Ελληνική Λογοτεχνία

Ο Ήλιος στη Δύση Αιμορραγεί

Σαράντα εικόνες συνθέτουν την ψυχολογία του Φώτη, οικονομικού μετανάστη στο Λονδίνο, και της Ειρήνης, που διεκπεραιώνει το διδακτορικό της στο Βερολίνο. Η ερωτική σχέση τους προσπαθεί να επιβιώσει μέσω skype.

Ο Στέφανος, κοινός φίλος, σε ρόλο καταλύτη στην ιστορία. Οι γονείς τού ενός εκπροσωπούν όλους όσοι μένουν πίσω, προσπαθώντας να συμφιλιωθούν με τις απουσίες και τα προσωπικά τους αδιέξοδα.

Κάθε εικόνα ένας κρίκος ανάμεσά τους, αλλά και μια αυτόνομη αφήγηση στο σύμπαν των βιωμάτων, των προβληματισμών και των συναισθημάτων.

Το τέλος απρόβλεπτο, αμφίσημο, αφήνει περιθώρια στους αναγνώστες να χαρίσουν με τη δική τους οπτική τη δική τους κάθαρση.

Οι Αλκυόνες Γεννούν το Καλοκαίρι!

Καλοδιάβατες οι ισιάδες της ζωής.
Τα κότσια του καθενός μετριούνται στις ανηφοριές της.
Κάποιοι επιλέγουν να σταθούν γενναίοι.
Άλλοι, δειλοί ριψάσπιδες, τρέπονται σε φυγή
αποποιούμενοι ακόμη και την ιδιότητα του γονέα.

Ο Βιασμός της Φιλομήλας

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Φιλομήλα ήταν κόρη του βασιλιά της Αθήνας Πανδίονα και αδερφή της Πρόκνης, η οποία με τη σειρά της ήταν σύζυγος του Τηρέα, γιου του θεού Άρη και βασιλιά της Θράκης.

 

Ο μύθος ανασκευάστηκε στην τραγωδία του Σοφοκλή Τηρεύς, αν και δυστυχώς μόνο ελάχιστοι στίχοι της έχουν διασωθεί σήμερα. Η παλαιότερη πηγή που διαθέτουμε για τον μύθο πηγάζει από το ποιητικό έργο του Οβιδίου Μεταμορφώσεις.

 

Στο βιβλίο Ο βιασμός της Φιλομήλας, μολονότι ο πυρήνας του μύθου διατηρείται άθικτος, το παρασκήνιο της τραγωδίας και η εξέλιξη της πλοκής μεταφέρονται σε πρόσωπα και καταστάσεις που αντικατοπτρίζουν τη σύγχρονη εποχή. Ο μύθος μεταπλάθεται στη μορφή ενός φιλοσοφικού δράματος, προσαρμοσμένου στα ερωτήματα και στις προκλήσεις των δικών μας καιρών.

 

Ποιοι είναι οι ηγέτες στις μέρες μας; Ποιοι επιβάλλουν την τάξη στον κόσμο και ποιες αξίες υποστηρίζουν; Ποια είναι τα θύματα των εγκλημάτων που διαπράττονται εξ ονόματος αυτών των αξιών και πώς μπορούμε να αντιδράσουμε στην αδικία που προκαλούν;

 

Ο συγγραφέας της Φιλομήλας απορρίπτει τις δυαδικές αντιλήψεις «μαύρου – άσπρου», χωρίς όμως να υποκύπτει στη μοιρολατρία. Αντίθετα, εξερευνά την ψυχολογία των χαρακτήρων και με χειρουργική ακρίβεια διαχωρίζει τη λάμψη των εξωτερικών φαινομένων από τα σκοτεινά βάθη των εσωτερικών συναισθημάτων.

 

Το ανά χείρας βιβλίο εστιάζει στην υπαρξιακή πάλη του ανθρώπου, που καταρρέει ψυχικά αντιμετωπίζοντας τις έσχατες συνέπειες των επιλογών του.

Σκουλαρίκι στη Μύτη

Στο νησί, στα ενοικιαζόμενα αραχτοί -πόσα χρόνια πριν;- κι από το διπλανό δωμάτιο είχαν ακούσει για πρώτη φορά εκείνο το γέλιο να πιάνει όλο τον χώρο, να εξαπλώνεται -καλοκαιράκι απόγευμα και τα παράθυρα ανοιχτά- παραδεισένιο. Ερχόταν απ’ αλλού, αισθησιακό, ναρκισσευόμενο και κυκλογύριζε και ξεσπούσε ασυγκράτητο όλο εκρήξεις κι όλο δυνάμωνε σα να διηγιόταν μια ιστορία που κάποτε όλοι γνωρίζανε και με τον καιρό την είχανε ξεχάσει, κι ήταν γι’ αυτό έτσι βουτηγμένοι στην κατήφεια. Γέλιο νέας γυναίκας που αγκάλιαζε όλο το απόγευμα, το τετράγωνο, την πόλη. Ποια ήταν; Ήταν ευτυχισμένη με τόσο λίγα ή μήπως με πολλά; Της έδιναν πολλά αυτηνής, έναν απόλυτο έρωτα ίσως, μια τέτοια τελειότητα που αυτοί από καιρό είχαν πάψει να ονειρεύονται. Ήταν μήπως μια ξένη γυναίκα, μια μετανάστρια, μαθημένη με δυσκολία να κερδίζει τη ζωή και γι’ αυτό έτοιμη να αναγνωρίσει τη χαρά και να την υποδεχτεί όπως της πρέπει; Ήταν ένα νεαρό σαχλό κορίτσι που είχε δεχτεί το πρώτο ερωτικό φιλί και χαίρεται φιλάρεσκη με τον νεαρό εραστή πρωτόγνωρα αγκαλιάσματα και χάδια, θέλει να του αρέσει, δεν τον χορταίνει, κάτι τέτοιο; Ή μήπως πάλι είχαν βρεθεί ξανά -χαμένοι για χρόνια- κλεισμένοι σ’ ένα δωμάτιο οι παλιοί εραστές να διηγούνται ο ένας στον άλλο τη ζωή που έζησε ο καθένας χωρίς τον άλλο, τι άδικες, χαμένες, μάταιες ώρες προσπαθώντας να ταιριάξουν με το λάθος ταίρι, χωρίς κατανόηση ή διορατικότητα, χωρίς διαίσθηση ή πάθος, χωρίς να μπορούν ή να θέλουν να δώσουν και να πάρουν ικανοποίηση όπως αυτοί ήξεραν κάποτε.

Εγώ ο Άλλος

Ο ηθοποιός δεν είναι τίποτα άλλο από μιά αναπνοή. Μια αναπνοή χωρίς σταθερό ρυθμό που περιέχει όλους τους ρυθμούς του κόσμου. Δεν είναι άνθρωπος με σώμα, είναι το πλάσμα που φορά τις λέξεις για σώμα του.
Οι κινήσεις, ο τρόπος του βλέμματος, του περπατήματος, ο τρόπος που ανακατεύει τον πρωινό καφέ του, ο τρόπος που ντύνεται, ο τρόπος, αυτό είναι ο ηθοποιός, ο τρόπος που υπάρχει. Ο τρόπος που ξεκολλά τις σάρκες του πάνω στη σκηνή για να ταΐσει τα σκυλιά, ο τρόπος που σκορπά τα κόκκαλά του να χορτάσουν οι πεινασμένοι, ο τρόπος που δεν αντιλαμβάνεται πως οι θεατές τους είναι σκυλιά και πεινασμένοι, ο τρόπος που μαρτυρεί, που καίγεται στη σκηνή που αυτοπυρπολείται.

Η Γεωγραφία του Νερού/ Ταξίδια, Νοήματα, Πόλεις

Στο βιβλίο συνυπάρχουν και συσχετίζονται με τις εικόνες δύο τύποι κειμένου. Η γραμμική αφήγηση, η χρονολογική αναφορά των τόπων, των σχέσεων και των σκέψεων, η μηχανή της αποκάλυψης μιας γραμμής έντασης μεταξύ του βλέμματος του αφηγητή σε εκείνο τον τόπο και της αναπόλησης όσων υπήρχαν και συνέβαλαν, μαζί με τις συναισθηματικές προσθέσεις όσων δεν υπήρχαν αλλά δέθηκαν αυθαίρετα, στον καθορισμό ενός απολαυστικού συνόλου. Ο δεύτερος αφορά τις σημειακές προσθέσεις μικρών κειμένων-σημειώσεων κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και όταν, χρόνια μετά, οι εικόνες αντιμετωπίστηκαν ξανά και άρπαξαν τη σκέψη, απαίτησαν να αποδοθεί ένα μικρό σχόλιο.

Λιμπεϊμπεράλες

Ξέρω ότι δεν ξεχνάς. Η λησμονιά σκοτώνει, αλλά εσύ είσαι εδώ, μακριά ή κοντά δεν έχει σημασία, είσαι ζωντανή και πώς να ξεχάσεις, είσαι αέρινη, αερικό, μια απρόσιτη νεράιδα, η ιέρεια του παραμυθιού μια ύπαρξη που ταλαντεύεται ανάμεσα στο γενόμενο και τη φαντασία, γέννημα ονείρου που γρατζουνά με παιδική αφέλεια τα γαλάζια μου πρωινά.

Άγγελοι Είναι, τι Ξέρουν Αυτοί;

Απ’ τα ανοιχτά παράθυρα της γιορταστικής αίθουσας έβγαιναν ήχοι μουσικής. Οι νεόνυμφοι χόρευαν στο κέντρο της πίστας, οι γονείς τους χαμογελούσαν, οι καλεσμένοι απολάμβαναν εδέσματα και ποτά, και τα τρία ζευγάρια, γριά – νέα γριά – νέα γριά – νέα, παρακολουθούσαν ατάραχα. Οι άγγελοι που προστατεύουν τις γιορτές νόμιζαν ότι κι εκείνα διασκέδαζαν. Άγγελοι είναι, τι ξέρουν αυτοί;

Η Επίσκεψη και Άλλα Νησιώτικα Διηγήματα

Ο Βασίλης Κουκορίνης γεννήθηκε στο χωριό Γλώσσα της νήσου Σκοπέλου, που ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης το ονομάζει “ψηλό χωριό” (στο διήγημά του Η ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ). Από πολύ μικρός αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αμερική (βλ. διήγημα ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ). Εκεί, δούλεψε, πάσχισε να διατηρήσει και να διαδώσει τη γλώσσα μας, ίδρυσε τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα και, συνάμα, έγραψε τα διηγήματά του, που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά της ομογένειας και της Ελλάδας. Από τις δυο συλλογές διηγημάτων, που εξέδωσε στην Θεσσαλονίκη το 1964 και το 1967, επέλεξε ο ίδιος τα διηγήματα που αποτελούν τον παρόντα τόμο. Πρόσθεσε και ένα δύο ανέκδοτα κείμενά του, καθώς και δύο μελέτες για το έργο του: του Βολιώτη κ. Γιώργου Θωμά και του κοντοχωριανού του παπα-Κώστα Καλλιανού. “Ποτέ δεν έπαψε ο καθαρός, ο δροσερός, ο αναπαυτικός νοερός διάλογος με το νησί μου και τους ανθρώπους που άφησα πίσω να μου φτερώνει τη σκέψη και την ψυχή”, γράφει ο Βασίλης Κουκορίνης κι αυτόν ακριβώς τον διάλογο παρουσιάζει στα νησιώτικα διηγήματά του. Σημαντικό είναι και το κείμενό του για τον (επίσης Σκοπελίτη) Παύλο Νιρβάνα. Βιβλίο σπουδαίο, γιατί εκτός από τις λογοτεχνικές του αρετές, μας δείχνει πως πασχίζουν οι άνθρωποι να διατηρήσουν την ελληνικότητα, την δική τους και των ομοεθνών τους, στην μακρινή Αμερική.

Ενός Καφέ Μύριοι Έπονται

Χιλιάδες καφέδες έρχονται στη μνήμη του Χάρη Σεμνού. Της νιότης και της άγουρης εφηβείας του. Της στρατιωτικής του θητείας και της δουλειάς του. Του έρωτα και της αναπόλησης. Της συγγραφικής αγωνίας. Φουσκώνουν τα χρόνια στο μυαλό όπως το καϊμάκι σε μπρίκι τούρκικου καφενέ. Μπερδεύονται οι γεύσεις, οι ποικιλίες, τα αρώματα, σε ένδοξο παρελθοντικό χρόνο αλλά και στο άγονο παρόν, αναδίδοντας ένα δικό τους ξεχωριστό άρωμα, κι αφήνοντας μια ιδιαίτερη επίγευση στο στόμα. Το γλυκό χαρμάνι της ζωής που τον κρατάει ζωντανό και τον διεγείρει. Ακόμα και τώρα που έχει κόψει, πλέον, τους καφέδες.

Το Άλγος της Αφής. Αναβαθμοί και Στάσιμα.

[από το “Δεύτερο στάσιμο”:] Ομοφωνία αναπνοής των υπνούντων, ανάσες που αγνοεί, που η διαδοχή των ημερών τις διαψεύδει, δηλητήριο που μολύνει τις μέρες. Η ματιά ακινητεί στη νοητή καμπύλη των κορυφών χωρίς να βλέπει τα κυπαρίσσια. Ένας αγέρας ανάμεσα στα κλαριά. Το όνειρα μόχθος της μέρας, κινήσεις άλλων, διαδρομές, τοπία και σπίτια. Δεν περιμένει απ’ τις ημέρες που αποσύρονται δεν εμπιστεύεται τα ρολόγια. Ρείθρα αντίθετα απ’ της καρδιάς τη λαχτάρα σπρώχνουν, απωθούν τα πράγματα. Δεν βρίσκει γιατρειά στα παρόντα. Ποιό το πρόσωπο που πέρα από τα όνειρα ταξιδεύει; […] [από το “Τρίτο στάσιμο”:] Καθρεφτίσματα οι μορφές νους και ψυχή ανιχνεύοντας ξεδιαλύνουν. Τα πράγματα ονείρων διδαχή. Το παρελθόν αγέννητο, νεκρό το μέλλον ξαπλωμένος ακίνητος αναμοχλεύοντας το παρόν. Η έλλειψη και η έφεση και η μνήμη των λόγων στην ψυχή συνευρίσκονται. Άρτος ζωής ο παρέχων τον άρτον. Η σπονδυλική στήλη περιδέραιο μαργαριταριών τα μπράτσα παράλια επιπλέοντα οι φωλιασμένοι στην καρδιά λογισμοί ταξίδι στων ποταμών τα συστήματα σιγής πολυφθόγγου ομίλημα “Δεύρο προς τον Πατέρα”.

Το Δίχτυ

Η μικρή θαλαμηγός ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ, με τριμελές πλήρωμα, τον καπετάνιο και δύο γυναίκες, και έξι επιβάτες, τυχερούς ενός τηλεφωνικού διαγωνισμού, ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη για μία μαγευτική κρουαζιέρα στη Σκιάθο. Ο καιρός προμηνύεται θαυμάσιος. Αλλά λίγο μετά τον απόπλου, αρχίζουν να συμβαίνουν αλλόκοτα περιστατικά. Ακολουθούν μία σειρά φόνοι… Ποιο φρικτό μυστικό κρύβουν οι εννέα επιβάτες της θαλαμηγού ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ; Πού τους οδηγεί η ειμαρμένη, που τους έχει τυλίξει στο ατσαλένιο δίχτυ της;

Γουτού Γουπατού και Άλλα Νησιώτικα Διηγήματα

Με πρόλογο του Παύλου Νιρβάνα:
ό,τι έχει γράψει για τον Παπαδιαμάντη ο σκοπελίτικης καταγωγής λογοτέχνης και φίλος του κυρ-Αλέξανδρου.

Με επίμετρο του Γιάννη Κορδάτου: Ο μαρξιστής ιστορικός είχε γράψει μια Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, στην οποία μίλησε και για τον Παπαδιαμάντη. Από τα λίγα κείμενα που δεν εξυμνούν ανεπιφύλακτα τον μεγάλο σκιαθίτη δημιουργό.

1 2 6