Απ’ τα ανοιχτά παράθυρα της γιορταστικής αίθουσας έβγαιναν ήχοι μουσικής. Οι νεόνυμφοι χόρευαν στο κέντρο της πίστας, οι γονείς τους χαμογελούσαν, οι καλεσμένοι απολάμβαναν εδέσματα και ποτά, και τα τρία ζευγάρια, γριά – νέα γριά – νέα γριά – νέα, παρακολουθούσαν ατάραχα. Οι άγγελοι που προστατεύουν τις γιορτές νόμιζαν ότι κι εκείνα διασκέδαζαν. Άγγελοι είναι, τι ξέρουν αυτοί;
Η νύχτα με τη βαριά της ανάσα από τα κλιματιστικά μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο και με ξύπνησε.
Πουλιά μαζεμένα στο απέναντι μεγάλο δέντρο άρχιζαν άοκνα τις συνεννοήσεις. Ξημερώνει.
Καιρός αίθριος και σήμερα, ο ευφημισμός στο ραδιόφωνο για τον επερχόμενο καύσωνα.
Ο βυθός και οι όχθες του Αμαζονίου αλλά και των νησιών αλλάζουν. Θα ακολουθούμε τις καμπές του ποταμού. Θα ταξιδεύουμε κοντά στις όχθες του ποταμού όπου το ρεύμα είναι λιγότερο ισχυρό, αυτό είναι γενικός κανόνας. Πάντα να προσέχεις να μη χτυπήσεις κανένα κορμό δέντρου, γιατί είναι πρόβλημα. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που τα δέντρα είναι μισοβυθισμένα ή βυθισμένα τελείως γιατί έχουν απορροφήσει πολύ νερό, και με τις λάσπες γίνονται ακόμη βαρύτερα. Τότε, αν χτυπήσεις ένα τέτοιο δέντρο, μπορεί να κάνεις ζημιά στις προπέλες. Από ένα πέρασμα που περάσαμε σε προηγούμενο ταξίδι, μπορεί να μην περάσουμε στο επόμενο. Δημιουργούνται νησιά εκεί που δεν υπήρχαν.
Σε μία άφιξη στο Μανάους ο υποπλοίαρχος επισκέφθηκε την Όπερα, που εκείνη την εποχή επισκευαζόταν. Είχε χτιστεί στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μία εποχή που στο Μανάους υπήρχαν 16 χιλιόμετρα λεωφόρων και ηλεκτρικά τραμ, ενώ την ίδια εποχή στη Βοστόνη τα τραμ τα έσερναν ακόμη άλογα. Ο μοναδικός Καρούζο είχε τραγουδήσει το “Pagliacci”, και η θεϊκιά Άννα Πάβλοβα είχε χορέψει τη “Λίμνη των Κύκνων”. Όλος αυτός ο πλούτος παραγόταν από τη συλλογή του καουτσούκ. Οι εργάτες που μάζευαν το καουτσούκ, οι seringueros, ζούσαν μέσα στη φτώχεια.
Στην Boca da Valeria οι επιβάτες αγόραζαν αναμνηστικά από τους ελάχιστους ντόπιους. Εκεί ήταν πολύ ωραίο θέαμα τα ροζ δελφίνια του Αμαζονίου με το παράξενο κεφάλι. Ήταν άκακα. Αντίθετα με τον μύθο, τα πιράνχας δεν επιτίθενται όταν είναι πλήμμη, αλλά μπορεί να επιτεθούν όταν είναι ρηχία. Είναι μύθος ότι τα πιράνχας επιτίθενται μαζικά και τρώνε τα θύματά τους σε λίγα λεπτά.
Η Κρύπτη είναι ένα υπόγειο θεατρικό εργαστήρι στη Θεσσαλονίκη όπου εκκολάπτονται νέοι ηθοποιοί. Ενώ ετοιμάζονται να ανεβάσουν το έργο Γυάλινος κόσμος του Τένεσι Ουίλιαμς με την καθοδήγηση του δασκάλου-σκηνοθέτη τους, παρακολουθούμε την εξέλιξη των αναζητήσεών τους, υπαρξιακών, κοινωνικών, πολιτικών, καθώς και τις αγωνίες τους με φόντο την κρίση της σύγχρονης εποχής. Οι ρόλοι χρησιμοποιούνται ως μέσο για να επηρεάσουν τις πραγματικές σχέσεις τους και, αντίστροφα, οι σχέσεις στη ζωή τους επηρεάζουν τους ρόλους που υποδύονται στο θέατρο.
Παράλληλα με τον κόσμο των ψευδαισθήσεων που υπαγορεύει το έργο, ανακαλύπτουν τις ψευδαισθήσεις στη ζωή τους. Έτσι, τα πρόσωπα που παίζουν ρόλο στην πραγματικότητα που βιώνουν, όπως μάνα, αδερφός, πατέρας, εραστής, είναι και τα αντίστοιχα περίπου των ρόλων τους στο έργο.
Η πλοκή, με ανατροπές στις συνθέσεις των προσώπων εντός και εκτός ομάδας, είναι το όχημα για την ανάλυση εννοιών, όπως το είναι-φαίνεσθαι, πρόσωπο-προσωπείο, μίμηση και, τέλος, η αναπαράσταση που αντιπροσωπεύει και την ουσία της Τέχνης.
“Εκείνο τον καιρό, είναι αλήθεια, οι χαρές ήταν πολύ λιγότερες από τις σκοτούρες. Μαζί με τη μάνα είχα την ευθύνη της οικογένειας. Δουλειά και πάλι δουλειά. Η μόνη χαρά που δεν ήθελα να στερηθώ ήταν να μαθαίνω να μαθαίνω καινούργια πράγματα. Γι’ αυτό, παρά το ξεθέωμα της μέρας, τα βράδια περνούσα από τα σοκάκια του χωριού και κοντοστεκόμουν στις αυλόπορτες ν’ ακούσω καμιά είδηση, ας ήταν και παλιά, εμένα μου ‘κανε.”
Ποιος ορίζει το μέτρημα του χρόνου; Ποιος θυμάται πόσο γρήγορα ή αργά άλλαξε ο κόσμος;
Οι ήρωες της Αναθύμησης αναμετριούνται με τη ροή των γεγονότων, τις εξελίξεις. Θυμούνται, ξεχνούν, διηγούνται, καταγράφουν. Μέσα από τις ζωές τους και τις εμπειρίες τους ξεδιπλώνεται και η ιστορία της Λάρισας και της περιοχής της τα τελευταία εκατό και κάτι χρόνια.
Αναζήτηση μέσω της ετήσιας ανακύκλωσης του φαινόμενου <<γέννας-θανάτου-ανάστασης>>.Αναζήτηση Σταυρού,Σωμάτων,Θησαυρού,Αλήθειας,Γλώσσας,Γραφής. Με το ίδιο υλικό πρακύπτει νέος κόσμος; Προσπάθεια συνάντησης αφετηρίας και τέλους,όπου υπόκεινται στη διαδικασία του <<Επέστρεφε>>.
Μια γυναίκα ανακαλύπτει την κρυφή ζωή του συντρόφου της από το προσωπικό του ημερολόγιο, από διάφορα ευρήματα στα συρτάρια του γραφείου του και από το ιστορικό του υπολογιστή.
Ο χωρισμός είναι επώδυνος, αργόσυρτος, βουβός, με απότομες εξάρσεις.
(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Τα κείμενα που ακολουθούν είναι αφηγήσεις. Απόπειρες ερμηνείας σε ανάκατα σπαράγματα συμβάντων, υποθέσεων και καταστάσεων που δεν συνέβησαν ποτέ. […] Τα κείμενα αυτά μιλούν για τη νεότητα μιας χώρας, μιας εποχής. Οι αφηγήσεις αυτές θέλουν να είναι ένας κριτικός αναστοχασμός πάνω στο “αυτονόητο”. Σ’ ένα αυτονόητο χαμηλού ορίζοντα, όπου πολλές από τις αδικίες που περικλείει περνούν στο αθέατο, στο απυρόβλητο. Βεβαίως, τα κείμενα αυτά δεν ξεκινούν από την εξωτερική εκείνη, αδέκαστη σκοπιά που θα προέκρινε το αντικειμενικό. Ξεκινούν από τη σημασία της μνήμης και της διαφοράς.
Δυο πόλεις, δυο γιαγιάδες. Η Βικτωρία, δυναμική, εκρηκτική και ρηξικέλευθη, στην Πόλη, η Ελένη, θεοσεβούμενη, προσγειωμένη και σεμνή, στη Σαλονίκη. Οι οικογένειές τους ενώνονται μέσω του γάμου των παιδιών τους, και η μικρή τους εγγονή θυμάται. Θυμάται όσα ως μικρό κορίτσι έζησε μαζί τους. Τις καθημερινές ασχολίες και τις γιορτινές επετείους, τα ασήμαντα γεγονότα και τα φοβερά που έμειναν στην ιστορία, τα πρόσωπα που κινούνταν γύρω τους με ρόλο πρωταγωνιστικό ή δευτερεύοντα χωρίς να παραλείπει τις αναφορές στους ανώνυμους κομπάρσους, τύπους χαρακτηριστικούς εκείνων των χρόνων.
Θυμάται πολλά. Και όσα δεν θυμάται -ως ενήλικη πια- τα ψάχνει. Ρωτάει όσους ακόμη ζουν και ερευνά καταφεύγοντας σε όσες επίσημες πηγές είναι προσβάσιμες, έχοντας μοιράσει τη ζωή της ανάμεσα στη λατρεμένη λαμπρή Πόλη των παιδικών της χρόνων και στην προσφυγομάνα Θεσσαλονίκη της εφηβείας και της ενηλικίωσης. Γραμμένο με ψυχή, με συναισθήματα που ξεπηδούν από τα βιώματα, με ματιά καθαρή και αντικειμενική, με πνεύμα αδέσμευτο από φανατισμούς, με λόγο προφορικό και εναργή το έργο της συγγραφέως ζωντανεύει τα πρόσωπα που αγάπησε και την καθόρισαν, τα γεγονότα που έζησε και τη στιγμάτισαν και παραδίδει όσα είδε, όσα άκουσε και όσα έμαθε κτήμα ες αεί για τα παιδιά της, αναμνηστικό βοήθημα για όσους έζησαν μαζί της όσα περιγράφει, και υπέροχο ανάγνωσμα για τους υπολοίπους που νοερά ταξιδεύουν μαζί της από την Πόλη στη Σαλονίκη.
Ο τίτλος του βιβλίου χαρίζεται στη μία γιαγιά. Γιατί ήταν η γιαγιά της Πόλης. Της λατρεμένης της Πόλης όπου γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της η συγγραφέας, φέρουσα το όνομά της και κληρονομώντας το στη δική της μικρή εγγονή. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται νωρίς γιατί η Βικτωρία κέρδισε τον τίτλο.
Ή Ήβη, με ταλέντο στον έντεχνο λόγο, και η Ζωή, με ταλέντο στη φωνή, είναι αχώριστες, αλλά εντελώς διαφορετικές. Εν μέσω οικονομικής κρίσης συγκρούονται και απομακρύνονται η μία από την άλλη. [Όταν ερωτεύοται, τις κυριεύει φόβος. Όμως “ο έρωτας δεν είναι έρωτας, αν δεν συνοδεύεται από φόβο” κι “ο ίμερος δεν γνωρίζει ευγένειες, πολιτισμό, διαγωγή κοσμιοτάτη”. Η Ήβη βρίσκει παρηγοριά στη γραφή, αλλά ακόμα δεν έχει καταπιαστεί με “τα δύσκολα του γραψίματος, δηλαδή το σβήσιμο και την οικονομία των λέξεων”, ενώ η Ζωή μαθαίνει πως “η ζωή είναι αυτό που κόβει στην μέση έναν προγραμματισμό’.] Ένα βιβλίο για τις επιθυμίες και τη διάψευσή τους, την ατολμία που καταπίνει τα χαρίσματα, τα μικρά μυστικά και τα μεγάλα ψέματα που μας απομακρύνουν από τους πιο κοντινούς μας ανθρώπους και τον Άλλο ως εικόνα του παραμορφωμένου από την οικονομική δίνη εαυτού. Για “κάθε ιστορία είναι ένα αφηγηματικό παλίμψηστο” και “η πλοκή κάποτε δημιουργεί τον αφηγητή της”.
Με πρόλογο του Παύλου Νιρβάνα:
ό,τι έχει γράψει για τον Παπαδιαμάντη ο σκοπελίτικης καταγωγής λογοτέχνης και φίλος του κυρ-Αλέξανδρου.
Με επίμετρο του Γιάννη Κορδάτου: Ο μαρξιστής ιστορικός είχε γράψει μια Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, στην οποία μίλησε και για τον Παπαδιαμάντη. Από τα λίγα κείμενα που δεν εξυμνούν ανεπιφύλακτα τον μεγάλο σκιαθίτη δημιουργό.