Πολλοί συγγραφείς θεωρούν τους ουτοπικούς και όσους τους συμπαθούν απερίσκεπτους ονειροπόλους στην καλύτερη περίπτωση και φονικούς ολοκληρωτικούς στη χειρότερη. Εν τούτοις, η ουτοπική σκέψη έχει όχι μόνον αδικηθεί, αλλά και η επιστροφή στον εικονοκλαστικό ουτοπισμό είναι απαραίτητη σήμερα. Η αντιουτοπική νοοτροπία καταδίκασε άδικα την ουτοπική σκέψη και προέτρεψε τους ανθρώπους να την βλέπουν με καχυποψία. Αλλά η εικονοκλαστική ουτοπική σκέψη είναι απαραίτητη, για να ξαναζωντανέψει την υπνώττουσα πολιτική φαντασία της κοινωνίας και να υποδείξει νέες ιδέες για το μέλλον.
Τα κείμενα που ακολουθούν είναι αφηγήσεις. Απόπειρες ερμηνείας σε ανάκατα σπαράγματα συμβάντων, υποθέσεων και καταστάσεων που δεν συνέβησαν ποτέ. […] Τα κείμενα αυτά μιλούν για τη νεότητα μιας χώρας, μιας εποχής. Οι αφηγήσεις αυτές θέλουν να είναι ένας κριτικός αναστοχασμός πάνω στο “αυτονόητο”. Σ’ ένα αυτονόητο χαμηλού ορίζοντα, όπου πολλές από τις αδικίες που περικλείει περνούν στο αθέατο, στο απυρόβλητο. Βεβαίως, τα κείμενα αυτά δεν ξεκινούν από την εξωτερική εκείνη, αδέκαστη σκοπιά που θα προέκρινε το αντικειμενικό. Ξεκινούν από τη σημασία της μνήμης και της διαφοράς.
“ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΑ-ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ”:
Η τέχνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί, πέρα από αισθητικούς, και για άλλους ποικίλους σκοπούς. Μπορεί ν’ αποτελέσει δίαυλο επικοινωνίας, μέσο έκφρασης συναισθημάτων και σκέψεων, κινητήρια δύναμη για αναστοχασμό και προβληματισμό σχετικά με το βίωμα της καθημερινής μας ζωής και χρήσιμο μέσο για ποικίλους ψυχοπαιδαγωγικούς και θεραπευτικούς σκοπούς. Προσφέρεται, επιπλέον, ως ένα ουσιαστικό μεθοδολογικό-ερευνητικό εργαλείο έκφρασης και αναπαράστασης βιωμάτων και καταστάσεων που δεν εκφράζονται εύκολα με λέξεις.
Στο βιβλίο αυτό σκιαγραφείται το πεδίο των βασισμένων στην τέχνη ποιοτικών μεθόδων έρευνας και ο τρόπος με τον οποίο μπορούν να συμβάλουν στη διεύρυνση της γνώσης μας. Εξετάζονται ζητήματα που αφορούν το ιστορικό πλαίσιο των βασισμένων στην τέχνη μεθόδων έρευνας, τα βασικά τους “παραδείγματα”, προσεγγίσεις, παραδοχές, έννοιες, πεδία εφαρμογής, χρησιμότητα, βιωσιμότητα και προοπτικές, καθώς και ζητήματα που αφορούν την αξιολόγησή τους (εγκυρότητα και αξιοπιστία). Επιχειρείται, ακόμη, να αναδειχθούν τρόποι διασύνδεσης της τέχνης με την εκπαίδευση και τις διαδικασίες μάθησης και γνώσης. Παρουσιάζονται, επίσης, οι βασικές μεθοδολογικές τάσεις της σύγχρονης έρευνας στο πεδίο αυτό, όπως είναι η επιτόπια έρευνα σε σχέση με την ανθρωπολογία και την τέχνη, οι οπτικές μεθοδολογίες / μέθοδοι έρευνας (η ερμηνευτική προσέγγιση πινάκων ζωγραφικής, η πολιτισμική βιογραφική προσέγγιση των ακτιβιστικών stencil, η ερμηνευτική προσέγγιση των graffiti στο πλαίσιο της εκπαίδευσης, η κοινωνική σημειωτική σε σχέση με την οπτική επικοινωνία και την ανάλυση οπτικού σχεδιασμού, η ερμηνευτική προσέγγιση παιδικών και εφηβικών ιχνογραφημάτων, το photovoice και η εφαρμογή του στο ζήτημα των κρυφών σεξουαλικών ταυτοτήτων, η προσέγγιση της προσωποποιημένης και οπτικοποιημένης αναπαράστασης εννοιών στην περίπτωση της σεξουαλικότητας και της σεξουαλικής αγωγής των εφήβων, το κοινωνικό ντοκιμαντέρ και η αφήγηση-ποίηση ως μέθοδοι έρευνας βιωμάτων εγκλεισμού, καθώς και η αυτοβιογραφία (διήγηση προσωπικών ιστοριών), οι αυτοβιογραφικές μαντινάδες, η μουσική και το παιχνίδι με την κούκλα ως μεθοδολογικά εργαλεία ποιοτικής έρευνας. Πρόκειται για δημιουργικές, συμμετοχικές μεθόδους έρευνας, οι οποίες είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για άτομα που ανήκουν σε περιθωριοποιημένες ομάδες, καθώς τείνουν να λειτουργούν διευκολυντικά και ενδυναμωτικά για την αυθεντική έκφραση της καταπιεσμένης και αποσιωπημένης από τις κυρίαρχες εξουσιαστικές δομές φωνής τους, τη χειραφέτηση, την κριτική συνειδητοποίηση, τις ελπίδες τους για το μέλλον και για την αλλαγή της κοινωνικής τους κατάστασης.
Το βιβλίο καλύπτει ένα κενό στην ελληνική βιβλιογραφία, ενεργοποιεί την κριτική και δημιουργική σκέψη του αναγνώστη, συμβάλλει στον εμπλουτισμό και στην ανανέωση του ενδιαφέροντος για τις διαδικασίες παραγωγής, ανάλυσης, ερμηνείας και κατανόησης του νοήματος, που προκύπτει από τις βασισμένες στην τέχνη μεθόδους έρευνας, και ανοίγει νέους διεπιστημονικούς και διαεπιστημονικούς ορίζοντες και προοπτικές για σοβαρές συζητήσεις και ουσιαστικούς προβληματισμούς όσον αφορά τη φύση, το είδος και τις συνεπαγωγές της γνώσης που παράγουμε. Γι’ αυτό, μπορεί αυτό να είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές και νέους ερευνητές.
Ο Διονύσιος Βάγιας εξερευνά την terra incognita – τη γυναίκα, σε πολλές ουσιώδεις εκφάνσεις της: ως ωραίο φύλο, γυναίκα του πόθου, ερωμένη, σύντροφο, συνομιλήτρια ή κοινωνικά αδικημένη: ως φεμινίστρια, αλλά και ως συγγενή, μητέρα, κόρη, αδελφή ή εξαδέλφη. Συνυφαίνει μέσα σε αυτές τις εκφάνσεις του θηλυκού το αθόρυβο έργο του χρόνου: τη μοίρα της γήρανσης. Εστιάζει από την αρχή μέχρι το τέλος της εργασίας του στον ισόβιο κλυδωνισμό του άνδρα, στη δίνη που προκαλεί στη ζωή του το πέρασμά της. Η έρευνα αυτή καθοδηγείται από την φαινομενολογική ματιά, στην οποία εισρέουν ως ένα, τόσο οι φιλοσοφικές καταβολές του γράφοντος, όσο και η εντρύφησή του στο ψυχικό.
Ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι επαναστάτες και καπιταλιστές θεωρούν κριτήριο αλήθειας την επιτυχία, και μας καλεί να επανεξετάσουμε τον ανορθόδοξο μαρξισμό της Δυτικής Ευρώπης που παραμερίστηκε επειδή απέτυχε. Υποστηρίζει ότι η λατρεία της επιτυχίας και της επιστήμης αφαίρεσε από τον ορθόδοξο μαρξισμό την κριτική του ενόρμηση, η οποία όμως διασώθηκε στους λεγόμενους ανορθόδοξους μαρξιστές: Ρόζα Λούξεμπουργκ, Καρλ Κορς, Άντον Πάνεκουκ, Χέρμαν Γκόρτερ, Αμεντέο Μπορντίγκα, Αντόνιο Γκράμσι, σχολή της Φραγκφούρτης…
Οι επιτυχίες του ορθόδοξου μαρξισμού δεν επικυρώνουν την αλήθεια του, οι ήττες του Δυτικού μαρξισμού δεν αποδεικνύουν πως είναι λαθεμένος. Για μας σήμερα, οι ήττες κατά το παρελθόν ενδέχεται να είναι πιο γόνιμες από τις νίκες.
Η συνύπαρξη στο ανά χείρας βιβλίο δύο τόσο διαφορετικών ποιημάτων, γραμμένων από δύο τόσο διαφορετικούς ποιητές, θα μπορούσε να είναι τυχαία, δηλαδή αυθαίρετη – αλλά δεν είναι, νομίζω. Εκτός του ότι τα δύο ποιήματα προέκυψαν από και μέσα σε δύο συγκεκριμένους τόπους (που όμως κι αυτοί διαφέρουν διαμετρικά), υπάρχει κάτι ακόμη που τα συνδέει -κατά κάποιον έστω τρόπο: αυτό που συμβαίνει με τους τίτλους τους. Το ποίημα του Καρυωτάκη είχε «τελικό τίτλο», σε αυτόγραφο που μάλλον έχει χαθεί, Επαρχία -φαίνεται ότι ο ποιητής ήθελε (δικαίως, θα έλεγα) το κείμενό του να αφορά όχι μόνο έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο, αλλά μια πολιτικοκοινωνική κατηγορία κατοικημένων χώρων. Ο Σικελιανός είχε κλείσει τον τίτλο του ποιήματός του σε εισαγωγικά: «Ιερά Οδός» έτσι ώστε το κείμενο να αναφέρεται όχι μόνο στην Ιερά Οδό της Αττικής, αλλά σε μια κατηγορία βιωματικών-ψυχικών εμπειριών που οδηγούν σε μια λυτρωτική αποκάλυψη, παρόμοια με εκείνη που συνέβαινε στο «Ιερό της Ψυχής, στην Ελευσίνα». Όπως και να ‘ναι, τα δυο ποιήματα, η Πρέβεζα του Καρυωτάκη και η «Ιερά Οδός» του Σικελιανού, εντάσσονται -για λόγους διαφορετικούς το καθένα- στα σημαντικότερα επιτεύγματα της νεοελληνικής ποίησης του 20ου αιώνα.
Αν ο κόσμος γέμιζε με πραγματικούς μοτοσυκλετιστές και οι γυναίκες υιοθετούσαν τη φιλοσοφία τής
μοτοκουλτούρας, όπως αυτή ορίζεται στο παρόν βιβλίο, τότε θα είχαμε σοβαρούς λόγους να μιλάμε με όρους
υπονόμευσης της πατριαρχικής κουλτούρας και του καπιταλιστικού συστήματος. Γιατί κάθε εξουσιαστικό
σύστημα δεν θέλει να έχει υπό τον έλεγχό του ανθρώπους με οικολογικές ευαισθησίες, άντρες τρυφερούς και
ρομαντικούς και γυναίκες με πλήρη αίσθηση της δύναμής τους και τη θηλυκότητά τους σε πλήρη άνθιση και
λειτουργία.
Είναι κάπως παράτολμο να το υποστηρίξουμε αλλά αξίζει να το τολμήσουμε. Η μοτοκουλτούρα θα
μπορούσε να γεννήσει μια νέα επανάσταση στη γυναικεία σκέψη ικανή να οδηγήσει στην πολυπόθητη κοινωνική
χειραφέτηση από το κράτος και τον καπιταλισμό. Ακόμη όμως κι αν αρκούμασταν στην πιο ήπια μορφή της, είναι
και αυτή το ίδιο επαναστατική, γιατί, ό-πως αναφέρθηκε επανειλημμένα, η γυναικεία σκέψη ανοίγει τον δρόμο
για την ουτοπία και η μοτοσυκλέτα είναι το μέσο που θα μας οδηγήσει σε αυτήν.
Αν κάποιος μέσα σε όλα αυτά αναρωτηθεί ποιος είναι ο σκοπός τού μοτοσυκλετιστή, η απάντηση είναι πολύ
απλή. Να αγαπά και να σέβεται τους ανθρώπους και τη Φύση. Να θαυμάζει τη Γυναίκα, το σώμα της και τη
θηλυκότητα γιατί η μοτοσυκλέτα –που εξίσου θαυμάζει– είναι Μηχανή που όλη η αρχιτεκτονική της βασίζεται σε
θηλυκές αρχές. Να εκτιμά και να σέβεται, όχι μόνο τη μοτοσυκλέτα του, αλλά κάθε είδους αντικείμενο που
χρησιμοποιεί γιατί από πίσω του κρύβονται δεκάδες εργατοώρες και πολλές ποσότητες δαπανημένης ενέργειας
και πρώτων υλών.
Σε όλες τις συλλογές των δημοτικών τραγουδιών ανθολογούνται τα βότανα. Τα συναντάμε στα κλέφτικα τραγούδια και στα νανουρίσματα, που πολλά είναι αρχαιότατα βυζαντινά, όπως και στα μοιρολόγια, τα ερωτικά τραγούδια και τις παραλογές, μ’ άλλα λόγια παντού, η παρουσία των βοτάνων, δηλαδή φυτών με φαρμακευτική χρήση, δεν συμβάλλει μόνο στη μουσικότητα και το νοηματικό πλούτο των δημοτικών τραγουδιών. Λέξεις σύνθετες με πρώτο ή δεύτερο συνθετικό κάποιο βότανο, όπως νερατζοφιλημένη και νερατζομάγουλη, πικραπήγανος, τριανταφυλλοκυπάρισσος και μοσκολίβανο, δεν αποτελούν μόνο καλολογικά στοιχεία δείχνουν τη διαχρονικότητα της ονοματοδοσίας των βοτάνων, αφού αποτελούν ένα κωδικοποιημένο αλλά κατανοητό σύστημα επικοινωνίας.
Πώς και πότε χρησιμοποιούσαν οι ομηρικοί ήρωες το καθαρτήριο θειάφι; Πότε και πώς παρασκεύαζαν και χρησιμοποιούσαν τα αιθέρια και αρωματικά έλαια; Πώς μεταμόρφωσε η Κίρκη τους συντρόφους του Οδυσσέα σε χοίρους; Τι ήταν ο «λωτός» των λωτοφάγων, που έκανε τους ανθρώπους να ξεχνούν τα πάντα για τον εαυτό τους και τη ζωή τους; Ποιος ήταν ο ρόλος των θεραπευτών στα ομηρικά έπη; Στα παραπάνω και σε άλλα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει η γλαφυρά γραμμένη μελέτη της Χριστίνας Φλόκα. Αποτελεί το τρίτο μέρος της τριλογίας που άρχισε να εκδίδεται το 1998, “Η φαρμακογνωσία του Οδυσσέα Ελύτη”, και συνεχίστηκε το 2003, “Εγώ ο Αμάραντος – Τα βότανα στο δημοτικό τραγούδι”.
Μια νέα προσέγγιση της εμπειρίας των φωνών που μας έδωσε πολύτιμη γνώση τόσο για την ίδια την εμπειρία όσο και για τους τρόπους με τους οποίους οι άμεσα ενδιαφερόμενοι μπορούν να ξεπεράσουν τα εμπόδια που τους προκαλούν οι φωνές που ακούνε.
Οι 50 ιστορίες ανάρρωσης αποτελούν ένα σημαντικό τεκμήριο για τη νέα αυτήν προσέγγιση.