όπως την «είδε» η ίδια. Σε δεύτερο πλάνο οι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα.

Εκεί που Ανθίζουν οι Φτωχοί

Πάμε να κρυφτούμε στις μικρές εσοχές των οικοδομών που ανακαλύψαμε τυχαία. Να χτυπήσουμε τα κουδούνια αγνώστων και να τρυπώσουμε στα υπόγεια ξένων πολυκατοικιών. Να μπούμε κρυφά στα σχολικά προαύλια σκαρφαλώνοντας σε σκουριασμένα κάγκελα και ξεκολλημένες υδρορροές. Πάμε να βρούμε τα δικά μας καταφύγια όπως τότε που όλα τα στενά της πόλης ήταν σπίτι μας. Πάμε να κρυφτούμε πίσω από αγνώστους, να χάσουμε τα ονόματά μας και να γίνουμε και πάλι αόρατοι γι’ αυτούς που τόλμησαν να μας δουν.
Πιάσε το χέρι μου, κοίτα με στα μάτια και άσε με να σου δώσω το λυτρωτικό φιλί. Να πεταρίσει και πάλι η καρδιά μας και να φανερωθούμε. Να προδώσουμε τη θέση μας και να φωνάξουμε σ’ αυτόν τον κόσμο φτου ξελευθερία.

Εκκλησιασμός

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ
Συνάθροιση στην ιερότητα του γνόφου, στην υφαντουργική πληθώρα, τάχισμα δαιδαλώδες και μονότροπο στο τεθλασμένο αγκύλωμα δραματικής υποταγής, στο αιτιώδες γράφημα φασματικής μυθογραφίας. Στιγματικά διεκπεραιώνουν την νουθεσία απόλυτης πλοήγησης, την υψηλή γνωσιακή ακινησία, την σκοτεινή λαμπρύνουσα μομφή, στην χρέωση απίθανης υπόστασης. Και ηχούν τα ενστικτώδικα βελάσματα στου ζόφου μέσα την κτηνώδη δυσωδία, οργανική υποτέλεια, της σάρκας ανυπόληπτη εγγύτητα, λανθάνον επεισόδιο μιας ευρυγώνιας λήψης: λόγοι αστραπιαίας παραχώρησης, υπαιτιότητα γενικευμένη, χώροι μιας πεμπτουσιακής ανέλκυσης, τόνοι οξύσχημοι ληπτότητας, ευμάρεια στον τεκμηριακό πνευματισμό, ποιότητα εξουθενωμένη στο νοητό, ελπιδοφόρο θέισμα. Θεάμονες στο ενιαίο όραμα, μιαν αμεσότητα συμπυκνωμένη στο ανίδεο δέλεαρ αταυτοποίητης οντότητας, κινούνται ευφημιστικά σε οχληρό προαισθητήριο τάνυσμα.

Εμείς του Βάλτου

Γιατί ο Κώστας οδηγεί ένα αυτοκίνητο χωρίς τζάμια; Γιατί προσπαθούμε να ξεχάσουμε, ενώ κάνουμε ότι μπορούμε να θυμηθούμε; Γιατί αποφεύγω τα ποτάμια; Από πού έρχονται όλοι αυτοί οι φόβοι; Φόβοι ξένοι από παλιά. Η ιστορία δύο οικογενειών που συνδέθηκαν, αλλά δεν ενώθηκαν ποτέ.

Ενός Καφέ Μύριοι Έπονται

Χιλιάδες καφέδες έρχονται στη μνήμη του Χάρη Σεμνού. Της νιότης και της άγουρης εφηβείας του. Της στρατιωτικής του θητείας και της δουλειάς του. Του έρωτα και της αναπόλησης. Της συγγραφικής αγωνίας. Φουσκώνουν τα χρόνια στο μυαλό όπως το καϊμάκι σε μπρίκι τούρκικου καφενέ. Μπερδεύονται οι γεύσεις, οι ποικιλίες, τα αρώματα, σε ένδοξο παρελθοντικό χρόνο αλλά και στο άγονο παρόν, αναδίδοντας ένα δικό τους ξεχωριστό άρωμα, κι αφήνοντας μια ιδιαίτερη επίγευση στο στόμα. Το γλυκό χαρμάνι της ζωής που τον κρατάει ζωντανό και τον διεγείρει. Ακόμα και τώρα που έχει κόψει, πλέον, τους καφέδες.

Επτά Διηγήματα που δεν θα σας Νυστάξουν

Τον ανάγκασαν να πλύνει τα πόδια και τον έβαλαν να κοιμηθεί. Μόλις ξάπλωσαν οι γονείς του, ο Θάνος το `σκασε αθόρυβα. Πρώτα πέρασε μπροστά από την εκκλησία. Άκαυτη και μεγαλοπρεπής. Η καμπάνα, στο ορθωμένο κωδωνοστάσιο, με απλωμένο το σκοινί, περιμένει την ώρα που ο κανδηλανάφτης θα σημάνει εσπερινό. Ο Θάνος προχώρησε μέσα από ένα στενοσόκακο. Μερικά ροχαλητά πρόδιδαν τους εραστές του μεσημεριάτικου ύπνου. Ο Θάνος θυμήθηκε τις συμβουλές του παπά: “Πρέπει διαρκώς να επαγρυπνούμε, μη μας πιάσουνε στον ύπνο!” “Και να που μας πιάσανε”, σκέφτηκε το παιδί.
Όσο πλησίαζε στο καφενείο, τόσο καμπούριαζε, να μη δίνει στόχο. Βρισκόταν πλέον δίπλα στο καφενείο. Σύρθηκε στη γη. Αυτό το κόλπο το `μαθε από μια πολεμική ταινία με τον Τζον Γουέιν. Το κεφάλι του το σήκωσε μόνο όταν έφτασε σ` ένα σημείο που είχε καλή ορατότητα. Αντίκρισε το κιόσκι του καφενείου. Άκαυτο. Μια παρέα γερμανών τουριστών, μπαϊλντισμένοι από τον ποθητό τους ήλιο, έπιναν μπύρα FIX. Ο Θάνος τους ήξερε από πέρσι. Ο καφετζής ευχόταν να τους έχει και του χρόνου. Ποτέ δεν πήραν ρέστα, αν και ο καφετζής πάντα τους τα έφερνε. Οι Γερμανοί έλεγαν “ντάνκε” και τα άφηναν στο τραπέζι. Κανά δυο τραπέζια μακρύτερα, υπήρχε άλλη μια παρέα από τρεις άνδρες. Φορούσαν μακριά παντελόνια, σε αντίθεση με τους Γερμανούς που φορούσαν σορτς. Ο ένας τους, είχε πολύ βαθιές ρυτίδες.

Έρωτας και Θάνατος στο Κρουαζιερόπλοιο Oceanic

«- Θα έχουμε μερικά γκρουπ, εκτός από τους ανεξάρτητους επιβάτες, ένα από αυτά, το μεγαλύτερο, αποτελείται από καμιά τριανταριά βετεράνους του πολέμου του Βιετνάμ. Από το γραφείο μού έχουν ζητήσει να βάλω στο τραπέζι σου έναν συνταγματάρχη και δυο-τρεις άλλους. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, πρέπει αργότερα να κοιτάξω τη λίστα.»
Φεύγοντας από το Μπαρμπάντος, μόλις φύγει ο πλοηγός, το πλοίο θα πάρει την πορεία 160°, θα ταξιδέψουνε για περίπου εννιά μίλια σχεδόν παράλληλα προς την ακτή μέχρι το South Point, και στην παράλλαξή του θα γυρίσουν στη 087°. Στην άλλη άκρη αυτής της πορείας είναι η Αφρική, τα ναυτικά μίλια που θα διανύσουν μέχρι το αγκυροβόλιο του Ντακάρ είναι 2.468.
Ταξιδεύοντας Ανατολικά πρέπει να βάλουν τα ρολόγια τέσσερις ώρες μπροστά, ούτως ώστε, φτάνοντας στο Ντακάρ, να έχουν GTM που έχει η Σενεγάλη. Ελέγχει τους χάρτες και τις πορείες από Ντακάρ για Καζαμπλάνκα και από εκεί για Βαρκελώνη. Στην Καζαμπλάνκα θα καθίσουν δύο ημέρες. Κοιτάζει τον χάρτη Pilot Chart για τον μήνα Ιανουάριο. Τα ρεύματα είναι Δυτικά, αντίθετα από την πορεία τους, και οι άνεμοι θα είναι κυρίως μέτριοι Βορειοανατολικοί ή Ανατολικοί. Δηλαδή, ρεύματα και άνεμοι αντίθετα, που σημαίνει μεγαλύτερες καταναλώσεις.

Εφτά και Κάτι Νύχτες

Μερικούς μήνες πριν την απριλιανή δικτατορία του 1967 ένας λοιπός οπλίτης φθάνει σε στρατόπεδο της Λαμίας, για να ζήσει από πρώτο χέρι, έξω από τις γνωστές συνθήκες μιας στρατιωτικής θητείας, και όσες άλλες συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός του ως Β, δηλαδή υπόπτων εθνικών σκέψεων και διαθέσεων.
Στα δυο χρόνια που ακολουθούν θα μετάσχει στην “εθνική επανάσταση” της 21ης Απριλίου, θα πληροφορηθεί μέσα από τη λαθραία ανάγνωση του φακέλου του την εθνοπροδοτική δράση του και στη συνέχεια, ως δημοσιογράφος πλέον, θα ζήσει την κοινωνική και πολιτική ζωή της δικτατορίας στη Θεσσαλονίκη, διαπιστώνοντας τελικά πόσο λίγοι έως ελάχιστοι ήταν όσοι έδωσαν εκ του συστάδην τη μάχη εναντίον της. Σημειώνοντας και τις εκκωφαντικές απουσίες. Θα παρακολουθήσει και θα περιγράψει τις δίκες των αντιστασιακών και θα αξιωθεί να δει τιμώμενους από την Πολιτεία όλους ή σχεδόν όλους όσοι στήριξαν ή βοήθησαν τη δικτατορία.
Παρακολουθεί και καταγράφει τις διεργασίες στον κοινωνικό και στον φοιτητικό χώρο, τις μέσω της Τέχνης αντιστασιακές εκδηλώσεις, τη συμμετοχή του λαού στη σύνταξη του πρώτου χουντικού συντάγματος του 1968, τις εσωτερικές αντιθέσεις του εσμού του παρακράτους, που φθάνει να αυτοκαταγγέλεται κατονομάζοντας τον δολοφόνο του Γρηγόρη Λαμπράκη. Αποδίδοντάς τον οι μεν στους δε.
Στις ιστορίες που συνθέτουν το μυθιστορηματικό χρονικό της εφτάχρονης δικτατορίας λίγες είναι αυτές που δικαιώνουν τον αγώνα των λίγων, εκλεκτών, όμως, αντιπάλων της. Εμμένοντας, παρ’ όλ’ αυτά, σε όσα στη νεότητά του ασπάστηκε, παραμένοντας πάντα λοιπός οπλίτης.

Ζιλ και Νικόλ

…Έτσι άρχισα να βλέπω προσεεχτικά τις κάρτες και να διαβάζω τα γράμματα και το Ημερολόγιο.Και τότε δυο κόσμοι,άγνωστοι μέχρι εκείνη τη στιγμή σε μένα ανοίχτηκαν μπροστά μου και με θάμπωσαν.
Από τη μια πλευρά έβλεπα σαν σε κινηματογραφική ταινία σκηνές από έναν έρωτα που φούντωσε κι ολοκήρώθηκε μέσα στην αγαπημένη πόλξ,την πόλη μου, και χάθηκε τόσο αναπάντεχα την άφατη στιγμή της απόλυτης ομορφιάς του…Έναν έρωτα παθιασμένο του Ζιλ προς την κοπέλα με τα ζωηρά μαύρα μάτια και τη χοντρή πλεξούδα που έπεφτε στον δεξί της ώμο…τη Νικόλ…έναν έρωτα που χάθηκε μαζί με την πόλη.Στη μεγάλη πυρκαγιά…

 

Μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη από το 1917 (χρονιά της μεγάλης πυρκαγιάς) μέχρι σήμερα. Ένας μεγάλος έρωτας που τον καταστρέφει ένα απρόβλεπτο γεγονός: η μεγάλη πυρκαγιά του Αυγούστου 1917.

Η Γεωγραφία του Νερού/ Ταξίδια, Νοήματα, Πόλεις

Στο βιβλίο συνυπάρχουν και συσχετίζονται με τις εικόνες δύο τύποι κειμένου. Η γραμμική αφήγηση, η χρονολογική αναφορά των τόπων, των σχέσεων και των σκέψεων, η μηχανή της αποκάλυψης μιας γραμμής έντασης μεταξύ του βλέμματος του αφηγητή σε εκείνο τον τόπο και της αναπόλησης όσων υπήρχαν και συνέβαλαν, μαζί με τις συναισθηματικές προσθέσεις όσων δεν υπήρχαν αλλά δέθηκαν αυθαίρετα, στον καθορισμό ενός απολαυστικού συνόλου. Ο δεύτερος αφορά τις σημειακές προσθέσεις μικρών κειμένων-σημειώσεων κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και όταν, χρόνια μετά, οι εικόνες αντιμετωπίστηκαν ξανά και άρπαξαν τη σκέψη, απαίτησαν να αποδοθεί ένα μικρό σχόλιο.

Η Εγγύτητα των Πραγμάτων

Η ψυχοπαθολογική αποτύπωση στην οξεία φάση της πανδημίας φανερώνει πως ο covid-19 δεν προκάλεσε απλώς ιογενή πνευμονία σε αρκετούς συνανθρώπους μας, οδηγώντας τους συχνά στον θάνατο, αλλά υπήρξε κάτι βαθύτερο, κρυφό και ύπουλο, αφού αλλοίωσε ανθρώπινες προσωπικότητες και διατάραξε τις ανθρώπινες σχέσεις. Ωστόσο, η απόσταση από πρόσωπα και καταστάσεις είχε ως επακόλουθο να αναπτυχθεί μια άλλου τύπου εγγύτητα, που δεν σχετίζεται με τα κοινωνικά δίκτυα και την αλόγιστη επικοινωνία, αλλά με τη συνειδητοποίηση των ορίων μας, της ύπαρξής μας και τη βαθύτερη γνώση των πραγμάτων.
Είκοσι μία ιστορίες γραμμένες στο διάστημα της πρώτης και της δεύτερης καραντίνας. Η αντανάκλαση των παρενεργειών του κορωνοϊού σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Ιχνηλασίες ανθρώπων που άγγιξαν ή ξεπέρασαν κάποιο όριο, ευρισκόμενοι στην κρίσιμη καμπή της ζωής τους. Παράλληλα, όμως, και ιχνηλασίες των ορίων της γραφής, που σε κρίσιμες περιστάσεις λειτουργεί ως βακτηρία και αποκούμπι.

Η Επίσκεψη και Άλλα Νησιώτικα Διηγήματα

Ο Βασίλης Κουκορίνης γεννήθηκε στο χωριό Γλώσσα της νήσου Σκοπέλου, που ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης το ονομάζει “ψηλό χωριό” (στο διήγημά του Η ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ). Από πολύ μικρός αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αμερική (βλ. διήγημα ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ). Εκεί, δούλεψε, πάσχισε να διατηρήσει και να διαδώσει τη γλώσσα μας, ίδρυσε τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα και, συνάμα, έγραψε τα διηγήματά του, που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά της ομογένειας και της Ελλάδας. Από τις δυο συλλογές διηγημάτων, που εξέδωσε στην Θεσσαλονίκη το 1964 και το 1967, επέλεξε ο ίδιος τα διηγήματα που αποτελούν τον παρόντα τόμο. Πρόσθεσε και ένα δύο ανέκδοτα κείμενά του, καθώς και δύο μελέτες για το έργο του: του Βολιώτη κ. Γιώργου Θωμά και του κοντοχωριανού του παπα-Κώστα Καλλιανού. “Ποτέ δεν έπαψε ο καθαρός, ο δροσερός, ο αναπαυτικός νοερός διάλογος με το νησί μου και τους ανθρώπους που άφησα πίσω να μου φτερώνει τη σκέψη και την ψυχή”, γράφει ο Βασίλης Κουκορίνης κι αυτόν ακριβώς τον διάλογο παρουσιάζει στα νησιώτικα διηγήματά του. Σημαντικό είναι και το κείμενό του για τον (επίσης Σκοπελίτη) Παύλο Νιρβάνα. Βιβλίο σπουδαίο, γιατί εκτός από τις λογοτεχνικές του αρετές, μας δείχνει πως πασχίζουν οι άνθρωποι να διατηρήσουν την ελληνικότητα, την δική τους και των ομοεθνών τους, στην μακρινή Αμερική.

Η Θυσία

Σε μια εποχή που ο θάνατος δεν υπάρχει πια, οι άνθρωποι δεν έχουν παρά να αξιοποιήσουν τον απεριόριστο χρόνο που διαθέτουν για να εκπληρώσουν όλες τις επιθυμίες τους πάνω στη γη, ενώ ο κόσμος μεταμορφώνεται σ’ έναν κήπο των επίγειων απολαύσεων. Ο Αδάμ Μακρόπουλος είναι ένας απ’ αυτούς τους ευλογημένους ανθρώπους που ανήκουν στο τυχερό γένος των αθάνατων. Έχοντας, βέβαια, την ευτυχία να ζήσει για περίπου μισή χιλιετία, στο τέλος τού απέμεινε μόνο μία επιθυμία που δεν έχει εκπληρώσει: να πεθάνει. Διοικητικές λεπτομέρειες, σουρεαλιστικές περιπέτειες και μοιραίες παρεξηγήσεις μπαίνουν διαρκώς εμπόδιο στην προσπάθεια του ήρωα ν’ ανοίξει τις πύλες της εξόδου απ’ τη ζωή. Μέχρι που συναντά την Περσεφόνη, η οποία, με την αγνότητα, την υπευθυνότητα και την αγάπη της, θα του αλλάξει γνώμη και θα του αποδείξει πως, τελικά, η ζωή έχει νόημα. Μήπως, όμως, τότε να είναι πολύ αργά; Ή μήπως πολύ νωρίς, ώστε να πειστεί ο Αδάμ Μακρόπουλος πως, για να πεθάνει κανείς, θα πρέπει πρώτα να έχει ζήσει αληθινά; Με έντονα τα στοιχεία της μαύρης κωμωδίας και της αριστοφανικής σάτιρας πάνω σε ζητήματα πολιτικής ορθότητας, αλλά και, ταυτόχρονα, βαδίζοντας στα χνάρια που χάραξε το μοντέρνο υπαρξιακό δράμα, όπως αυτό σκιαγραφήθηκε απ’ τη σκέψη του Ντοστογιέφσκι, του Κάφκα και του Καμύ, το συγκεκριμένο βιβλίο είναι γι’ αυτούς και γι’ αυτές που αρέσκονται να πλάθουν εικόνες διαβάζοντας.

Η Κοινωνία του Δέλτα

Ποιητικά γραμμένα πεζογραφήματα, με το χαρακτηριστικό ύφος της συγγραφέως…

Την στιγμή της εντεινόμενης αγωνίας του για την καλπάζουσα διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, στις οποίες ανέκαθεν ο άνθρωπος αντιστάθηκε και τις οποίες καλείται πάλι να αντιμετωπίσει, μη μερικός, δεν παύει να προσπαθεί να εντρυφήσει σε όλα τα ακρογωνιαία, πανανθρώπινα…

Η Λαοδίκη στη Χώρα του Αισχύλου

“Εμείς, ψάχνοντας απαντήσεις, ας παρακολουθήσουμε και ας ακολουθήσουμε τη Λαοδίκη στον άγνωστο δρόμο που οδεύει για να μαζέψει πληροφορίες για την τύχη του στρατηλάτη γιου της. Όσο κι αν διαισθάνεται πως κάποιο κακό τον βρήκε -το όνειρο, το όνειρο ήταν σημαδιακό- η μητρική της φύση αρνείται πεισματικά να αποδεχτεί την αλήθεια. Αναβάλλει τη σύγκρουση με τη ζοφερή πραγματικότητα και, αναβάλλοντάς την, περιπλανιέται, αρχής γενομένης από, πού αλλού, τη γενέτειρα του ποιητή.
Ελευσίνα! Πόλη της μάνας Δήμητρας και της κόρης Περσεφόνης. Εδώ γεννήθηκε ο Αισχύλος το 524 π.Χ.”

Η Λαοδίκη είναι η Λαοδίκη. Είναι η ηρωίδα μου και ίσως η δική σας ηρωίδα. Μ’ αυτήν κάνουν παρέα πρόσωπα των έργων του Αισχύλου. Άλλοτε την συμβουλεύουν και την παρηγορούν, άλλοτε την φοβίζουν, μερικές φορές την κάνουν να αγανακτεί, να δυσφορεί, ποτέ μα ποτέ όμως δεν την εγκαταλείπουν. Κι αυτό επειδή καταλαβαίνουν πως αν ακουστεί η δική της φωνή θα ακουστεί και η δική τους, η φωνή της Άτοσσας, της Κλυταιμνήστρας, του Προμηθέα, των Ικέτιδων, κι έτσι θα επιβιώνουν στέλνοντας μήνυμα σπάνιας ευκρίνειας όσο και αξίας: το πάθος μάθος. Αρκεί να είσαι ακόμη ζωντανός, αν δηλαδή μετά το πάθος είσαι ακόμη εν ζωή, διδάχθηκες το μάθος, ειδάλλως η σοφία σου αυτή πλουτίζει άλλους, που ωφελούνται έμμεσα από εσένα.

1 2 3 6