Ο Σωσίας του Νεκρού Αδερφού
Στο “Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου” ένας νέος δολοφονείται από παρανόηση, επειδή μοιάζει καταπληκτικά με κάποιον άλλο. Ο φόνος αναπαράγεται κατοπτρικά στο τέλος της ιστορίας, πάλι βασισμένος σε παρανόηση. Πριν από τον φόνο αυτόν, ανάλογοι φόνοι (ή κατ’ επίφαση φόνοι) διαπράττονται κατά συρροή σε άλλους τόπους, σε άλλα, ξενόγλωσσα κείμενα, σε συνδυασμό με ανάλογες παρεξηγήσεις, αντικαταστάσεις προσώπων, διχασμούς προσωπικοτήτων, κλεμμένες σκιές και χαμένα είδωλα. Όλος αυτός ο φασματικός κόσμιος των αναδιπλασιασμών -εκτόνωση του άγχους που προκαλεί η επέλαση του βιομηχανικού εφιάλτη αλλά και η ανακάλυψη του ασυνείδητου- συνυπάρχει στις περισσότερες περιπτώσεις με τον θάνατο. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι και τα έξι διηγήματα του Βιζυηνού είναι μελέτες θανάτου, με εστίαση κάθε φορά σε διαφορετική δεσπόζουσα. Ακόμα και το “Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως”, όπου κανείς δεν πεθαίνει βιολογικά, υπαινίσσεται έναν συναισθηματικό θάνατο. Το συγκεκριμένο διήγημα, πάντως, ακολουθεί στερεοτυπικά τη σχετική παράδοση, υποβάλλοντάς την ταυτόχρονα σε επανεξέταση υπό την πίεση του ρεαλιστικού αιτήματος του καιρού του. Υπ’ αυτές τις συνθήκες το θέμα του σωσία αξιοποιείται επιπλέον ως όργανο διερεύνησης του σπουδαιότερου (κατά πολλούς, του μοναδικού) θέματος της λογοτεχνίας, του θανάτου, ως ρητορικό στρατήγημα για την άρθρωση του ανείπωτου.