Βιβλία για τη Θεσσαλονίκη

Las Incantadas – Οι “Μαγεμένες” της Θεσσαλονίκης

Οι Μαγεμένες της Θεσσαλονίκης, πιο γνωστές με την ισπανοεβραική τους ονομασία Las Incantadas, ήταν ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα ανάγλυφων μορφών στην Αγορά της πόλης. Τις άρπαξε τον 19ο αι. ο Γάλλος Ε. Μίλλερ, που επονομάστηκε “Έλγιν της Θεσσαλονίκης”, και τις μετέφερε στη Γαλλία. Σήμερα εκτίθενται στο Μουσείο του Λούβρου. Από αφηγήσεις περιηγητών, που είδαν και περιέγραψαν το μνημείο, από μελέτες ιστορικών και αρχαιολόγων, από ανασκαφικά ευρήματα, ο συγγραφέας προβαίνει σε μια σφαιρική μελέτη του μνημείου: αναγνωρίζει τις αναπαριστώμενες μορφές, εξηγεί γιατί ειδικά αυτές περιλαμβάνονταν στο μνημείο, επιχειρεί να μας δώσει το κλίμα μέσα στο οποίο ανεγέρθηκε το μνημείο, το χρονολογεί και το τοποθετεί στη θέση που κατείχε στη Θεσσαλονίκη.

Αστικά, Φυσικά και Άγρια

Εν αρχή ην ο Παράδεισος. Ο μυθικός τόπος όπου προβάλλονται οι αέναες επιθυμίες των ανθρώπων για τέλεια ύπαρξη χωρίς τον φόβο του θανάτου, του πόνου, της αρρώστιας, της αμφιβολίας, γεμάτος με όλες τις απολαύσεις και τις χαρές. Κυρίαρχη ιδέα του Παραδείσου για τον Δυτικό κόσμο αποτελούσε ανέκαθεν η Εδέμ, ή καλύτερα ο Κήπος της Εδέμ. Έξω από αυτόν τον παραδείσιο κήπο εκτείνεται η άγρια, κακή Φύση όπου η αγριότητα και η φυσικότητα εμφανίζονται στην πιο παρθένα και άγρια μορφή τους. Αυτού του είδους η αντίληψη για τη Φύση καθρεφτίζεται στην αγγλοσαξονική έννοια της wilderness, ένα πολιτισμικό όχημα για να εξερευνήσει κανείς τις ιδέες γύρω από τη Φύση και τον Παράδεισο. Οι κήποι, όπως όλες οι ουτοπίες, γεννιούνται προσπαθώντας να αντιγράψουν τον Παράδεισο και να αποκλείσουν την κακή πλευρά του φυσικού κόσμου. Είναι προϊόντα του επιθυμητού, γεννιούνται μέσα από τις αντιξοότητες και τις απογοητεύσεις της καθημερινής ζωής, ενώ λειτουργούν ως αντι-είδωλο του πραγματικού κόσμου, κριτικάροντας παγιωμένες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, περιορισμούς και ατέλειες. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο γεννιέται η ιδέα του Αγγλικού Κήπου, ενός κήπου που θα αγαπήσει τη φυσικότητα, την αγριότητα, τη σκιά και τα ερείπια μιας περασμένης Αρκαδίας. Η ιδεολογία της αγγλικής κηποτεχνίας προσεγγίζει τη Φύση μέσα από το πρίσμα της επιστήμης και πραγματεύεται την ιδέα της άγριας φύσης (wilderness) με όρους διαφορετικούς από αυτούς του Παραδείσου ή του Αρκαδικού ιδεώδους. Όμως τι γίνεται με την άγρια φύση και την πόλη; Πολλοί θεωρητικοί έχουν μιλήσει για τη δυναμική των διαφόρων terrains vagues της μεγαλούπολης να λειτουργήσουν ως ένας νέος φυσικός κόσμος μέσα στον αστικό οργανισμό, γεννώντας ένα νέο οικολογικό φαντασιακό για την πόλη, προσφέροντας μια φυσική διάσταση στον ρόλο της wilderness ως resilience. Η σύσταση των διάκενων τοπίων, που έχουν γίνει οι νέοι τόποι φυσικότητας της πόλης, μοιάζουν με τον αγγλικό τοπιακό κήπο τόσο κατηγορικά όσο και εννοιολογικά: οργιώδης βλάστηση, ερείπια, περίγραμμα της έκτασης, περίεργα αντικείμενα-εμβλήματα, συχνά ποικίλη γεωμορφία. Στο τωρινό φιλοσοφικό πλαίσιο που αναδύεται, ο Παράδεισος πρέπει να κατασκευαστεί εκ νέου μέσα από τα απομεινάρια του θρυμματισμένου σύγχρονου κόσμου και δεν μπορεί παρά να είναι άγριος και μετα-ανθρώπινος.

Δρόμοι και Γειτονιές της Θεσσαλονίκης (μέχρι το 1944)

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μέχρι τον θάνατό του, το 1993, ο Κ. Τομανάς, εκπαιδευτικός το επάγγελμα, στον τομέα των φυσικών και μαθηματικών επιστημών, συγκέντρωνε υλικό για τη ζωή στην παλιά Θεσσαλονίκη. Μετά θάνατον, ο γιός του, Β. Τ., ταξινομεί και εκδίδει κατά ενότητες αυτό το υλικό.
Ο πλέον ογκώδης τόμος αφορά τους δρόμους και τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τη διήγηση της ιστορίας των δρόμων, όπως την φτιάχνουν πρόσωπα και κτίρια, σε μια περίοδο ογδόντα χρόνων. Ένα βιβλίο που, κατά την εκτίμησή μας, διαβάζεται επιλεκτικά, ίσως και γιατί, για τον μη Θεσσαλονικιό, ο φόρτος των πληροφοριών είναι μεγάλος. – Σε μια τέτοια επιλεκτική ανάγνωση, λ.χ., η οδός Εγνατία ξετυλίγεται ως μυθιστόρημα: “Στη γωνία με την οδό Πρασακάκη ήταν, και εξακολουθεί να είναι, το μέγαρο του ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη, που στο ισόγειό του λειτουργούσε το περίφημο καφενείο Χρυσούν Απίδιον. Πριν από την πυρκαγιά του 1917, στη διασταύρωση των οδών Αγίας Σοφίας και Εγνατίας ήταν το σπίτι των πέντε Παπουλιάδων, του Γρηγόρη, του Αλέκου, του Αριστοτέλη (διάσημων χασομέρηδων της εποχής), του Φωκίωνα (που έπαιζε βιολί και διορίστηκε καθηγητής στο Κρατικό Ωδείο το 1916) και του Γιώργου (που ήταν ποιητής.). Θα αναφέρουμε μόνο δυο στίχους, που μας διάβασε με δόση ειρωνείας ο καθηγητής μας των Νέων Ελληνικών Πέτρος Σπανδωνίδης: Τικ-τακ το ωρολόγιον, τικ-τακ και ο σφυγμός μου / και όταν παύσει το τικ-τακ, απέρχομαι του κόσμου. Στη θέση του σπιτιού των Παπουλιάδων χτίστηκε ένα μέγαρο, που στο ισόγειό του εγκαταστάθηκε το φαρμακείο του κυρ Γαβριήλ Πεντζίκη”. (Μάρη Θεοδοσοπούλου, Η ΕΠΟΧΗ, 25/1/1998)

Η Καλλιτεχνική Κίνηση στη Θεσσαλονίκη 1885-1944

Από τις λιγοστές υπάρχουσες πηγές και από τις αναμνήσεις των καλλιτεχνών, που δεν είναι πάντα αξιόπιστες και πρέπει να διασταυρώνονται, θα προσπαθήσουμε ν’ ανασυστήσουμε την καλλιτεχνική ζωή της πόλης μας επί μιαν εξηκονταετία. Τα χρόνια που εξετάζουμε, τα Ωδεία δεν είχαν μόνιμη στέγη, τα δε σποραδικά φύλλα των εφημερίδων, που γλίτωσαν από την πυρκαγιά και την Κατοχή, δεν περιλαμβάνουν πάντα τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Φίλοι, κυρίως, και γνωστοί μας βοήθησαν με τις αναμνήσεις τους να καταγράψουμε τα στοιχεία που ακολουθούν. […] Ωδεία, χορωδίες, μουσικοί, τραγουδιστές, τραγούδια που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις: όλα αυτά καταγράφονται αναλυτικά για τα εξήντα χρόνια από το 1885 μέχρι το 1944.

Θεσσαλονίκη, η Περιπόθητη Πόλη

Ο μεγάλος εβραίος ιστορικός της πόλης μας Ιωσήφ Νεχαμά δημοσιεύει την μελέτη του αυτήν στο Παρίσι το 1917. Εξιστορεί γλαφυρά τις περιπέτειες της Θεσσαλονίκης από την ίδρυσή της μέχρι την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος. Μας γνωρίζει την πόλη, που εποφθαλμιούν και διεκδικούν όσοι λαοί την αντικρίζουν, μας περιγράφει τις περιόδους ακμής και παρακμής, ευημερίας και αθλιότητας, κοινωνικής νηνεμίας και κοινωνικής αναστάτωσης. Μας παρουσιάζει τους προβληματισμούς, τις ανησυχίες, τις προσδοκίες των εβραίων της Θεσσαλονίκης, που βλέπουν την ενσωμάτωση της πόλης μας στο ελληνικό κράτος, τον διαμοιρασμό της ενδοχώρας της μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Αναρωτιέται, εν τέλει, ποιο είναι το μέλλον του μεγαλύτερου λιμανιού της Βαλκανικής, που έχει κιόλας συνδεθεί σιδηροδρομικά με ολόκληρη την Ευρώπη.

Μικρή Μεγάλη Εβδομάδα

Αξιοποιώντας πληροφορίες από φωτογραφίες, αφηγήσεις, περιοδικά, βιβλία και άλλα “ψίχουλα της ιστορίας”, η συγγραφέας κεντάει στο εργόχειρό της τη μυθοποίηση αλλά και την απομυθοποίηση της Ιστορίας και μας φέρνει πολύ κοντά σε πραγματικούς ανθρώπους: άνδρες, γυναίκες και παιδιά που βιώνουν τις καθημερινές πραγματικότητες στη Θεσσαλονίκη, καθώς η πόλη διέρχεται τις συμπληγάδες του 20ού αι. Ασφαλώς χρειάζεται και μια δεύτερη ανάγνωση, αλλά με το πρώτο κιόλας διάβασμα η Μαρία Πάλλα μάς έχει μετακενώσει αυθεντική συγκίνηση και μας έχει μεταδώσει το χρώμα κάθε εποχής και την αίσθηση της ιστορίας της μικρής ανθρώπινης κλίμακας. (Γιώργος Αναστασιάδης, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΠΟΛΙΣ, Ιούνιος 2004)

Οι Κάτοικοι της Παλιάς Θεσσαλονίκης

[…] μέσα από τις ζωές των ανθρώπων που έζησαν στην πολύπαθη και ιστορική αυτή πόλη και τις συγκυρίες που τους οδήγησαν σε συγκεκριμένες συνθήκες, ο αναγνώστης θα αντιληφθεί σε βάθος το σύμπλεγμα των ιστορικών εξελίξεων που καθόρισαν τη μορφή των Βαλκανίων ώς τις μέρες μας, πάντα υπό ένα ανθρωπιστικό πρίσμα το οποίο μας θυμίζει συνεχώς ότι οι λαοί δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν μεταξύ τους αν δεν αποφασίσουν για το αντίθετο κάποιοι άλλοι. Ένα γλαφυρό και γραμμένο με πολύ μεράκι βιβλίο, το συνιστώ ανεπιφύλακτα. (Μάριος Δαμουλιάνος, περ. Strange, 2008)

Οι Κινηματογράφοι της Παλιάς Θεσσαλονίκης (1895-1944)

Το βιβλίο μνημονεύει τη σκοτεινή αίθουσα ως ένα από τα τρία στοιχεία απόλαυσης του σινεμά. Αποτελεί φιλόπονο συλλεκτικό έργο ενός πιστού του κινηματογράφου ως λαϊκού θεάματος και ντοκουμέντο ιστορικής έρευνας. Έχει την ψυχή του ευαίσθητου και αλκοολικού θεατή μέσα του και τη σωστική φροντίδα του “ανώνυμου” χρονικογράφου μιας εποχής απ’ έξω του. Αρχίζει με τη γενεαλογία των ονομάτων των αιθουσών της Θεσσαλονίκης. […] Παρεκβαίνει μετά προς την περιοχή των επιγείων θεοτήτων που πέρασαν κι από τη Θεσσαλονίκη “ωραίες και μοιραίες” για την παρηγοριά του λαού και τις στιγμιαίες εξάψεις του. Ρίχνει μερικές σκέψεις του στο χαρτί υπερασπίζοντας την παντομίμα. Παρακολουθεί τα πρώτα βήματα του ελληνικού κινηματογράφου, συμπληρώνοντας τις πληροφορίες του με χαριτωμένα σχόλια, κρίσεις και αναφορές. Τέλος, καταγράφει τις ταινίες που προβλήθηκαν στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1944. Με στοιχεία ξεθαμμένα από βιβλία ξένων στρατιωτικών, λευκώματα κυριών και σκόρπια φύλλα εφημερίδων. Την “υπόθεση” μερικών ταινιών απ’ αυτές την ιστορεί σαν παραμύθι. Ωσότου φτάνει στον Επίλογο με μιαν αίσθηση, θα λέγαμε, πληρότητας και κορεσμού του αφηγητή που έκανε το παν για να τροφοδοτήσει τη ροή του λόγου του με οποιοδήποτε υλικό μπορούσε να παρασύρει προς την εκβολή του. Μιλώντας περισσότερο παρά γράφοντας, ο Κώστας Τομανάς μπορεί να ονομαστεί ο λαϊκός κι εμπειρικός κοινωνιολόγος του σινεμά και συγχρόνως ο γνήσιος υπερασπιστής της κινηματογραφικής αίθουσας. (Νίκος Κολοβός, περιοδικό Διαβάζω, 25/5/1994)

Οι Μαγεμένες στη Γενέθλια Πόλη

Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη, Παρίσι.

Ακολουθώντας μια κατεστραμμένη μοίρα
από την Κωνσταντινούπολη, ο πρωταγωνιστής
θα καταλήξει στη πολυπολιτισμική
οθωμανική Θεσσαλονίκη του 1861.

Τρία χρόνια αργότερα, θεοί και άνθρωποι,
απομακρύνονται από την πατρώα γη.
Τα γεγονότα της αποξήλωσης και μεταφοράς του μνημείου
των «Μαγεμένων» στο Παρίσι,
θα προκαλέσουν τις εξελίξεις σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο.

Ένας Οθωμανός, μία Εβραία και ένας Γάλλος,
θα τυλίξουν μαζί το νήμα που υφαίνουν μύθος και ιστορία.

Στην ανατολή του 1900, στην πόλη του φωτός,
θα ολοκληρωθεί η διαδρομή στις ζωές των ήρωες του βιβλίου.
Μια νέα διαδρομή θα χαραχτεί και θα είναι αυτή,
της επιστροφής των Μαγεμένων στην γενέθλια πόλη.

Οι Πλατείες της Θεσσαλονίκης (μέχρι το 1944)

Οι πλατείες της Θεσσαλονίκης ήταν οι τόποι συνάθροισης και συνάντησης των ανθρώπων, και όχι απλώς οι χώροι σύγκλισης των οδικών αρτηριών, όπως σήμερα. Με τα λίγα που γράφουμε περιγράφοντας τις πλατείες της πόλης μας μέχρι το 1944, προσπαθούμε να διατηρήσουμε ζωντανές τις αναμνήσεις στους παλιούς, αλλά και να δείξουμε στους νεότερους ότι η ζωή ήταν κάποτε διαφορετική.

Οι Ταβέρνες της Παλιάς Θεσσαλονίκης

Από τον Μεσαίωνα ακόμα, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, τα χάνια, τα χαμαιτυπεία και οι ταβέρνες βρίσκονταν έξω από τα τείχη των πόλεων, κοντά στις πύλες. Όταν εξέλιπε η ανάγκη της προστασίας των πόλεων με τείχη, τα ευαγή αυτά ιδρύματα μεταφέρθηκαν μέσα σης πόλεις και κατά προτίμηση στις αγορές, εκεί που κυκλοφορούσε πολύς κόσμος. Στην αρχή τα χάνια ήταν συνάμα και μπουρδέλα και ταβέρνες, αλλά με τον καιρό οι καινούριες συνθήκες ζωής επέφεραν το διαχωρισμό τους. Τα μπουρδέλα έμειναν έξω από τις πόλεις, τα χάνια άρχισαν να λειτουργούν στις ακραίες συνοικίες, πάντοτε όμως κοντά στις οδούς επικοινωνίας της πόλης με την ύπαιθρο, και οι ταβέρνες στα πιο πολυσύχναστα μέρη των αστικών κέντρων.

Εδώ στη Σαλονίκη οι πιο πολλές ταβέρνες βρίσκονταν στο Βαρδάρη και, όπως αναφέρει ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή που πέρασε από την πόλη μας στα 1668, υπήρχαν τότε στη Σαλονίκη τριακόσιες σαράντα οκτώ ταβέρνες και καπηλειά. Στις αρχές του 19ου αιώνα σ” όλο το μήκος της οδού που θα ονομαστεί αργότερα Εγνατία υπήρχαν υπόγειες ταβέρνες, που σ” αυτές έπιναν τα ρακιά τους οι Τούρκοι για να μη τους βλέπουν οι ραγιάδες. Για τις ταβέρνες που ήταν γύρω από την Καμάρα, η παράδοση αναφέρει ότι οι ιδιοκτήτες τους ξεμονάχιαζαν τους γενίτσαρους, τους μεθούσαν και τους έριχναν στους βόθρους. Θα πείτε: γιατί οι ταβερνιάρηδες, κατά κανόνα άνθρωποι αγαθοί, γίνονταν φονιάδες; Η αφόρητη τρομοκρατία που ασκούσαν οι γενίτσαροι και η εκμετάλλευση των χριστιανών είχε ξεπεράσει κάθε όριο και οι ραγιάδες, μη μπορώντας να τους πολεμήσουν τους Τούρκους μ” άλλο τρόπο, τους εξαφάνιζαν ρίχνοντάς τους στους βόθρους των μαγαζιών τους χωρίς ν” αφήνουν ίχνη.

Όλο Παράσιτα και Εμβατήρια στη Σαλονίκη

Η ιστορία δύο νέων φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, της Αυγής και του Νικόλα, που γνωρίζονται λίγο πριν το πραξικόπημα της χούντας των Συνταγματαρχών το 1967. Στο ταξίδι αυτό, που ξεκινάμε με όχημα τον έρωτα, συναντούν παλιούς κατοίκους της πόλης, γηγενείς και πρόσφυγες, αλλά και συνοικίες, δρόμους και πλατείες, μνημεία και σύμβολα, μπουάτ και ταβέρνες, καθώς και τον απόηχο από παλιές χαμένες επαναστάσεις και επαναστάτες.

Τα Καφενεία της Παλιάς Θεσσαλονίκης

Η ζωή των Σαλονικιών, οι χαρές και οι λύπες τους, οι αγώνες και οι αγωνίες τους περιγράφονται χωρίς φιοριτούρες και ψευτοπατριωτικές εξάρσεις που είναι πάντα ύποπτες – κι από τον τρόπο της περιγραφής αποκαλύπτεται ο μικρός ή μεγάλος ρόλος που έπαιξαν τόσο οι επώνυμοι όσο και ο απλός κόσμος σε γεγονότα που σημάδεψαν την τύχη της πόλης, της Μακεδονίας και όλης της Ελλάδας.

Τα Σχολεία της Θεσσαλονίκης (μέχρι το 1944)

Δημοτικά σχολεία, γυμνάσια, δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, ελληνικά και ξένα, τα πρώτα φροντιστήρια. Ιστορικά στοιχεία και αναμνήσεις του συγγραφέα, δίνουν μια εικόνα της παιδείας στην πόλη μας μέχρι το 1944.

Τι Απέγιναν οι Εβδομήντα Χιλιάδες Εβραιοι της Θεσσαλονίκης; Η Σιωπή είναι Αβάσταχτη

Η Ανριέτ Ασεό δεν έχει ζήσει τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Οι δικοί της πάλι, δεν της μιλούν καθόλου για το τι έγινε τότε. Σιγά σιγά, μεγαλώνοντας, ανακαλύπτει την αλήθεια. Μόνο μετά από χρόνια φτάνουν οι επιζήσαντες των στρατοπέδων σ’ ένα σημείο, στο οποίο η σιωπή είναι αβάσταχτη.
Σ’ αυτό ακριβώς το συμπέρασμα καταλήγουν οι συγγραφείς Χόρχε Σεμπρούν και Ελί Βίζελ, που συζητούν το έτος 1995. Πριν από πενήντα χρόνια, ήταν και οι δυο κρατούμενοι στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μπούχενβαλντ, ως αντιστασιακός ο πρώτος, ως εβραιόπουλο ο δεύτερος. Στη συζήτησή τους προσπαθούν να διασαφηνίσουν τι έζησαν, τι είδαν, τι ένιωσαν και τι κατάλαβαν.

Το Θέατρο στην Παλιά Θεσσαλονίκη

Από το 1870 μέχρι το 1944, η θεατρική παιδεία και η θεατρική κίνηση στη Θεσσαλονίκη συμβαδίζει με τη γενική ιστορική πορεία της πόλης. Την ιστορία αυτών των εβδομήντα πέντε χρόνων αφηγείται το βιβλίο αυτό. Καταγράφει λεπτομερειακά τους θιάσους που πέρασαν από την πόλη, τους ηθοποιούς που τους απάρτιζαν, τα έργα που παρουσίασαν, καθώς και τις θεατρικές αίθουσες της πόλης, σε συνδυασμό με τα γενικότερα ιστορικά γεγονότα της περιόδου.

1 2
Filter by Product Authors
(π.) Καλλιανός Ν. Κωνσταντίνος
Adnan Etel
Arendt Hannah
Asseo Henriette
Bergson Henri
Chaucer Geoffrey
Debord Guy
Dostoevsky Fyodor
Dujardin Édouard
Enriquez Eugene
Forgacs Eva
Frisby David
García Calvo Agustín
Goya Francisco
Gravert Angelika
Grosz George
Haroche Claudine
Illich Ivan
Jacques Ellul
Jan Neruda
Jarry Alfred
Jean Baudrillard
Jerry Brown
Jorge Semprun
Jorn Asger
Juan Goytisolo
Kafka Franz
Karl Heinz Roth
Karl Polanyi
Kazimir Malevich
Kenneth Clark
Lasch Christopher
Lewis Mumford
Lipovetsky Gilles
Lola Olufemi
Louis-August Blanqui
Malatesta Errico
Manfred Chobot
Marc Ferro
Marcel Cohen
Marcuse Herbert
Marie-Luise Berneri
Mark Rothko
Martin Buber
Martin Jay
Mattei E. Clara
Mendelsohn Erich
Moya Castellanos Horacio
Nathalie Zaltzman
Neumann Franz
Norman Cohn
Novac Ana
P. Risal (Joseph Nehama)
Patrick Brantlinger
Paul Lafargue
Paul Virilio
Paulus Joseph Georg
Peter Gay
Peter Lehmann
Pier Paolo Pasolini
Pyotr Kropotkin
Retzer Arnold
Richard Sennett
Riesman David
Roberta Sassatelli
Russell Jacoby
Sabato Ernesto
Serge Tisseron
Shahram Khosravi
Speck Dimitri
Sumanac Brana
Thomas Bernhard
Thompson E.P.
Trakl Georg
Tzvetan Todorov
Vallejo Fernando
Weiss S. Allen
Wiesel Elie
William James
Zygmunt Bauman
Άγγελος Π. Σερέτης
Αδάμ Δράγας
Αλέκος Γρίμπας
Αλέξανδρος Γραμματικός
Αλέξανδρος Κοσματόπουλος
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Αλιπράντης Α. Χρίστος
Αναστάσιος Μαργαριτόπουλος
Ανθή Χαραλάμπη
Άννα Βιδάλη
Άννα Στεφούλη
Αντρέας Τσάκαλης
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
Απόστολος Κιλεσσόπουλος
Απόστολος Λυκεσάς
Αργύρης Παυλιώτης
Άρης Παπάζογλου
Αριστοτελίδης Παναγής
Άρτεμις Βακαλέρη-Παναγιωτοπούλου
Αρχοντούλα Διαβάτη
Βαγγέλης Βανταράκης
Βαλεντίνη Χρ. Καμπατζά
Βασίλης Δ. Κουκορίνης
Βασίλης Τομανάς
Βασιλική Νευροκοπλή
Βασιλική Στεργίου
Βασιλόπουλος Π. Περικλής
Βίκυ Δράκου
Βίκυ Φαλάρα
Βίλλη Στελλάκου
Γεωργία Βλάσση
Γεωργία-Ειρήνη Κύρου
Γεωργιάδης Πόλυς
Γεώργιος Χατζηκωνσταντίνου
Γιάννης Γ. Μασμανίδης
Γιάννης Ζήκας
Γιάννης Καισαρίδης
Γιώργος Λεπενιώτης
Γιώργος Φαρσακίδης
Γιώργος Χουρμουζιάδης
Γιώτα Κραβαρίτου
Γλαύκη Γκότση
Γούτας Παναγιώτης
Δέσποινα Θ. Ξιφιλίδου
Δέσποινα Λέφα
Δήμητρα Ε. Παπουτσάκη
Δημήτρης Ζάβρας
Δημήτρης Κόκορης
Δημήτρης Λάλλας
Δημήτρης Τζελέπης
Δημήτρης Τσινικόπουλος
Δημοτζίκη Φωτεινή
Διονύσης Στεργιούλας
Διονύσιος Βάγιας
Έλενα Ψαραλίδου
Εμμανουηλίδου Άννα
Έρη Κασίμη
Ευανθία Τσιούκαρη
Ευστράτιος Τζαμπαλάτης
Ζαφειρία Τζίντζα
Ζηνοβία Σαπουνά
Ζήσης Παπαδημητρίου
Ζήσης Σαρίκας
Ζωή Καλαφάτη
Ζωή Καραπατάκη
Ζωή Χατζησταύρου
Θεοκλής Καρανέλης
Θωμάς Κοροβίνης
Ι. Π. Βογιατζής
Ίβυκος Κ.
Ιγνάτης Χουβαρδάς
Ιορδάνης Στυλίδης
Ιωάννης Δρακιώτης
Κατερίνα Τσιάνα-Πανταζίδου
Κατερίνα Φιλίππου-Ρόδη
Κέλλυ Πάλλα
Κοσμάς Σπυρίδων
Κωνσταντίνος Μοσχόπουλος
Κωνσταντίνος Παυλίτσας
Κωνσταντίνος-Καισάριος Δαπόντες
Κώστας Λάμπος
Κώστας Ν. Στρατηλάτης
Κώστας Τομανάς
Λαμπελέ Φούλα
Λένα Καλαϊτζή-Οφλίδη
Λέτσιου Στυλιανή
Μάγδα Χρυσοστομίδου
Μαίρη Κοτσελίδου
Μάκης Αγγελόπουλος
Μανόλης Λανάρης
Μάνος Νικολάου
Μάρα Βδοκιά
Μαρία Ιατρού
Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου
Μαρία Πάλλα
Μαρία Σαλαχώρα
Μαρία Σέκιου
Μαρία Τσιρωνά
Μαρίνος Παπαμαρινούδης
Μάριος Πουρκός
Μάρκος Καραγιάννος
Μιχαηλίδης Τάσος
Μιχάλης Ανεζίρης
Μιχάλης Αρβανίτης
Μιχάλης Σακελλαρίου
Μουρουζίδης Παύλος
Μπαλής Στέφανος
Μωυσής Μιχαήλ Μπουρλάς
Νικόλαος Μουτσόπουλος
Νικόλαος Μπινιάρης
Νικολάου-Βαλιούλη Σίσσυ
Νικόλας Γκιμπιρίτης
Νίκος Αργυρόπουλος
Νίκος Ηλιόπουλος
Νίκος Τακόλας
Νίκος Τζ. Σέργης
Νιρβάνας Παύλος
Ξενοφών Α. Κοκόλης
Ξενοφών Μαυραγάνης
Όλγα Κοτσελίδου
Ορφέας Λεοντίου
Οφλίδης Σίμος
Παλάσκας Γ. Σωτήρης
Πόταρη Σοφία
Σγουρός Στέλιος
Σερμέτης Τριαντάφυλλος
Σιδηροπούλου-Φαντίδου Φρειδερίκη
Σουφλέρης Σταμάτης
Σπανούλη Ρίτα
Συλλογικό
Τραπεζανλίδης Σωτήρης
Τριανταφυλλίδης Παύλος
Τσολάκης Χρίστος
Φλόκα Χριστίνα