Απόστολος Κιλεσσόπουλος

Ζωγράφος, συγγραφέας, σκηνοθέτης, σκηνογράφος, ο Απόστολος Κιλεσσόπουλος σπούδασε στη Γερμανία, στην Ιταλία και στην Αθήνα, αρχιτεκτονική, σκηνοθεσία θεάτρου-όπερας, κινηματογράφο. Υπότροφος της ιταλικής κυβέρνησης στη Ρώμη και του Ιδρύματος Fulbright στο Σικάγο. Δίδαξε κινηματογράφο στη Σχολή θεάτρου- κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, ζωγραφική ιδιωτικά και σε σεμινάρια διαφόρων ιδρυμάτων. Ζωγράφισε τις δυο μεγαλύτερες τοιχογραφίες στην Ελλάδα: εξωτερική, στο αμφιθέατρο της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ., και εσωτερική, στο κτήριο διοίκησης του Α.Π.Θ. Έχει πραγματοποιήσει πολλές ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τις Η.Π.Α., και έχουν κυκλοφορήσει εκδόσεις τέχνης για το έργο του. Δίνει διαλέξεις για το έργο του και για γενικότερα θέματα τέχνης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει φιλοτεχνήσει λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές εκδόσεις. Δημοσιεύει δοκίμια και μελέτες του σε περιοδικά λόγου και τέχνης από το 1987.

Author's books

Οι Αβάσταχτες Κυριακές της Ζωγραφικής

Ακόμη και σήμερα, ζωή και τέχνη μοιράζονται κάποιο μεγαλείο, αραιά και πού. Κατά πως φαίνεται, το έχουμε ανάγκη. Συχνότερα αλληλοδανείζονται μιζέρια, μετριότητα, οδύνη, αλλά και την εκατέρωθεν αδιαφορία, κι ακόμη πιο πολύ την περιφρόνηση. Συγκοινωνούντα δοχεία ή, αντιθέτως, απομονωμένα νεφελώματα, παθητικοί εραστές ή θανάσιμοι εχθροί, ανακαλύπτουν τη διαλεκτική της σύνθεσης και της ανάλυσης, και μολοντούτο παρασύρονται από την έλξη του Μηδενός που, αν κοιταχτεί απ’ το πλάι γίνεται γραμμή, ενώ η περιδίνησή του το καμπυλώνει σε ένα πλαγιασμένο οχτώ. Μηδέν και άπειρο, το ένα μολύνει το άλλο. Συνθέτουν ένα ερωτηματικό Εν-Τίποτα που αδυνατεί να εποπτεύσει τον εαυτό του. Εμείς, τα κατ’ εικόνα και ομοίωση σπαράγματά του, περιέχουμε τις αρχές και τα συστατικά του, αν και όχι πάντα στο ποσοστό που μας αναλογεί, και πλανιόμαστε εδώ κι εκεί. Παρ’ ότι η εικόνα αυτή πιθανόν να προκαλεί την αποδοκιμασία ενός κάποιου θεολόγου ή κοσμολόγου της ρουτίνας, δεν παύει να παραμένει σφηνωμένη στην καρδιά του σύμπαντος, το οποίο αναλαμβάνουν κι εκείνοι να μελετήσουν όπως κι όσο δύνανται. Όταν προσυπέγραφαν το συμβόλαιο, γνώριζαν, και ο ένας και ο άλλος, πως η τέχνη δεν αναφερόταν στα περιεχόμενά του. Το άγραφο πνεύμα όμως του συμβολαίου -στο οποίο εκείνοι δεν είχαν πρόσβαση- ήταν μια ανυπέρβλητη καλλιτεχνική σύλληψη.

Το Αίνιγμα της Τέχνης Αντιστοιχεί στο Αινιγμά που Είναι ο Άνθρωπος

Αν δεχθούμε ότι ο άνθρωπος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της φύσης, μάλιστα ένα συνειδητό της μέρος. Αν δεχθούμε πως η συνειδητότητα αυτή τον διαχωρίζει ταυτόχρονα από τη φύση δημιουργώντας του νέα πεπρωμένα, τότε το ερώτημα της καλλιτεχνικής έκφρασης τίθεται σοβαρά, ταυτίζεται δηλαδή με τα πρωταρχικά ερωτήματα του ανθρώπου. Η ταύτιση και η ταυτόχρονη απόστασή μας από τη φύση δημιουργούν μια ρωγμή, μια σχάση. Ίσως, το πρώτο αίτιο της ανάγκης για έκφραση να ξεπηδά μέσα από αυτή τη ρωγμή, θέλοντας πρώτα να τη δηλώσει, μετά να τη γεφυρώσει.

Το Κενό Ανάμεσα

Σηκώθηκε, την πήρε απ’ το χέρι, την τράβηξε στο μπαλκόνι. «Κοίτα ψηλά, τι βλέπεις;» τη ρωτά. «Τον ουρανό, τι άλλο; Ασυννέφιαστος σήμερα, πεντακάθαρος», απαντά η Ελένη σα μικρό παιδί στον δάσκαλο που το παίζει παιδί. Ο Πανώρας χαμογελά, περνά το χέρι στον ώμο της, της ψιθυρίζει στο αυτί σαν ερωτευμένος στην πρώτη του εξομολόγηση: «Αν δεν γνωρίζαμε την ανέφελη νύχτα, αν βλέπαμε μόνο το γαλάζιο που μας σκεπάζει, δεν θα μαθαίναμε ποτέ πως πέρα απ’ αυτό απλώνεται το άπειρο, οπότε δεν θα είχαμε μέτρο να μετρηθούμε ούτε να μετρήσουμε παρά μόνον εκείνο του μικρόκοσμού μας, ο οποίος, χωρίς αμφιβολία, περιέχει κι αυτός όχι μόνο τη γεύση μα και τη δομή του απείρου, πώς αλλιώς. Μόνο που δίχως την πλήρη εικόνα είναι αδύνατο να εννοήσουμε καλά ακόμα κι αυτό. Μηρυκάζουμε βέβαια τα λόγια του ποιητή που λέει πως είμαστε φτιαγμένοι απ’ το υλικό των ονείρων, ενώ δεν μας πάει ο νους στο γεγονός πως και τα όνειρα είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό, πες το αστερόσκονη, απ’ την οποία είμαστε φτιαγμένοι.» Την κοίταξε στα μάτια: «Παρ’ όλη την προσπάθεια να σε παρασύρω στο σύμπαν, βλέπω πως σκάλωσες στη σκόνη, σ’ ενοχλεί η λέξη, έστω και ως δεύτερο συνθετικό της ποιητικότατης αστερόσκονης. Όμως, ό,τι ξεστόμισα το έκανα για να ενθαρρύνω τον από δική μου υπαιτιότητα πληγωμένο ιδεαλισμό σου, όσο και για να υποκλιθώ μπροστά του. Είχα λησμονήσει πως ο εγκέφαλος λειτουργεί σύμφωνα με τον τρόπο που δραστηριοποιείται το σύμπαν, μέχρι που σήμερα, πρωί-πρωί με την αυγούλα, επέστρεψαν τα λόγια στον νου μου, λόγια ενός άλλου, όχι δικά μου.»