Ξενοφών Μαυραγάνης

Ο Ξενοφών Ε. Μαυραγάνης, γεννήθηκε στο Πλωμάρι το 1940, όπου και έμαθε γράμματα. Πέθανε τον Μάρτιο του 2023 μετά από μάχη του με σοβαρά προβλήματα υγείας.
Εργάσθηκε ως δικηγόρος και δημοσιογράφος σε διάφορες εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας και ως διευθυντής ραδιοφωνίας Βορείου Ελλάδος της ΕΡΤ 1989-1991.
Στέλεχος των αγώνων του 114 και του 15%, μέλος του Δ.Σ. της ΦΕΑΠΘ, υπερασπιστής διωκόμενων από τη Χούντα και συνήγορος πολιτικής αγωγής βασανισθέντων από τα όργανά της.
Ενταγμένος στην Αριστερά, μέλος της Δ. Ν. Λαμπράκη, αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας της του Γρηγόρη Λαμπράκη, διετέλεσε Δημοτικός σύμβουλος Καλαμαριάς στα χρόνια 1979-1991, εμμένοντας σε μια Αριστερά που μέχρι το τέλος της ζωής του την αναζητούσε.
Νομικός σύμβουλος του ΚΘΒΕ και της ΕΣΗΕΜΘ.
Μέλος της ΕΣΗΕΜΘ (Πρόεδρος του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου) και της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκη.
Τιμημένος για το λογοτεχνικό του έργο με το βραβείο ΜΑΡΚΙΔΕΣ-ΠΟΥΛΙΟΥ του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΜΘ.
Πρόεδρος της ΛΕΣΧΗΣ ΠΛΩΜΑΡΙΟΥ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Ο ΛΕΣΒΙΟΣ, από το 2007 έως το 2019. Αρθρογράφος σε εφημερίδες και ιστότοπους της Μυτιλήνης και της Θεσσαλονίκης. Διηγήματα και ποιήματά του είναι δημοσιευμένα στο «Λεσβιακό Ημερολόγιο», τα λογοτεχνικά περιοδικά ΕΝΕΚΕΝ και ΦΕΥΘ και στα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά ΦΡΕΑΡ, ΦΡΑΚΤΑΛ, ΙΣΤΟΛΟΓΟΦΟΡΟΣ.
Παντρεμένος με τη φυσικό Έφη Τσαπαρδώνη, πατέρας τριών παιδιών και παππούς έξι εγγονών.

Author's books

Ανισαμιά

Αέναες διαδρομές στον χώρο και στον χρόνο. Αναμνήσεις και αφηγήσεις απ’τον γενέθλιο τόπο, αναπολήσεις, εμπειρίες ζωής απ’ τον τόπο που έζησε, ιστορίες που έρχονται και επανέρχονται, ανθρώπινες φιγούρες, ικανοποιήσεις, απογοητεύσεις, ένα ασταμάτητο flash back, με μετανάστες, άρχοντες και μεροκαματιάρηδες, ανθρώπους αφιερωμένους στις ιδέες τους, κυνηγημένους, αλλά και δόλιους τρυγητές καρπών που δεν τους ανήκαν. Πλωμάρι Λέσβου – Θεσσαλονίκη. Όλα ή σχεδόν όλα σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, αναζητώντας τη λύτρωση με μια βαθιά ανάσα, μια ΑΝΙΣΑΜΙΑ, δίνοντας ίσως την ευκαιρία στον αναγνώστη να ανιχνεύσει σταγόνες αισιοδοξίας για το μέλλον.

Εφτά και Κάτι Νύχτες

Μερικούς μήνες πριν την απριλιανή δικτατορία του 1967 ένας λοιπός οπλίτης φθάνει σε στρατόπεδο της Λαμίας, για να ζήσει από πρώτο χέρι, έξω από τις γνωστές συνθήκες μιας στρατιωτικής θητείας, και όσες άλλες συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός του ως Β, δηλαδή υπόπτων εθνικών σκέψεων και διαθέσεων.
Στα δυο χρόνια που ακολουθούν θα μετάσχει στην “εθνική επανάσταση” της 21ης Απριλίου, θα πληροφορηθεί μέσα από τη λαθραία ανάγνωση του φακέλου του την εθνοπροδοτική δράση του και στη συνέχεια, ως δημοσιογράφος πλέον, θα ζήσει την κοινωνική και πολιτική ζωή της δικτατορίας στη Θεσσαλονίκη, διαπιστώνοντας τελικά πόσο λίγοι έως ελάχιστοι ήταν όσοι έδωσαν εκ του συστάδην τη μάχη εναντίον της. Σημειώνοντας και τις εκκωφαντικές απουσίες. Θα παρακολουθήσει και θα περιγράψει τις δίκες των αντιστασιακών και θα αξιωθεί να δει τιμώμενους από την Πολιτεία όλους ή σχεδόν όλους όσοι στήριξαν ή βοήθησαν τη δικτατορία.
Παρακολουθεί και καταγράφει τις διεργασίες στον κοινωνικό και στον φοιτητικό χώρο, τις μέσω της Τέχνης αντιστασιακές εκδηλώσεις, τη συμμετοχή του λαού στη σύνταξη του πρώτου χουντικού συντάγματος του 1968, τις εσωτερικές αντιθέσεις του εσμού του παρακράτους, που φθάνει να αυτοκαταγγέλεται κατονομάζοντας τον δολοφόνο του Γρηγόρη Λαμπράκη. Αποδίδοντάς τον οι μεν στους δε.
Στις ιστορίες που συνθέτουν το μυθιστορηματικό χρονικό της εφτάχρονης δικτατορίας λίγες είναι αυτές που δικαιώνουν τον αγώνα των λίγων, εκλεκτών, όμως, αντιπάλων της. Εμμένοντας, παρ’ όλ’ αυτά, σε όσα στη νεότητά του ασπάστηκε, παραμένοντας πάντα λοιπός οπλίτης.

Η Μεγάλη Αναβροχιά

Ανάμεσα στη Λέσβο, και πιο ειδικά στο Πλωμάρι του, και στη Θεσσαλονίκη, βίωσε, φαντάσθηκε ή επινόησε ιστορίες και παραμύθια που συγκίνησαν τον γραφιά αυτών των κομματιών.
Οι φτωχοί απόμαχοι της ζωής, που βρήκαν τρόπο να διασκεδάσουν τον επερχόμενο θάνατο στις απάνθρωπες συνθήκες της κρίσης, ο νέος ξενιτεμός των βλασταριών της ελληνικής επαρχίας, η δυστυχία και η πάλη για ζωή των νεοπροσφύγων, οι λιτανείες για τον εξανθρωπισμό του Θείου, αγιορείτικες αλλά και λεσβιακές περιηγήσεις, ερωτικές φαντασιώσεις, με τα κατάλοιπα της ανίκητης κυριαρχίας της βαθιάς συντηρητικής αντίληψης, συνθέτουν ένα πανόραμα της κοινωνικής μας πραγματικότητας των τελευταίων εξήντα χρόνων, που αποτυπώνονται σ’ αυτήν τη συλλογή διηγημάτων.

Πάντα Ξένοι

Το καλοκαίρι του 2015 στη Λέσβο έφταναν καραβιές προσφύγων και μεταναστών που κατέκλυσαν τα πάντα. Η προκυμαία της Μυτιλήνης και όλες οι παραλίες του νησιού γέμισαν με χιλιάδες δυστυχισμένους ανθρώπους που ζητούσαν να ξεφύγουν από τον φόβο και τον αφανισμό που τους απειλούσε στις πατρίδες τους.
Τότε αναπτύχθηκε ένα τεράστιο κίνημα αλληλεγγύης, στο οποίο μετείχε η συντριπτική πλειονότητα των Λεσβίων, που είχε ως αποτέλεσμα να προταθεί η Λέσβος, και κυρίως οι τρεις γιαγιάδες της Σκάλας Σκαμνιάς που απέσπασαν τον παγκόσμιο θαυμασμό, για το βραβείο Nobel Ειρήνης, που δυστυχώς δεν το πήραν.
Σταδιακά, όμως, από λίγους στην αρχή ανθρώπους, που πολλοί απ’ αυτούς θησαύριζαν από την παρουσία των προσφύγων, δημιουργήθηκε ένα ξενοφοβικό κίνημα με συνθήματα που ήθελαν να πείσουν τον κόσμο, και δυστυχώς έπεισαν πολλούς, πως όλοι αυτοί ήρθαν να μας αλλάξουν την πίστη, να ετοιμάσουν την υποταγή μας στην Τουρκία, να μας κλέψουν τις δουλειές μας. Οπότε θυμήθηκα αυτό που έγραψε ο Σεφέρης (πρόσφυγας κι αυτός) στο έργο του Έξι νύχτες στην Ακρόπολη: “Έφυγαν απ’ τη Σμύρνη. Όταν βγήκαν στη Χίο, μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα τα πάντα έκλεισαν μονομιάς. Αυτός με τη γυναίκα του στο κοπάδι. Το μωρό έξι μέρες να τραφεί, έκλαιγε, χαλούσε τον κόσμο. Η μάνα ζητά νερό. Από ένα σπίτι τέλος πάντων αποκρίνονται: “Ένα φράγκο το ποτήρι”. Κι ο πατέρας διηγείται: “Έφτυσα μέσα στο στόμα του παιδιού να το ξεδιψάσω”.
Αυτή η ελεεινή συμπεριφορά, μαζί και άλλες ιστορίες που άκουσα για την υποδοχή των προσφύγων στο νησί μου, με έκαναν να μετάσχω στον θρήνο της εκατονταετηρίδας από τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τις προγονικές τους μικρασιατικές εστίες, γράφοντας λίγες ιστορίες γι’ αυτά. Απλώς για να θυμόμαστε όλοι.

Προς το Παρόν Υγειαίνω

Ένας δωδεκάχρονος εσωτερικός μετανάστης το 1912, στη χώρα που γεννήθηκε, αγωνιά να προσδιορίσει την ταυτότητά του. Είναι Έλληνας χριστιανός σε ξένη χώρα, είναι Οθωμανός, Έλλην το γένος και Χριστιανός το θρήσκευμα; Ποιας χώρας το όπλο θα κρατήσει; Υπαρξιακά ερωτήματα, που προσπαθούν να βρουν απάντηση. Ένας αγιορείτης καλόγερος, σχοινοβατεί μια ολόκληρη ζωή ανάμεσα στη βαθιά πίστη και αφοσίωσή του στην Παναγία και στο ακατασίγαστο πάθος του για τη γυναίκα και τον έρωτα. Ένας παλαίμαχος ναυτικός, κατασκευάζει μια πλώρη στο βουνό για σπίτι του, κατάντικρυ σ’ αυτήν που του πήρε και του τα ’δωσε όλα, τη θάλασσα. Ένας νέος αριστερός δικηγόρος χάνει αναπάντεχα μέσα από τα χέρια του μια μεγάλη κομματική και επαγγελματική επιτυχία. Σκλαβωμένοι στους Γερμανούς χωρικοί προσπαθούν μέσα από λογοκριμένα γράμματα να επικοινωνήσουν με τα ξενιτεμένα και χαμένα αδέρφια τους. Βαθιά ανθρώπινες ιστορίες, που περνούν δίπλα μας χωρίς καν να τις υποπτευόμαστε.

Το Ουζερί

Εξ αρχής θεωρήθηκε ως χώρος μακράν της αξιοπρεπούς διαβιώσεως των φρονίμων και σοβαρών νοικοκυραίων κείμενος, ως τόπος απαγορευμένος για εμφορούμενους από υγιείς αρχές ανθρώπους, δηλαδή, μ’ ένα λόγο, ως τόπος απώλειας ψυχών της μικρής μας πόλης. Ίσως και γι’ αυτό, όταν ένα χειμωνιάτικο Σαββατόβραδο άνοιξε τις πύλες του, δεν πραγματοποιήθηκε ο κατά τα ειωθότα καθιερωμένος αγιασμός, για να πάνε καλά οι δουλειές. Το αν κλήθηκε και αρνήθηκε (απίστευτο, πάντως) να παρευρεθεί ιερέας ή δεν κλήθηκε παντάπασιν, δεν έγινε γνωστό. Το σίγουρο είναι πως μέχρι εκείνη τη στιγμή, αρχές Φεβρουαρίου του 1952, τέτοιο μαγαζί δεν είχαμε ξαναδεί. Και μάλιστα με το παράξενο για μας όνομα ΟΥΖΕΡΙ.

Ψάρι με Κεφάλι και Ουρά

Ψάρι με κεφάλι και ουρά. Έτσι επιγράφεται η νέα συλλογή διηγημάτων του Ξενοφώντα Μαυραγάνη, Προέδρου της Λέσχης Πλωμαρίου Βενιαμίν ο Λέσβιος, που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό απ τον εκδοτικό οίκο «Νησίδες». Από τα 25 διηγήματα, τα περισσότερα αφορούν πρόσωπα του παλιού Πλωμαριού, ενώ τα υπόλοιπα εστιάζουν σε ιστορίες που έχουν να κάνουν με τη σύγχρονη μετανάστευση. – Το βιβλίο διαβάζεται -«ρουφιέται», καλύτερα- απνευστί. Και λόγω της αφηγηματικής δεινότητας του συγγραφέα, αλλά και λόγω της γλώσσας, που ρέει αβίαστη και φυσική, αλλά ταυτόχρονα και υπέροχα ποικιλμένη με λογής-λογής τύπους της καθαρεύουσας και της πλωμαρίτικης «διαλέκτου». – Ο Ξ. Μαυραγάνης περιγράφει ιστορίες ανθρώπων, για την ακρίβεια περιπέτειες ζωής. Επειδή όμως κάθε ατομικός βίος είναι ταυτόχρονα και μια πτυχή του συλλογικού γίγνεσθαι, μας παραδίδει τελικά μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τοιχογραφία του παλιού Πλωμαριού. Οι ιστορίες της ζωής των ηρώων του γίνονται ο καμβάς πάνω στον οποίο κεντά με καταπληκτική δεινότητα χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας και λεπτομέρειες μιας ζωής που ήταν στοιχημένη σε πολύ διαφορετικούς αξιακούς κώδικες απ τους σημερινούς. Πίσω απ τις περιγραφές του Ξ. Μαυραγάνη θα διακρίνει κανείς, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, τον καημό του μετανάστη, τον ψυχισμό του θαλασσινού, τις αυστηρές αρχές του παλιού οικογενειάρχη, τη σύγκρουση των νοοτροπιών ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές, τα γνωστά πάθη των ανθρώπων, πριν η ομοιογενοποίηση των τελευταίων δεκαετιών τούς ισοπεδώσει. -Κάθε διήγημα μοιάζει με μια μεστή φιλμική αφήγηση. Ο συγγραφέας εστιάζει στο καίριο και το ουσιώδες, παραλείποντας το αυτονόητο και το τετριμμένο. Έτσι καταφέρνει, κάνοντας άλματα στον χρόνο, να φτιάχνει ιστορίες που δεν κουράζουν, αλλά παρασέρνουν τον αναγνώστη σε ένα μαγευτικό ταξίδι με απανωτά φλασ-μπάκ. Αυτές οι συνεχείς «βουτιές» στο χθες δίνουν στον συγγραφέα την ευκαιρία να φωτίσει στοιχεία, κοινωνικές δομές, διατρωματώσεις, εθιμικές πρακτικές, οικονομικές δοσοληψίες, επαγγελματικές συνήθειες του χθες. Όλα τα παραπάνω αποτελούν το φόντο των ιστοριών του και αποκαλύπτουν μια ζώσα και παλλόμενη ιστορική πραγματικότητα, εντυπωσιακά ελκυστικότερη από τις «κατεψυγμένες» εικόνες που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας ιστορικές αναφορές, άγευστες, εγκλωβισμένες σε ημερομηνίες και γεγονότα. – Φυσικά, δεν λείπουν και οι επώνυμοι πρωταγωνιστές. Ο συγγραφέας εντάσσει στα διηγήματά του και σημαντικά ιστορικά γεγονότα -άγνωστα στους πολλούς- με χαρακτηριστικότερο τη συνάντηση του Πλωμαρίτη καπετάνιου Πούλια (που προστάτευε τα νότια παράλια του νησιού απ τις επιδρομές των Ψαριανών πειρατών) υπό τις διαταγές του Τούρκου κυβερνήτη της Λέσβου Κουλαξίζ Αγά, και του Κ. Κανάρη, που μαζί με τον Παπανικολή ήταν τα πρωτοπαλλήκαρα των επιθέσεων των Ελλήνων κατά του τουρκικού στόλου στην επανάσταση του 1821. Η συνάντηση γίνεται μυστικά, με στόχο ο Πούλιας να φύγει απ τον Κουλαξίζ Αγά και να ενώσει τις ναυτικές δυνάμεις του μ εκείνες των επαναστατημένων Ελλήνων. Το περιστατικό που περιγράφεται είναι απ τα πιο ενδιαφέροντα του βιβλίου και δείχνει πόσο δύσκολο είναι να χωρέσει η ιστορία σε απλουστευτικά δίπολα και πόσο σύνθετη παρουσιάζεται πολλές φορές η πραγματικότητα. – Για όλα τα παραπάνω, και για πολλά άλλα που δεν επαρκεί ο χώρος ν αναφέρουμε, το Ψάρι με κεφάλι και ουρά είναι ένα βιβλίο που τιμά τα λεσβιακά γράμματα και ξεχωρίζει μέσα στον καταιγισμό των εκδόσεων, και αξίζει να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί αφού, πέρα απ τη λογοτεχνική του αξία, αποτελεί και πολύτιμη λαογραφική και ιστορική παρακαταθήκη. (Χριστίνα Βογιάννη, Τα ΝΕΑ της Λέσβου, Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011)