Ο Βασίλης Κουκορίνης γεννήθηκε στο χωριό Γλώσσα της νήσου Σκοπέλου, που ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης το ονομάζει “ψηλό χωριό” (στο διήγημά του Η ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ). Από πολύ μικρός αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αμερική (βλ. διήγημα ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ). Εκεί, δούλεψε, πάσχισε να διατηρήσει και να διαδώσει τη γλώσσα μας, ίδρυσε τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα και, συνάμα, έγραψε τα διηγήματά του, που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά της ομογένειας και της Ελλάδας. Από τις δυο συλλογές διηγημάτων, που εξέδωσε στην Θεσσαλονίκη το 1964 και το 1967, επέλεξε ο ίδιος τα διηγήματα που αποτελούν τον παρόντα τόμο. Πρόσθεσε και ένα δύο ανέκδοτα κείμενά του, καθώς και δύο μελέτες για το έργο του: του Βολιώτη κ. Γιώργου Θωμά και του κοντοχωριανού του παπα-Κώστα Καλλιανού. “Ποτέ δεν έπαψε ο καθαρός, ο δροσερός, ο αναπαυτικός νοερός διάλογος με το νησί μου και τους ανθρώπους που άφησα πίσω να μου φτερώνει τη σκέψη και την ψυχή”, γράφει ο Βασίλης Κουκορίνης κι αυτόν ακριβώς τον διάλογο παρουσιάζει στα νησιώτικα διηγήματά του. Σημαντικό είναι και το κείμενό του για τον (επίσης Σκοπελίτη) Παύλο Νιρβάνα. Βιβλίο σπουδαίο, γιατί εκτός από τις λογοτεχνικές του αρετές, μας δείχνει πως πασχίζουν οι άνθρωποι να διατηρήσουν την ελληνικότητα, την δική τους και των ομοεθνών τους, στην μακρινή Αμερική.
“Έζησα στη Σκόπελο ως μόνιμος κάτοικος, χειμώνα-καλοκαίρι, από το 1987 έως το 2004. Ο οδηγός αυτός είναι αποτέλεσμα της αγάπης μου για το νησί και της ανάγκης που ένιωσα να μάθω πού βρίσκομαι. Έτσι, διάβασα αρκετά βιβλία και δημοσιεύματα για την ιστορία της Σκοπέλου, και συνάμα περπάτησα απ’ άκρη σ’ άκρη το νησί. Ιδιαίτερα με βοήθησαν οι συζητήσεις με σκοπελίτες: ζωντάνεψαν μες στο μυαλό μου τη ζωή του νησιού πριν την έλευση του τουρισμού, τότε που η Σκόπελος βασιζόταν στην παραγωγή λαδιού, ρετσινιού και δαμασκήνων (και, παλαιότερα, κρασιού).
Τα τελευταία χρόνια γίνονται στο νησί πολλά έργα: ασφαλτόστρωση δρόμων, τοποθέτηση πινακίδων στις διασταυρώσεις, επέκταση του κυματοθραύστη και κατασκευή του νέου λιμανιού, βελτίωση ηλεκτρικού δικτύου, έργα ύδρευσης και αποχέτευσης, εγκατάσταση βιολογικού καθαρισμού.
Ενδέχεται οι εντυπωσιακές αυτές αλλαγές να διευκολύνουν την κίνηση ντόπιων και επισκεπτών στο νησί. Από την άλλη, η λεγόμενη απελευθέρωση της ακτοπλοΐας αλλάζει διαρκώς τις εμπλεκόμενες εταιρείες, τα γραφεία αντιπροσώπων, τα δρομολόγια. Ο ανά χείρας Οδηγός πιστεύω πως εξακολουθεί να προσφέρει μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα του νησιού, της ιστορίας του και της ζωής του.
Ελπίζω να μην υποκύψει η Σκόπελος στην τρέλα της οικοπεδοποίησης και της απεριόριστης οικοδόμησης, και να διατηρήσει τη σπάνια ομορφιά της. Αυτό είναι στο χέρι των μόνιμων κατοίκων, αλλά και των επισκεπτών που την αγαπούν και την πονάνε. Εύχομαι ο “τουρισμός” να μην είναι επιθετικός, επέλαση ανθρώπων που θέλουν μόνο να ξεδώσουν, αλλά ήπιος, με ενδιαφέρον και αγάπη για τον τόπο που επισκεπτόμαστε, με σεβασμό στους κατοίκους και στην ιστορία τους…”
(Β. Τ., Μάιος 2008)
Ο ΟΔΗΓΟΣ πρωτοεκδόθηκε το 1993. Επανεκδόθηκε το 1996, το 1998, το 2000 και το 2008.
Με πρόλογο του Παύλου Νιρβάνα:
ό,τι έχει γράψει για τον Παπαδιαμάντη ο σκοπελίτικης καταγωγής λογοτέχνης και φίλος του κυρ-Αλέξανδρου.
Με επίμετρο του Γιάννη Κορδάτου: Ο μαρξιστής ιστορικός είχε γράψει μια Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, στην οποία μίλησε και για τον Παπαδιαμάντη. Από τα λίγα κείμενα που δεν εξυμνούν ανεπιφύλακτα τον μεγάλο σκιαθίτη δημιουργό.
Οι δύο διάσημοι λόγιοι της Σκοπέλου :
Ο Καισάριος Δαπόντες και ο Παύλος Νιρβάνας. Εκτενείς βιογραφίες και κείμενά τους:
“Οι μύθοι” του πρώτου, και “Νησιώτικα διηγήματα”του δεύτερου.
Με κίνητρο την ποιητική του ανάγκη και την αγάπη του για το νησί και τους ανθρώπους του ο Σπύρος Κοσμάς παραθέτει σε έμμετρο λόγο όσα αποθησαύρισε από τον κόσμο αυτόν.
Το έργο του διαπνέεται από λυρισμό, συναρπαστικές εικόνες και πορτραίτα των πρωταγωνιστών και αποτελεί μια ωραία ανάσα στη σημερινή τεχνοκρατική και στεγνή κοινωνία μας.
Η μελέτη αυτή είναι από τις μοναδικές που ασχολούνται αποκλειστικά με την ιστορία και τον λαϊκό πολιτισμό του χωριού Γλώσσα, ενός δηλαδή από τα τρία άλλα χωριά, τα οποία μαζί με τη Χώρα απαρτίζουν το νησί της Σκοπέλου. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσω πώς αυτά που αναγράφονται στην παρούσα δεν είναι η Ιστορία της Γλώσσας τη χρονική περίοδο που προσδιορίστηκε, αλλά κάποιες πτυχές της. Κι αυτό επειδή απαιτείται μεγάλη και πολυχρόνια έρευνα στις αδημοσίευτες κυρίως πηγές, κάτι που χρειάζεται τη συνδρομή πολλών ενδιαφερομένων για την ιστορία και τη λαογραφία του τόπου τους. Έτσι, η μελέτη αυτή είναι, θα μπορούσα να ισχυριστώ, κάτι σαν την πρώτη μαγιά, ώστε να υπάρξει στο μέλλον μια πιο εκτενής και ακριβής μελέτη, η οποία με προσοχή και σεβασμό στις πηγές θα κοιτάξει να παραδώσει στις γενιές του 21ου αι. την ιστορία του χωριού τους ή και όλης της περιοχής, η οποία σε πολλά σημεία έχει μιαν ιδιοπροσωπία ξεχωριστή από αυτήν της Χώρας, γι’ αυτό και απαιτείται να σημειωθούν οι διαφορές και οι αιτίες που τις προκάλεσαν ιδιαίτερα στον λαϊκό πολιτισμό.