Ο βυθός και οι όχθες του Αμαζονίου αλλά και των νησιών αλλάζουν. Θα ακολουθούμε τις καμπές του ποταμού. Θα ταξιδεύουμε κοντά στις όχθες του ποταμού όπου το ρεύμα είναι λιγότερο ισχυρό, αυτό είναι γενικός κανόνας. Πάντα να προσέχεις να μη χτυπήσεις κανένα κορμό δέντρου, γιατί είναι πρόβλημα. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που τα δέντρα είναι μισοβυθισμένα ή βυθισμένα τελείως γιατί έχουν απορροφήσει πολύ νερό, και με τις λάσπες γίνονται ακόμη βαρύτερα. Τότε, αν χτυπήσεις ένα τέτοιο δέντρο, μπορεί να κάνεις ζημιά στις προπέλες. Από ένα πέρασμα που περάσαμε σε προηγούμενο ταξίδι, μπορεί να μην περάσουμε στο επόμενο. Δημιουργούνται νησιά εκεί που δεν υπήρχαν.
Σε μία άφιξη στο Μανάους ο υποπλοίαρχος επισκέφθηκε την Όπερα, που εκείνη την εποχή επισκευαζόταν. Είχε χτιστεί στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μία εποχή που στο Μανάους υπήρχαν 16 χιλιόμετρα λεωφόρων και ηλεκτρικά τραμ, ενώ την ίδια εποχή στη Βοστόνη τα τραμ τα έσερναν ακόμη άλογα. Ο μοναδικός Καρούζο είχε τραγουδήσει το “Pagliacci”, και η θεϊκιά Άννα Πάβλοβα είχε χορέψει τη “Λίμνη των Κύκνων”. Όλος αυτός ο πλούτος παραγόταν από τη συλλογή του καουτσούκ. Οι εργάτες που μάζευαν το καουτσούκ, οι seringueros, ζούσαν μέσα στη φτώχεια.
Στην Boca da Valeria οι επιβάτες αγόραζαν αναμνηστικά από τους ελάχιστους ντόπιους. Εκεί ήταν πολύ ωραίο θέαμα τα ροζ δελφίνια του Αμαζονίου με το παράξενο κεφάλι. Ήταν άκακα. Αντίθετα με τον μύθο, τα πιράνχας δεν επιτίθενται όταν είναι πλήμμη, αλλά μπορεί να επιτεθούν όταν είναι ρηχία. Είναι μύθος ότι τα πιράνχας επιτίθενται μαζικά και τρώνε τα θύματά τους σε λίγα λεπτά.
Ο Φραντς Κάφκα [Franz Kafka (1883 – 1924)] γεννήθηκε στην Πράγα και ήταν γιος ενός εύπορου αυτοδημιούργητου τσεχοεβραίου εμπόρου. Αφού πρώτα σπούδασε για λίγα χρόνια φιλολογία και ιατρική, στράφηκε μετά στα νομικά. Εργάστηκε ως υπάλληλος σε εταιρεία κοινωνικών ασφαλίσεων στην Πράγα. Οι αποτυχημένες ερωτικές του ιστορίες, οι κακές σχέσεις με τον αυταρχικό πατέρα του, η άμεμπτη πνευματική του τιμιότητα και η σχεδόν παθολογική ευαισθησία του υπέσκαψαν την υγεία του. Τα “χρόνια της πείνας” στο Βερολίνο μετά το 1918 του έδωσαν τη χαριστική βολή. Πέθανε εκεί κοντά στην τελευταία του συντρόφισσα, Ντόρα Ντιαμάντ.
Έγραψε στα γερμανικά, μυθιστορήματα (τα ημιτελή Η δίκη, Ο Πύργος, Αμερική, που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του από τον φίλο του, Μαξ Μπροντ, από τον οποίο είχε ζητήσει να τα κάψει) και διηγήματα (από τα οποία ξεχωρίζει Η μεταμόρφωση). Σήμερα έχουν εκδοθεί και τα Σημειωματάριά του και οι επιστολές του (Γράμμα στον πατέρα, Γράμματα στη Μίλενα κτλ.).
Ο Κάφκα δεν ταξίδεψε ποτέ πιο πέρα από την κεντρική Ευρώπη. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα περιγράφει τις περιπέτειες του νεαρού Καρλ Ρόσμαν στις Η.Π.Α., όπως φαντάζεται τη μακρινή αυτή χώρα.
Η Κρύπτη είναι ένα υπόγειο θεατρικό εργαστήρι στη Θεσσαλονίκη όπου εκκολάπτονται νέοι ηθοποιοί. Ενώ ετοιμάζονται να ανεβάσουν το έργο Γυάλινος κόσμος του Τένεσι Ουίλιαμς με την καθοδήγηση του δασκάλου-σκηνοθέτη τους, παρακολουθούμε την εξέλιξη των αναζητήσεών τους, υπαρξιακών, κοινωνικών, πολιτικών, καθώς και τις αγωνίες τους με φόντο την κρίση της σύγχρονης εποχής. Οι ρόλοι χρησιμοποιούνται ως μέσο για να επηρεάσουν τις πραγματικές σχέσεις τους και, αντίστροφα, οι σχέσεις στη ζωή τους επηρεάζουν τους ρόλους που υποδύονται στο θέατρο.
Παράλληλα με τον κόσμο των ψευδαισθήσεων που υπαγορεύει το έργο, ανακαλύπτουν τις ψευδαισθήσεις στη ζωή τους. Έτσι, τα πρόσωπα που παίζουν ρόλο στην πραγματικότητα που βιώνουν, όπως μάνα, αδερφός, πατέρας, εραστής, είναι και τα αντίστοιχα περίπου των ρόλων τους στο έργο.
Η πλοκή, με ανατροπές στις συνθέσεις των προσώπων εντός και εκτός ομάδας, είναι το όχημα για την ανάλυση εννοιών, όπως το είναι-φαίνεσθαι, πρόσωπο-προσωπείο, μίμηση και, τέλος, η αναπαράσταση που αντιπροσωπεύει και την ουσία της Τέχνης.
Η σκέψη βάζει τη φαντασία και την πραγματικότητα να περπατήσουν μαζί στον ίδιο δρόμο. Καθώς προχωρούν, συνειδητοποιούν πως είναι δύο συνεργάτες, που άργησαν να γνωριστούν.
Ανακαλύπτουν πως έχουν πολλά κοινά: την ευκολία να δίνει η μία τη σκυτάλη της έκφρασης στην άλλη, αδιαφορώντας για το τέρμα και δίνοντας σημασία στη συνέχεια.
Την έλλειψη εγωισμού στη διεκδίκηση της τελευταίας φράσης, γιατί πιστεύουν ότι σε κάθε φράση πρέπει να δοθεί η ευκαιρία να δημιουργήσει τις δικές της συνθήκες· προϋπόθεση, για να βαδίσουν σε καινούργιους δρόμους.
Τον κύκλο, αγαπημένο τους σχήμα, όπου δεν υπάρχουν αριθμημένες θέσεις για την αρχή και το τέλος.
Τελικά πρόκειται για μια αναπόφευκτη γνωριμία, ικανή ν’ αφαιρέσει κάθε ενδοιασμό που ένιωθαν, όποτε υπήρχε ανάγκη ν’ ανταλλάξουν στοιχεία μεταξύ τους.
Άλλωστε, η δημιουργία δεν αποκλείει κανένα υλικό, όπως και η ζωή δεν αποκλείει κανένα πλάσμα.
“Εκείνο τον καιρό, είναι αλήθεια, οι χαρές ήταν πολύ λιγότερες από τις σκοτούρες. Μαζί με τη μάνα είχα την ευθύνη της οικογένειας. Δουλειά και πάλι δουλειά. Η μόνη χαρά που δεν ήθελα να στερηθώ ήταν να μαθαίνω να μαθαίνω καινούργια πράγματα. Γι’ αυτό, παρά το ξεθέωμα της μέρας, τα βράδια περνούσα από τα σοκάκια του χωριού και κοντοστεκόμουν στις αυλόπορτες ν’ ακούσω καμιά είδηση, ας ήταν και παλιά, εμένα μου ‘κανε.”
Ποιος ορίζει το μέτρημα του χρόνου; Ποιος θυμάται πόσο γρήγορα ή αργά άλλαξε ο κόσμος;
Οι ήρωες της Αναθύμησης αναμετριούνται με τη ροή των γεγονότων, τις εξελίξεις. Θυμούνται, ξεχνούν, διηγούνται, καταγράφουν. Μέσα από τις ζωές τους και τις εμπειρίες τους ξεδιπλώνεται και η ιστορία της Λάρισας και της περιοχής της τα τελευταία εκατό και κάτι χρόνια.
Πόσες αναμνήσεις χωράνε σε 65 χρόνια;
Ο Αλέκος Γρίμπας, ο νεότερος δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης πριν τη δικτατορία, έζησε από τα τρυφερά του χρόνια τη βία των κρατούντων, ξένων ή «φιλελλήνων», όταν η αυθαιρεσία είχε νόμιμο προσωπείο: Κατοχή, Εμφύλιος, Παλινόρθωση, Δικτατορία, Εξορία, Μεταπολίτευση. Κάθε εποχή ένα καρφί στη μνήμη, μια πληγή.
Στο βιβλίο του ο Αλέκος Γρίμπας επιλέγει αναμνήσεις. Με χιούμορ και με πίκρα, χωρίς μίσος. Σαν ναΐφ ζωγράφος, δεν σμιλεύει τον λόγο του, τον αφήνει αδρό, ανεπιτήδευτο.
Ο Αλέκος Γρίμπας έχει τιμήσει με τη φιλία του πολλούς από εμάς. Πιστός σύντροφος, αγνοεί την κακία. Ακόμη και την εναντίον του δίωξη για «προσβολή της μνήμης» του Κατοχικού φρούραρχου Θεσσαλονίκης την πέρασε με ευγένεια. Και ας του σκότωσαν τον πατέρα…
Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου κρύβει θησαυρούς. Όχι μόνο για την Αριστερά. Είναι ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλονίκης.
– Κλέαρχος Τσαουσίδης, φίλος του
Το βιβλίο του Κροπότκιν αποτελεί την κοινωνική ιστορία μίας ολόκληρης εποχής. Ο συγγραφέας μάς αφηγείται πώς ένας πρίγκιπας και υπασπιστής του τσάρου έφτασε να γίνει επαναστάτης και αναρχικός.
Οι αναρχικοί είναι εχθρικοί προς όλες τις θρησκείες (άρα και προς τον χριστιανισμό), αλλά και οι ευσεβείς χριστιανοί φρικιούν με την αναρχία, πηγή αταξίας και άρνησης των καθιερωμένων εξουσιών. Αυτές ακριβώς τις απλές και ακλόνητες βεβαιότητες προτίθεμαι ν’ αμφισβητήσω εδώ. Είμαι πολύ κοντά σε μια μορφή αναρχισμού και πιστεύω ότι ο αγώνας του αναρχισμού είναι ο αγώνας ο καλός. Αλλά σ’ ένα σημείο θα διαχωρίσω τη θέση μου από έναν γνήσιο αναρχικό: ο γνήσιος αναρχικός φρονεί ότι μια αναρχική κοινωνία, χωρίς κράτος, χωρίς εξουσίες, χωρίς οργάνωση, χωρίς ιεραρχία είναι εφικτή, βιώσιμη, πραγματοποιήσιμη, ενώ εγώ δεν το νομίζω. Μ’ άλλα λόγια, εκτιμώ ότι η μάχη του αναρχισμού, ο αγώνας προς την κατεύθυνση μιας αναρχικής κοινωνίας είναι ουσιώδης, αλλά η πραγματοποίηση αυτής της κοινωνίας είναι αδύνατη. Νομίζω ότι η ελπίδα για μια κοινωνία χωρίς εξουσία και χωρίς θεσμούς εδράζεται στην πίστη πως ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως καλός και τον διαφθείρει η κοινωνία. Στην ακραία περίπτωση λέμε: “Οι κλέφτες υπάρχουν επειδή υπάρχει η αστυνομία, αν καταργήσουμε την αστυνομία, η κλοπή θα εξαφανιστεί”. Οπωσδήποτε, η κοινωνία παίζει μεγάλο ρόλο στη διαστρέβλωση του ατόμου: είναι πάρα πολύ αυστηρή και καταπιεστική, άρα ο άνθρωπος πρέπει με τον άλφα ή βήτα τρόπο ν’ “αποσυμπιέζεται”, συχνά με βίαιες ενέργειες και φόνους. Σήμερα, η διαστρέβλωση του ανθρώπου στη Δύση γίνεται αλλιώς: βασικό ρόλο παίζουν η διαφήμιση που ωθεί τον άνθρωπο στην κατανάλωση (άρα στην κλοπή, αν δεν έχει χρήματα να ριχτεί στην κατανάλωση). η αχαλίνωτη πορνογραφία, το θέαμα της βίας στα Μ.Μ.Ε. (Ο ρόλος των Μ.Μ.Ε. στην αύξηση της παραβατικότητας και του μίσους για τον συνάνθρωπό μας είναι σημαντικός). Εν τούτοις, δεν έρχονται όλα απ’ την “κοινωνία”.
Πιστός στον διανοητικό καταυγασμό των συμπυκνωμάτων του ασυνειδήτου (Unbewusstes), ο Διονύσιος Βάγιας ξεκινά την εργασία του ακολουθώντας κατά πόδας την εξάπλωση της φαντασίας από την πρώτη σπίθα / αναλαμπή (το όνειρο της γυναίκας), διά μέσου της ατιθάσευτης εξέλιξής της (τους μύθους, τα παραμύθια, τα νυχτερινά όνειρα και τα όνειρα ζωής), μέχρι την “καθίζησή” στο σωματικό (ασθένειες).
Την αόρατη συρραφή (άλλως, το κοινό μυστικό) αναλαμβάνει το κεντρικό, ένα και μοναδικό φαινόμενο της μνήμης.
Έτσι, στο δεύτερο ήμισυ της εργασίας, αφού παραθέσει δειγματοληπτικά τη γραμμική / εξελιξιακή ψυχολογία του ανθρώπου στις ακρογωνιαίες της λίθους (παιδική / εφηβική και γεροντική), επικεντρώνεται στο οιωνεί αμετακίνητο του χρόνου, τουτέστιν στο εσαεί ενδιάμεσο της καθημερινότητας (απόλαυση, φοβίες, εργασία), λαμβάνοντας, τέλος, υπ’ όψιν και τη δική του επιμέρους έξη: την αντιρρητική αντιπαράθεση, τους ανοιχτούς λογαριασμούς του με τη φιλοσοφία – μια δίνη βέβαια, αφού η λογοτεχνική ανάπαυλα προδίδει διά της πλαγίας οδού την καθήλωση στη διανοητική απόλαυση της ανάγνωσης.
Ανθολογία παλαιολιθικών, βυζαντινών και λαογραφικών μελετών.
Η ηρωική ποίηση, υμνώντας τα κατορθώματα των δικών μας ηρώων, υιοθετεί κατά κανόνα τη δική μας προοπτική ως αυτονόητη και δίκαιη. Γενικότερα, σε ποια χώρα η φιλοπατρία και η ανδρεία δεν θεωρούνται ύψιστες αρετές; Ο Όμηρος, παρ’ όλον που σέβεται αυτή την πραγματικότητα, βλέπει και τα αποτελέσματά της. Απομυθοποιεί τη δική μας πλευρά τοποθετούμενος και στη θέση των αντιπάλων: και αυτοί είναι ανδρείοι, είναι άνθρωποι ίδιοι με εμάς. Στην προομηρική παράδοση ο Αχιλλέας ήταν, για την παλληκαριά του, των “Αχαιών ο πρώτος”: σκότωνε τους πιο πολλούς Τρώες. Αλλά περισσότερη δόξα του άξιζε επειδή θα χανόταν νέος. Ο Όμηρος όμως δεν θεωρεί τη δόξα αρκετό αντίβαρο για να χαθεί ένας άνθρωπος και μέσα από τον πρόωρο θάνατο του ήρωα θα ανατάμει την πραγματικότητα του ίδιου του πολέμου. Γιατί πολεμά ο Αχιλλέας; Παρ’ όλον που προσπαθεί να πιαστεί από τη ζωή, πρέπει να κάνει το καθήκον του, να δείξει την ανδρεία του διότι μόνο έτσι η κοινωνία τον δέχεται. Υλοποιεί την ηρωιστική ιδεολογία αποτελώντας και το θύμα της: όταν θα θριαμβεύσει σκοτώνοντας τον μεγάλο αντίπαλο Έκτορα, θα φτάσει και το δικό του τέλος. Αν τον Αχιλλέα τον χρησιμοποιεί η κοινωνία στους πολεμικούς σκοπούς της, ο ίδιος είναι ανεύθυνος; Δύο δρόμοι ανοίγονται μπροστά του (ραψωδία Ι): να πεθάνει νέος και να κερδίσει τη δόξα ή να μακροημερεύσει με την οικογένειά του άσημος στον τόπο του; Θα τον καθορίσει η “κατάσταση” μέσα στην οποία βρέθηκε ή θα αποφασίσει ο ίδιος κυρίαρχα; Ο Όμηρος δεν μιλά με έννοιες όπως οι φιλόσοφοι, αλλά με γεγονότα – όπως οι αθηναίοι Τραγικοί. Γι’ αυτό εκθέτουμε με συντομία τη σειρά των εξελίξεων προσπαθώντας να βρούμε τα νοήματά τους.